ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ της εμπειρίας κάθε ανθρώπου, υπάρχει μια διαισθητική αίσθηση της αξίας της χωρίς όρους αγάπης.
Ανακαλύπτουμε τη μεγαλύτερη χαρά στην αγάπη όταν μπορούμε να συγκρατήσουμε τις κρίσεις και αξιολογήσεις μας, και ν” ανοιχτούμε ολοκληρωτικά στη ζωντανή πραγματικότητα του Είναι κάποιου άλλου ανθρώπου. Και συνήθως νιώθουμε ότι μας αγαπούν περισσότερο, όταν οι άλλοι μας αναγνωρίζουν και ανταποκρίνονται σε μας μ” όλη τους την καρδιά. Η χωρίς όρους αγάπη έχει εξαιρετικά μεγάλη δύναμη και δραστηριοποιεί μια δυνατή και δυναμική ενέργεια που μας συνδέει με όλο το τεράστιο πλάτος και βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή είναι η ενέργεια της καρδιάς.
Συχνά βιώνουμε πιο έντονα κάποιες γεύσεις της χωρίς όρους αγάπης σε καταστάσεις αρχή και τέλους – στη γέννηση, στο θάνατο, ή όταν ανοιγόμαστε για πρώτη φορά σε κάποιον άλλον άνθρωπο, στον έρωτα. Σ” αυτές τις περιπτώσεις αισθανόμαστε να μας συγκινεί (συν-κινεί) και να μας εμπνέει η ίδια η ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου. Σκληροί και παγωμένοι χώροι μέσα μας αρχίζουν να λιώνουν και να μαλακώνουν, καθώς η κυκλοφορία της αγάπης μάς ζεσταίνει σαν ανοιξιάτικος ήλιος.
Όμως γρήγορα, και ιδιαίτερα στις στενές σχέσεις, συναντάμε εσωτερικούς φόβους, περιορισμούς ή επιφυλάξεις που μας κάνουν να μην αφήνουμε την αγάπη μας να ρέει ελεύθερα. Μήπως μας παρασύρει; Μπορούμε ν” αφήσουμε τόσο ανοιχτό τον εαυτό μας; Μήπως πληγωθούμε; Μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σ’ αυτό το άτομο; Θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε τις ανάγκες μας σ” αυτή τη σχέση; Μπορούμε να ζήσουμε με τα πράγματα που μας εκνευρίζουν στον άλλο; Αυτές οι επιφυλάξεις μάς οδηγούν να θέσουμε κάποιους όρους στο πόσο ανοιχτοί θα είμαστε: «Μπορώ να είμαι τόσο ανοιχτός/ή και ευάλωτος/η μαζί σου αν… ικανοποιηθούν οι ανάγκες μου; αν μ” αγαπάς όσο σ” αγαπώ κι εγώ; αν δε με πληγώσεις; κλπ».
Αυτή η έλξη ανάμεσα στην αγάπη χωρίς όρους και στην αγάπη με όρους τονίζει την ένταση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο διαφορετικές πλευρές της φύσης μας – τις προσωπικές επιθυμίες και τις ανάγκες του εαυτού μας (ενός εαυτού που δρα και αντιδρά με βάση το εξαρτημένα ανακλαστικά που του έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν) – και στο χωρίς όρους άνοιγμα της καρδιάς Όμως αν δούμε καθαρά αυτή την ένταση ανάμεσα στην αγάπη χωρίς όρους και στην αγάπη με όρους, και δουλέψουμε πάνω σ” αυτήν, θα μας βοηθήσει να μάθουμε ν” αγαπάμε πιο ολοκληρωτικά. Οι προστριβές που υπάρχουν ανάμεσα σ” αυτές τις δυο πλευρές της φύσης μας μπορούν ν” «ανάψουν» μια φωτιά που θα μας εκλεπτύνει, που θα ξυπνήσει την καρδιά για να δει την πραγματική πρόκληση, το τρομερό ρίσκο και το απίστευτο δώρο της ανθρώπινης αγάπης.
