Προσοχή στο μανδραγόρα
Ο μυθικός μανδραγόρας είναι ένα δηλητηριώδες φυτό των μεσογειακών χωρών, «ταπεινό» όπως ένα ραδίκι, χαμένο, όμως, μέσα στην ιστορία, την παράδοση και τις παράξενες δοξασίες. Δεν έχει βλαστό, και τα φύλλα του, που βγαίνουν το χειμώνα, εμφανίζονται γύρω από τη βάση του φυτού. Τα ιώδη άνθη του εμφανίζονται την άνοιξη, ενώ ο καρπός του είναι στην αρχή πράσινος και μετά πορτοκαλόχρωμος.
Το φυτό είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Βρέθηκε στους αιγυπτιακούς τάφους των Θηβών (1800 π.Χ.). Αναφέρεται από το Θεόφραστο, χρησιμοποιήθηκε από τον Ιπποκράτη ως αναισθητικό και γι' αυτό ο Διοσκουρίδης αφιερώνει μακρά αναφορά με πολυάριθμες χρήσεις, ακόμα και για προβλήματα που έχουν οι... ελέφαντες. Στη Βίβλο αναφέρεται για τις αφροδισιακές ιδιότητες του, ενώ από το Μεσαίωνα άρχισαν να του αποδίδουν μαγικές ιδιότητες. Η ρίζα του, που θυμίζει ανθρώπινη φιγούρα, έδωσε αφορμή να τον θεωρήσουν προϊόν... μετεμψύχωσης ανθρώπου που έχει αυτοκτονήσει! Όποιος τον ξερίζωνε έχανε τη ζωή του, εκτός αν το ξερίζωμα του γινόταν νύχτα με πανσέληνο και ήταν παρών κι ένας μαύρος σκύλος δεμένος με σκοινί από το φυτό! Τη στιγμή, όμως, που το φυτό ξεριζωνόταν άφηνε μια οξεία κραυγή, που τρέλαινε όποιον την άκουγε!
Πέρα από αυτές τις δοξασίες, σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μανδραγόρας περιέχει δραστικά αλκαλοειδή όπως η υοσκυαμίνη, η μανδραγορίνη και η σκοπολα-μΐνη. Τα αλκαλοειδή αυτά δρουν στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Γι' αυτό αρχικό σύμπτωμα της δηλητηρίασης από μανδραγόρα είναι η δυσκολία στην όραση, που ακολουθείται από παραλήρημα και οδηγεί σε καταστολή του ΚΝΣ και θάνατο. Σήμερα ο μανδραγόρας ελάχιστα χρησιμοποιείται στην ιατρική ή τη φαρμακευτική. Αλκαλοειδή με δράση ανάλογη αυτών του μανδραγόρα αλλά χωρίς επικίνδυνες παρενέργειες μπορούν να απομονωθούν κι από άλλα φυτά, όπως η άτροπος, η ευθάλεια ή ο υοσκύαμος.
Στόματα φυτών
Οι πράσινοι εταίροι των ζωικών οργανισμών πάνω στον πλανήτη, τα φυτά, έχουν αναπτύξει -μεταξύ άλλων «ευφυών μηχανισμών»- και κάποια ειδικά ανοίγματα στην επιφάνεια των φύλλων και των πράσινων τμημάτων των βλαστών τους, τα στόματα. Μέσα απ' αυτά τα ζωντανά, ελεγχόμενα ανοίγματα γίνεται η αναπνοή και η απαραίτητη για τη φωτοσύνθεση ανταλλαγή αερίων. Μέσα απ' αυτά απομακρύνεται επίσης στην ατμόσφαιρα και μια μεγάλη ποσότητα νερού με τη μορφή των υδρατμών κατά τη λειτουργία της διαπνοής. Όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος είναι δύσκολες (ξηρασία, πολλή ζέστη), τότε τα στόματα κλείνουν προστατεύοντας το φύλλο από την αφυδάτωση. Φυσικά, τότε σταματάει και η φωτοσύνθεση, αφού το διοξείδιο του άνθρακα δεν μπορεί να μπει στο φύλλο αλλά ούτε και το οξυγόνο μπορεί να βγει απ' αυτό.