Αγάπη Χωρίς «Όρους και Αγάπη με «Όρους
Η έκφραση της χωρίς όρους αγάπης ακολουθεί τις παρορμήσεις της καρδιάς, η οποία είναι και η πηγή της. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την «καρδιά» σαν εκείνο το «μέρος» μας όπου είμαστε πιο τρυφεροί και ανοιχτοί στον κόσμο, όπου μπορούμε ν” αφήσουμε να μπει κάποιος άλλος και να νιώσουμε συγκίνηση απ αυτόν, καθώς και να επεκταθούμε έξω από τον εαυτό μας για να έρθουμε σε μια πιο πλήρη επαφή μαζί του. Η χωρίς όρους αγάπη που ξεπηδά από την καρδιά έχει μια δεκτική πλευρά – το να εκτιμάμε τους άλλους όπως είναι και να τους αφήνουμε να μας αγγίξουν – και μια ενεργητική πλευρά – το να βγούμε προς τα έξω για να συναντήσουμε, ν” αγγίξουμε και να έρθουμε σ” επαφή; αυτό που οι υπαρξιστές ονομάζουν «συν-ύπαρξη».
Η φύση της καρδιάς είναι τέτοια που θέλει να κυκλοφορεί ελεύθερα την αγάπη, χωρίς να θέτει περιορισμούς ο” αυτή την ανταλλαγή. Η καρδιά παραβλέπει τα πράγματα που μπορεί να ενοχλούν τα προσωπικά μας γούστα, και νιώθει συχνά αγαλλίαση με την ύπαρξη του άλλου, παρ” όλο που εμείς μπορεί, ακολουθώντας τη λογική, να έχουμε σκοπό να παραμείνουμε σε ασφαλή απόσταση, να φερθούμε αδιάφορα ή να διακόψουμε την επαφή αν μια σχέση έχει γίνει πολύ οδυνηρή. Η αγάπη, στη βαθύτερη ουσία της, δε γνωρίζει όρους και είναι εντελώς παράλογη. Από τη στιγμή που έχει ανοίξει η καρδιά και έχουμε νιώσει βαθιά συγκίνηση για κάποιο άλλο άτομο, το πιθανότερο είναι ότι το άτομο αυτό θα συνεχίσει να μας συγκινεί σ” όλη την υπόλοιπη ζωή μας, όποια μορφή και να πάρει η σχέση μας. Η χωρίς όρους αγάπη έχει τη δική της λογική, την οποία δεν μπορεί να καταλάβει η λογική του νου.
Ωστόσο, στο βαθμό που δεν είμαστε μόνο καρδιά, αλλά έχουμε και εξαρτημένες συμπάθειες και αντιπάθειες, ορισμένες συνθήκες καθορίζουν πάντα την έκταση της ανάμειξής μας με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Από τη στιγμή που θ” αρχίσουμε να εξετάζουμε τη μορφή της σχέσης που θέλουμε με κάποιον, βρισκόμαστε κιόλας στο χώρο των συνθηκών και των όρων. Επειδή είμαστε ύλη, υπάρχουμε μέσα σ” ορισμένες μορφές και δομές (σώμα, ιδιοσυγκρασία, χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, συναισθηματικές ανάγκες, συμπάθειες και αντιπάθειες, σεξουαλικές προτιμήσεις, τρόποι επικοινωνίας, τρόποι ζωής, πεποιθήσεις και αξίες) που ταιριάζουν περισσότερο ή λιγότερο με τις δομές κάποιου άλλου.
Η αγάπη με όρους είναι ένα συναίσθημα ικανοποίησης και έλξης που βασίζεται στο πόσο ολοκληρωτικά ταιριάζει κάποιος άλλος με τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις προσωπικές μας αντιλήψεις. Είναι μια ανταπόκριση στην εμφάνιση του άλλου, στο στυλ του, στην προσωπική του παρουσία, στη συναισθηματική στήριξη που μας παρέχει – στο τι κάνει αυτός ο άλλος για μας. Αυτό δεν είναι κακό, αλλά είναι μια κατώτερη μορφή αγάπης, εφόσον μπορεί να εξαφανιστεί όταν αντιστραφούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκε. Αν κάποιος που αγαπάμε αρχίσει να φέρεται μ” έναν τρόπο που δε μας αρέσει, μπορεί να πάψουμε να τον συμπαθούμε τόσο πολύ. Αυτή η συμπάθεια ‘’με όρους’’ αναπόφευκτα ανοίγει το δρόμο σ” αντίθετα συναισθήματα φόβου, θυμού, αντίστασης, ή μίσους, όταν οι δομές μας έρχονται σε σύγκρουση με τις δομές του άλλου. Όμως πέρα από το «ναι» με όρους και το «όχι» με όρους, βρίσκεται το μεγαλύτερο, χωρίς όρους, ναι της καρδιάς.
Η Σύγχυση Ανάμεσα στις Δύο Μορφές Αγάπης
Η έλξη προς ένα άλλο άτομο είναι συχνά πιο έντονη όταν οι δύο μορφές αγάπης βρίσκονται σ” αρμονία, όταν δηλαδή το άτομο αυτό όχι μόνο αγγίζει την καρδιά μας, αλλά και εκπληρώνει ορισμένες συνθήκες ως προς το τι θέλουμε από ένα στενό σύντροφο. Από την άλλη μεριά, δημιουργείται μια μεγάλη σύγχυση, όταν οι δύο αυτές μορφές αγάπης δεν εναρμονίζονται. Μπορεί το άλλο άτομο να ικανοποιεί τους όρους μας, αλλά να μη μας συγκινεί βαθιά. Η μπορεί ν” αγγίζει την καρδιά μας, μ” αποτέλεσμα να θέλουμε να πούμε ναι, αλλά οι προσωπικές μας αντιλήψεις και τα κριτήρια μας να μας οδηγούν στο να πούμε όχι σε μια σχέση δέσμευσης. Για να ξεκαθαρίσουμε αυτή τη σύγχυση που εμφανίζεται σε πολλές σχέσεις, πρέπει να διαφοροποιήσουμε αυτές τις δύο μορφές αγάπης.
Ένα συνηθισμένο λάθος που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να επιβάλλουμε ένα ‘’όχι με όρους’’, πάνω στο ευρύτερο ‘’ναι της καρδιάς’’. Για παράδειγμα, μπορεί ν” αποφασίσουμε να δώσουμε τέλος σε μια σχέση επειδή είναι αδύνατο να μας εκπληρώσει ορισμένες ουσιαστικές ανάγκες μας. Η καρδιά μας, όμως, της οποίας η φύση είναι να λέει ναι, μπορεί να θέλει να συνεχίσει ν” αγαπά το άλλο άτομο. Το να προσπαθήσουμε ν” αποκόψουμε την αγάπη που ρέει ακόμη προς το άλλο άτομο μπορεί να είναι βλαβερό για μας τους ίδιους, γιατί συσφίγγει και περιορίζει την ίδια την πηγή της χαράς και της ζωής μέσα μας.
Κάθε φορά που προσπαθούμε να κλείσουμε την καρδιά μας σε κάποιον που αγαπάμε, ακόμη και σε στιγμές χωρισμού, δεν κάνουμε τίποτ” άλλο από το να δημιουργούμε έναν ακόμη μεγαλύτερο πόνο στον εαυτό μας, και να κάνουμε ακόμη πιο δύσκολο το άνοιγμά μας την επόμενη φορά που θα ερωτευτούμε. Πραγματικά, μπορεί να μην είναι δυνατό να κλείσουμε την καρδιά μας. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ν” αποκλείσουμε την καρδιά μας, χτίζοντας ένα τείχος γύρω της. Ο κίνδυνος εδώ είναι ν” αποκλείσουμε τον εαυτό μας από τους ανθρώπους γενικά και να κλειστούμε μέσα. Ο αποκλεισμός της φυσικής ροής της καρδιάς προς τα έξω μάς αφήνει μέσα σ” ένα τέλμα στάσιμης ενέργειας που μπορεί να δημιουργήσει ψυχολογικές παθήσεις.
Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να παραμείνουμε σε μια σχέση που δε λειτουργεί, επειδή μπορεί να νιώθουμε μια χωρίς όρους αγάπη για τον άλλο. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις ν” αναγκαστούμε να διακόψουμε την επαφή και την επικοινωνία με κάποιον για να συνέλθουμε από τον πόνο μιας σχέσης. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι πρέπει ν” αποκλείσουμε την καρδιά μας. Ακόμη κι αν νιώθουμε μίσος προς τον πρώην σύντροφο μας, καλό θα είναι ν” αναγνωρίσουμε ότι μπορούμε να νιώσουμε έτσι μόνο επειδή η καρδιά μας είναι ανοιχτή και νιώθουμε ευάλωτοι προς τον άλλον. Τότε το συναίσθημα του μίσους δε χρειάζεται να στερεοποιηθεί, να παγώσει και να ενσωματωθεί στο χαρακτήρα μας.