Τα στόματα, λοιπόν, είναι «ξωντανά» ανοίγματα που ελέγχουν την είσοδο και την έξοδο αερίων στο φύλλο, αλλά κυρίως ελέγχουν τις απώλειες του νερού. Αυτό το καταφέρνουν χάρη σε δύο εξειδικευμένα κύτταρα που έχουν. Τα κύτταρα, ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος, ανοίγουν ή κλείνουν το μεταξύ τους χώρο -το στοματικό πόρο-, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο.
Όπως γίνεται φανερό, τα στόματα έχουν λόγο ύπαρξης στα υπέργεια μέρη του φυτού Θεωρείται πολύ φυσικό -και μέχρι πρότινος ήταν αποδεκτό- ότι στη ρίζα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν στόματα. Αίφνης, όμως, κάποιο από τα θαυμαστά μεσογειακά φυτά έδειξε ότι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους.
Στο Εργαστήριο Βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το ενδιαφέρον μιας επιστημονικής ομάδας είχε εστιαστεί στις προσαρμογές των μεσογειακών φυτών και ειδικότερα σ' αυτές του ριζικού τους συστήματος. Μελετώντας τις ρίζες της χαρουπιάς, διαπίστωσαν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Ηταν δυνατόν; Κι όμως, υπήρχαν στόματα στη ρίζα. Η σημαντική αυτή ανακάλυψη δημοσιεύτηκε ταχύτατα σε διεθνούς κύρους έντυπα, ενώ απασχόλησε ιδιαίτερα και το βρετανικό ημερήσιο Τύπο. Ένας Άγγλος ειδικός ρώτησε μάλιστα με χιούμορ: «Τελικά πώς τα κατάφεραν οι Έλληνες κι έβαλαν στόματα εκεί κάτω;»! Ο λόγος για τον οποίο τα στόματα υπάρχουν στη ρίζα αυτού του φυτού καθώς και η λειτουργικότητα τους αποτελούν αντικείμενο έρευνας. Φαίνεται μάλιστα ότι μας περιμένουν κι άλλες ακόμα εκπλήξεις.
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΑΔΩΝΙΣ
Ξαναβρίσκοντας ένα χαμένο φυτό
Ξαναβρίσκοντας ένα χαμένο φυτό
Το 1855 ο Θεόδωρος Ορφανίδης, πρώτος καθηγητής της βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έφτασε στο οροπέδιο της Ζήριας. Εκεί ανακάλυψε ένα είδος φυτού του γένους Άδωνης. Ένα χρόνο μετά, το 1856, το δημοσίευσε ως νέο είδος με την ονομασία Adonis cyllenea . Μετά το θάνατο του κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ξαναβρεί αυτό το φυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσει στους καταλόγους των εξαφανισμένων ειδών που δημοσιεύει κατά καιρούς η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN). Ώσπου την Πρωτομαγιά του 1976 μια φίλη μού φέρνει στα γραφεία του Ορειβατικού της Αθήνας ένα μπουκέτο με άνθη του άδωνη. Έμαθα τότε πως τα είχε βρει στον Παρνιά, βουνό γειτονικό της Ζήριας. Την επόμενη άνοιξη ανεβήκαμε στο ίδιο βουνό και βρήκαμε τον άδωνη σε ανθοφορία. Μετά από επικοινωνία μαζί μου, ο καθηγητής Αρνε Στριντ, από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ανέβηκε ο ίδιος στον Παρνιά, όπου βρήκε τον άδωνη σε καρποφορία. Ο άδωνης πέρασε διαδοχικά μέσα σε 20 χρόνια στους καταλόγους της IUCN από την κατηγορία ΕΧ (εξαφανισθέν) στην κατηγορία ΕΝ (απειλούμενο) κι έπειτα στην κατηγορία VU (τρωτό).