Ένας άλλος συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο συγχέονται οι δύο μορφές αγάπης είναι όταν προσπαθούμε να επιβάλλουμε το ναι της καρδιάς πάνω στο όχι των προσωπικών μας αντιλήψεων. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση που υπάρχει γύρω από την αγάπη χωρίς όρους είναι ότι πρέπει ν” ανεχόμαστε οτιδήποτε κάνει ο άλλος. Η σύγχυση αυτή παρουσιάζεται στις σχέσεις γονιών και παιδιών, όταν ακολουθούν συγκεκριμένα πρότυπα, όπως: «Η χωρίς όρους αγάπη και υποστήριξη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του παιδιού… Οι πιο πολλοί γονείς προσπαθούν σε υπερβολικό βαθμό να κάνουν τη ζωή εύκολη για τα παιδιά τους». Η σύγχυση εδώ έγκειται στο ότι εξισώνεται η χωρίς όρους αγάπη με τον αδιάκριτο έπαινο, την ανεκτικότητα ή το να κάνουμε όλα τα χατίρια στον άλλον.
Η εντύπωση ότι πρέπει ν” ανεχόμαστε χωρίς όρους κάτι που είναι διαμορφωμένο με βάση κάποιους όρους – η προσωπικότητα, οι πράξεις ή ο τρόπος ζωής κάποιου άλλου – έχει συχνά οδυνηρές συνέπειες. Η αγάπη χωρίς όρους δε σημαίνει ότι πρέπει να μας αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα αντιπαθούμε, ούτε να λέμε ναι όταν θέλουμε να πούμε όχι. Η χωρίς όρους αγάπη πηγάζει από ένα εντελώς διαφορετικό χώρο μέσα μας απ” ό,τι η συμπάθεια ή η αντιπάθεια, η έλξη ή η αντίσταση που διέπονται από όρους. Πρόκειται για μια αναγνώριση ενός όντος προς ένα άλλο. Και ανταποκρίνεται σ” εκείνα που είναι αφεαυτών, χωρίς όρους – την έμφυτη καλοσύνη της ανοιχτής, τρυφερής καρδιάς των άλλων, που υπάρχει κάτω απ” όλες τις άμυνες και τις προσποιήσεις τους.
Η χωρίς όρους αγάπη πηγάζει από τη δική μας βασική καλοσύνη και εναρμονίζεται με τη χωρίς καλοσύνη των άλλων και την αποκαλύπτει. Η καλοσύνη της ανθρώπινης καρδιάς, που είναι από τη φύση της τρυφερή και πρόθυμη ν” ανταποκριθεί στους άλλους, αν ανοιχτεί, και ν” αγγίξει τη ζωή γύρω μας, δε διέπεται από όρους αφού δεν είναι κάτι που πρέπει να πετύχουμε. Απλά είναι.
Η σχέση γονιού-παιδιού μας δίνει την πρώτη εμπειρία της βλάβης που μπορεί να δημιουργήσει η σύγχυση ανάμεσα στην αγάπη χωρίς όρους και στην αγάπη με όρους. Οι περισσότεροι γονείς νιώθουν αρχικά μια τεράστια, απεριόριστη αγάπη για το νεογέννητο παιδί, καταφέρνουν όμως τελικά να θέσουν όρους στην αγάπη τους και τη χρησιμοποιούν σαν ένα μέσο ελέγχου του παιδιού, μετατρέποντάς την σ” ανταμοιβή για τη συμπεριφορά που επιθυμούν. Τ” αποτέλεσμα είναι ότι, σαν παιδιά, σπάνια νιώθουμε ότι μας αγαπούν για τον εαυτό μας, μας αγαπούν δηλ. όπως πραγματικά είμαστε. Εσωτερικεύουμε τους όρους που θέτουν οι γονείς μας στην αγάπη τους, και συχνά αυτό το εσωτερικευμένο πρότυπο (ο «εσωτερικός κριτής») κυριαρχεί και ελέγχει τη ζωή μας. Προσπαθούμε συνέχεια να τον ευχαριστήσουμε, ενώ εκείνος με τη σειρά του μας κρίνει και δε μας βρίσκει ποτέ αρκετά καλούς.
Έτσι αρχίζουμε κι εμείς ν” αγαπάμε τον εαυτό μας με όρους. Νομίζουμε ότι πρέπει να κερδίσουμε την αγάπη σαν μια ανταμοιβή επειδή είμαστε καλοί. Συμπαθούμε τον εαυτό μας μόνο αν – αν ζούμε σύμφωνα με τα κριτήρια κάποιου, αν αποδείξουμε την αξία μας, αν είμαστε καλά παιδιά, αν πετυχαίνουμε τους στόχους, αν είμαστε καλοί εραστές, κλπ. Φτάνουμε να μην πιστεύουμε ότι η βασική μας φύση είναι έμφυτα καλή ή ότι μπορούμε απλά ν” αξίζουμε την αγάπη των άλλων με το να είμαστε μόνο ο εαυτός μας. Εσωτερικεύοντας τους όρους που θέτει στην αγάπη η οικογένειά μας, δημιουργούμε ένα περίπλοκο σύστημα από φράγματα, ελέγχους και μπλοκαρίσματα, από θωρακίσεις και εντάσεις στο σώμα που περιορίζουν την ελεύθερη ροή της αγάπης. Κι έτσι διαιωνίζουμε τον πόνο και τη σύγχυση που ξεπηδά από το γεγονός ότι θέτουμε όρους στην αγάπη που θέλει να πηγάσει ελεύθερα από την καρδιά.
Ωστόσο, κάτω απ” αυτές τις διαστρεβλώσεις της αγάπης, και κάτω από την απογοήτευση, το θυμό, την αγανάκτηση ή το μίσος που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούμε να βρούμε βαθύτερα μέσα μας μια μεγαλύτερη, απεριόριστη αγάπη που δεν έχει γιατί ή επομένως – μια αγάπη που απλά υπάρχει και δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς, ό,τι και να συμβεί. Όσο κι αν διαστρεβλωθεί η αγάπη τους, οι γονείς και τα παιδιά εξακολουθούν να είναι ευάλωτοι ο ένας στον άλλον. Παρ” όλες τις προθέσεις τους, δεν μπορούν ποτέ να πνίξουν εντελώς το χωρίς όρους άνοιγμα της καρδιάς τους προς τον άλλον.
Η Εμπιστοσύνη στην Καλοσύνη της Καρδιάς
Η χωρίς όρους αγάπη είναι διαθέσιμη σ” όλους, σαν μια αυθόρμητη έκφραση της καρδιάς, ιδιαίτερα μάλιστα στα πρώτα στάδια μιας σχέσης. Συχνά όμως κρύβεται από τον αγώνα που κάνει το ζευγάρι για να δει αν ταιριάζει, αν επικοινωνεί, αν εκπληρώνει ο ένας τις ανάγκες του άλλου, αν μπορεί να δημιουργήσει μια σχέση που να λειτουργεί. Μπορεί επίσης να θαφτεί κάτω από την ενασχόληση του ανθρώπου με τις ταλαιπωρίες της καθημερινής ζωής, τις οικογενειακές ευθύνες και τις απαιτήσεις της δουλειάς. Πώς μπορούμε να διατηρήσουμε την επαφή μας με την ανανεωτική παρουσία μιας – χωρίς όρους αγάπης – σε μια σχέση μας;
Η πιο φανερή απάντηση είναι ότι πρέπει να μάθουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην καρδιά. Πώς μπορούμε όμως να το κάνουμε αυτό; Χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο τρόπο για ν” αναπτύξουμε αυτή την εμπιστοσύνη, όχι σαν αποτέλεσμα πίστης ή ελπίδας, αλλά σαν μια ζωντανή εμπειρία.
Η καλύτερη εξάσκηση που έχω βρει για την ανάπτυξη αυτής της εμπιστοσύνης είναι ο διαλογισμός της επίγνωσης, ο οποίος προέρχεται από τη βουδιστική παράδοση. Ο βουδιστικός όρος για τη χωρίς όρους αγάπη είναι ‘’μάιτρι’’, που σημαίνει ζεστασιά και φιλικότητα που αγκαλιάζει όλη μας την εμπειρία. Η αγάπη αναπτύσσεται σταδιακά αλλά πολύ καθαρά μέσα από την άσκηση της επίγνωσης. Επίγνωση σημαίνει να καθόμαστε απλά και να υπάρχουμε, να είμαστε στη στιγμή, χωρίς να κάνουμε τίποτα, χωρίς να προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε σε κάτι, ούτε να κάνουμε καλές σκέψεις, ούτε καν ν” απαλλαγούμε από τις σκέψεις.