Θυμάρι σε κίνδυνο
Σε πολλά νησιά του Αιγαίου, όπως η Λήμνος, οι σύγχρονες γεωργοκτηνοτροφικές πρακτικές έχουν ως θύμα το θυμάρι, το αρωματικό φυτό που είναι σημείο αναφοράς της χλωρίδας αλλά και της γενικότερης πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας μας. Εδώ και τριάντα χρόνια η προσεκτική εκμετάλλευση των βοσκοτόπων των «τασιών -συνήθως με το διζωνικό σύστημα (ποτέ άσκηση στον ίδιο χώρο δύο συνεχόμενες χροηές - έδωσε τη θέση της σ' έναν φαύλο κύκλο πυρκαγιών, υπερβόσκησης και επιδοτήσεων. Ενώ όμως το θυμάρι δεν ξεπερνάει εύκολα τη φωτιά, ι αστοιβή (η γνωστή αφάνα) είναι προσαρμοσμένη και στη φωτιά αλλά και στη βόσκηση. Έτσι, εκεί όπου υπήρχαν παλαιότερα «θυμαρώνες» σήμερα υπάρχουν αστοιβεώνες. Τώρα τελευταία, μ' ένα ειδικό πρόγραμμα «αναθυμάρωσης» που εκπονεί το Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το θυμάρι μπορεί να επιστρέψει στα νησιά. Βελτιώνοντας την απόδοση στο πανάκριβο θυμαρίσιο μέλι αλλά και τη βοσκητική ικανότητα των σημερινών αστοιβεώνων, που μπορεί σε λίγα χρόνια να ξαναγίνουν θυμαρώνες. Αυτά πιστεύει ο βιολόγος Κώστας Γκαλογιάννης, που τα δύο τελευταία χρόνια φυτεύει θυμάρι στη Λήμνο και προσέχει, σε συνεργασία με κτηνοτρόφους, να μην καεί.
ΑΜΑΡΑΝΤΑ Η ΣΕΜΠΕΡΒΙΒΑ
Ενα φυτό με ψυχή μαύρη
Τα λένε αμάραντα ή σεμπερβίβα (στα Κύθηρα), και σε άλλες γλώσσες everlastings, immortelles, perpetuini d'Italia, καθώς τα άνθη τους με το περίβλημα από χρωματιστά λεπτά, ξηρά σαν χαρτί βράκτια διατηρούνται για μήνες ή για χρόνια. Είναι δημοφιλή διακοσμητικά φυτά σε όλο τον κόσμο, παραδοσιακά για νεκρικά στεφάνια. Το βοτανικό τους όνομα Helichrysum (ελίχρυσον) προέρχεται από το αρχαίο «ελειόχρυσος», που κατά τον Θεόφραστο χρησιμοποιούσαν οι στεφανηπλόκοι (κυρίως το Η. orientale, ενδημικό του Αιγαίου). Λεγόταν ότι αυτό το στεφάνι, ραντισμένο με «άπυρο χρυσό», χάριζε δόξα, ενώ, αναμειγμένο με κρασί, ήταν γιατρικό για δαγκώματα και καψίματα.
Από τα περίπου 28 αυτοφυή στην Ευρώπη είδη Helichrysum, στην Ελλάδα απαντούν εννιά. Είναι τυπικά ξηρόφυτα, με φύλλα χνουδωτά που μειώνουν τη διαπνοή (χαρακτηριστικό εκείνων των φρύγανων που απαντώνται σε απόκρημνα φαράγγια είτε σε παράκτιες περιοχές των νησιών και των βραχονησίδων). Τα κίτρινα, ιδιαίτερα τα Η. italicum και Η. stoechas, είναι αρωματικά (με έντονη μυρωδιά κάρι), με διαδεδομένη τη χρήση τους ως αιμοστατικών και για την ενίσχυση του νευρικού συστήματος. H. taenari, (Ταίναρο), το φαντασμαγορικό Η. sibthorpii (Άθως), τα λευκορόδινα Η. amorginum (Αμοργός) και Η. doerfleri (Α. Κρήτη) και το κίτρινο Η.sibthorpii (Δ. Κρήτη) υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα, σε μικρούς πληθυσμούς, και θεωρούνται απειλούμενα. Η πικροδάφνη χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο αρχικά από Άραβες γιατρούς. Στην Ευρώπη όμως έγινε γνωστή για τη φαρμακευτική της δράση πολύ αργότερα, όταν απομονώθηκε το κύριο δραστικό συστατικό του γαλακτώδους χυμού της, η ολεανδρίνη. Σήμερα ελάχιστα χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, κυρίως ως καρδιοτονωτικό.