Ενώ αφήνουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα να εμφανίζονται και να περνούν, στρέφουμε ταυτόχρονα την προσοχή μας στην ανάσα, που είναι μια κυριολεκτική έκφραση ευεξίας και παρουσίας, ακόμη και στις πιο χαώδεις νοητικές καταστάσεις. Μέσα απ” αυτή την άσκηση, μπορούμε σταδιακά να συνειδητοποιήσουμε ότι, κάτω απ” όλες τις συγχύσεις που μας ταλαιπωρούν, είμαστε βασικά καλοί, απλά και μόνο επειδή είμαστε παρόντες και εν εγρηγόρσει, επειδή ανταποκρινόμαστε στη ζωή και αντιμετωπίζουμε τον κόσμο με τρυφερή καρδιά. Βλέποντας αυτή τη βασική καλοσύνη, μπορούμε ν” αφήσουμε τον εαυτό μας απλά να είναι, να υπάρχει, γιατί δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε ν” αποδείξουμε ότι είμαστε καλοί.
Η διαδικασία της ανακάλυψης της βασικής μας καλοσύνης μπορεί να παρομοιαστεί με το καθάρισμα του νερού που περιέχει λάσπη – πρόκειται για μια αρχαία παρομοίωση της Ταοϊστικής και της Βουδιστικής παράδοσης. Η βασική φύση του νερού είναι ουσιαστικά αγνή και καθαρή, παρ” όλο που η αναταραχή του αναδεύει συχνά τη λάσπη. Ο νους μας είναι κι αυτός έτσι, ουσιαστικά καθαρός και ανοιχτός, αλλά «λασπώνεται» από την αναταραχή των αλληλοσυγκρουόμενων σκέψεων και συναισθημάτων. Αν θέλουμε να καθαρίσουμε αυτό το νερό, τι πρέπει να κάνουμε; Τι άλλο από το να αφήσουμε να ηρεμήσει, οπότε θα κατακαθίσουν αυτόματα και οι λάσπες;
Το να μην εμπιστευόμαστε τη βασική μας καλοσύνη είναι σαν να μην εμπιστευόμαστε ότι το νερό είναι ουσιαστικά καθαρό και ότι η λάσπη κατακάθεται από μόνη της. Προσπαθώντας ν” αποδείξουμε ότι είμαστε καλοί, αρχίζουμε να παλεύουμε ενάντια στη βρωμιά, αλλά μ” αυτό δεν κάνουμε τίποτ” άλλο από το ν” ανασηκώνουμε ακόμη περισσότερη λάσπη. Αντίθετα, αν χαλαρώσουμε και αφεθούμε στη βασική καλοσύνη που αρχίζουμε να νιώθουμε, όταν αφήσουμε απλώς τον εαυτό μας να ‘’Είναι’’, τότε αφυπνίζεται η φυσική ζεστασιά της καρδιάς.
Καθώς αυτή η ζεστασιά ακτινοβολεί προς τα έξω, συναντά γρήγορα την πρώτη της πρόκληση: τα σφιγμένα, περιορισμένα, αποκλεισμένα μέρη του εαυτού μας και των άλλων. Μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να πολεμήσουμε ενάντια σ” αυτά τα σφιγμένα μέρη για ν” απαλλαγούμε απ” αυτά, αλλά μ” αυτό τον τρόπο δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο από το ν” ανασηκώνουμε περισσότερη λάσπη. Ακόμη κι αν μπορούσαμε ν” απαλλαχτούμε από τη λάσπη, θα χάναμε πολλά από τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες που περιέχει. Εκείνο που επιτρέπει στη λάσπη να κατακαθίσει, ώστε ν” αναδυθεί η βασική καλοσύνη που κρύβεται μέσα στα νευρωτικά πρότυπα συμπεριφοράς, είναι το ν” ανοιγόμαστε χωρίς όρους και να «συν-υπάρχουμε», να «συν- είμαστε», μ” εκείνα τα μέρη του εαυτού μας που φαίνονται τα πιο δύσκολα; ν” αγαπήσουμε (το φόβο μας, το θυμό, τις αμφιβολίες για τον εαυτό μας, κλπ.).