Φραγκόσυκο ή βαρβαρόσυκο
Η φραγκοσυκιά, μολονότι θεωρείται τυπικό φυτό της Μεσογείου, ήρθε στην περιοχή μας από το Μεξικό. Ενώ η ελληνική ονομασία του φυτού υποδηλώνει ότι έρχεται από την «πολιτισμένη» Δύση, αξίζει να σημειωθεί ότι στις γαλλόφωνες χώρες έχει το όνομα «βαρβαρόσυκο». Θεωρήθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο φυτό για φράχτες, επειδή σχηματίζει εύκολα πυκνές συστάδες, τις οποίες δεν μπορούν να περάσουν ούτε καν τα αιγοπρόβατα. Συγχρόνως, τα φραγκόσυκα, που αναπτύσσονται στην κορυφή των «φύλλων» της, επειδή ωριμάζουν νωρίτερα από τα σύκα και τα σταφύλια, κάλυπταν και διατροφικές ανάγκες. Καθώς η φραγκοσυκιά μπορεί να βγάλει ρίζες από οποιοδήποτε σημείο του υπέργειου τμήματος της, συχνά «ξεφεύγει» από τον έλεγχο. Με τη γρήγορη επέκταση της δημιουργεί προβλήματα και, έτσι, ήταν το πρώτο φυτό στο οποίο έγινε βιολογική καταπολέμηση. Κάτι τέτοιο συνέβη πριν 80 χρόνια στην Αυστραλία, όπου ξαφνικά κατακυρίευσε τα πάντα. Έτσι αποφασίστηκε η μεταφορά εκεί ενός εντόμου από το Μεξικό, φυσικού εχθρού της φραγκοσυκιάς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του Γ. Διαμαντόπουλου, καθηγητή στο Α.Π.Θ., αλλά και προσωπικές παρατηρήσεις, στη Στυλίδα σήμερα δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα έχουν καλυφθεί με φραγκοσυκιές, γεγονός που ϋΐ^ ευχαριστεί τους τοπικούς κτηνοτρόφους.
Το γνωστό μας γκυ
Οιξός (Viscum album) είναι ένα κοινό φυτό της ελληνικής και ευρωπαϊκής χλωρίδας, γνωστό κυρίως με το γαλλικό του όνομα -γκι- και ταυτισμένο με τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Πρόκειται για ημιπαράσιτο και υποχρεωτικό επΐφυτο σε διάφορα δέντρα.
Ο Θεόφραστος, στο έργο του «Περί Φυτών Αιτιών», εξηγεί γιατί ο ιξός φύεται μόνο πάνω σε δέντρα και πώς γίνεται η μεταφορά του από δέντρο σε δέντρο. Σχετικά με το πρώτο, συμπεραίνει ότι είναι στη φύση του φυτού η αδυναμία να αναπτυχθεί στο έδαφος. Ως προς το δεύτερο, εξηγεί ότι τα πουλιά τρώνε τις μονόσπερμες ράγες του ιξού και μετά τα σπέρματα αποβάλλονται και «κολλούν», με τη βοήθεια της κολλώδους ουσίας και της τύχης, σε κλαριά κοντινών ή μακρινών δέντρων, όπου και φυτρώνουν.
Κατερινα Βλαχου
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