Αυτά τα μέρη που μας δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα είναι σαν παιδιά που χρειάζονται την προσοχή μας, και τα οποία έχουμε αποκόψει από τη χωρίς όρους αγάπη μας. Λέμε δηλαδή στον εαυτό μας, «Μπορώ να μ” αγαπάω μόνο αν δεν έχω αυτό το φόβο, κλπ». Όμως, οποιοδήποτε μέρος του εαυτού μας αποκοπεί από την αγάπη μας, τελικά αρρωσταίνει, γιατί είναι ακριβώς η κυκλοφορία της ενέργειας της καρδιάς που μας διατηρεί υγιείς. Η κυκλοφορία είναι μια βασική αρχή της υγείας σ” όλο το φυσικό κόσμο, όπως βλέπουμε στη συνεχή ανακύκλωση και ροή του νερού που είναι το λίκνο της ζωής και το κυρίαρχο στοιχείο του ανθρώπινου σώματος.
Για να παραμείνει το νερό καθαρό και ζωογόνο, πρέπει να κυκλοφορεί, να υψωθεί στον ουρανό από τον ωκεανό, μετά να πέσει στα βουνά και να τρέξει με τα ποτάμια πάλι στη θάλασσα. Η ίδια η θάλασσα κυκλοφορεί σ” όλο τον πλανήτη, και τα κύματά της ανανεώνουν τις παραλίες που αγγίζουν. Η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα απομακρύνει τις τοξίνες και φέρνει νέα ζωή, με τη μορφή του οξυγόνου, στα κύτταρα. Η Ανατολική ιατρική δίνει μεγάλη σημασία σε μια λεπτή ροή ενέργειας – που μερικές φορές ονομάζεται Τσι ή πράνα – και της οποίας η κυκλοφορία σ” όλο το σώμα, και ανάμεσα στο σώμα και στον κόσμο, διατηρεί την υγεία.
Από ψυχολογική άποψη, αυτή η κυκλοφορία της χωρίς όρους αγάπης είναι ακριβώς αυτό που μας κρατά υγιείς. Κάθε παιδί το ξέρει αυτό από ένστικτο. Καθώς τα παιδιά εσωτερικεύουν τους όρους που βάζουν στην αγάπη τους οι γονείς τους, και ο κόσμος γύρω τους, αρχίζουν να μη δίνουν αγάπη σ” ορισμένα μέρη του εαυτού τους. Τότε αυτά τα μέρη αποκόπτονται από τη ροή της επίγνωσης και της φροντίδας που ζωογονεί όλο τον εαυτό. Αν χρησιμοποιήσουμε ένα μυθολογικό όρο, τα μέρη αυτά που αποκόβονται μετατρέπονται στη συνέχεια σε δράκοντες και δαίμονες.
Όπως γράφει ο Ρίλκε, «Ίσως όλοι οι δράκοντες στη ζωή μας είναι πριγκίπισσες που περιμένουν μόνο να μας δουν να φερόμαστε, έστω και μια φορά, με ομορφιά και θάρρος. Ίσως καθετί το τρομερό είναι, στη βαθύτερη του φύση, κάτι το ανήμπορο που χρειάζεται την αγάπη μας». Σ” ορισμένες πνευματικές παραδόσεις, η αλχημεία της μετατροπής των δρακόντων σε πριγκίπισσες ονομάζεται μετουσίωση. Η Ταντρική Βουδιστική παράδοση, για παράδειγμα, θεωρεί πως κάθε νευρωτικό πρότυπο συμπεριφοράς έχει κλειδωμένη μέσα του μια θετική ενέργεια – κάποια βασική καλοσύνη – όπως ακριβώς το λασπωμένο νερό περιέχει ήδη μέσα του το καθαρό νερό.
Οι εμπειρίες από την ψυχοθεραπεία, μας δίνουν συνέχεια τέτοια παραδείγματα. Ένα παράδειγμα ανθρώπου (από την εμπειρία μου) που καταπίεζε το θυμό του και τον εκτόνωνε στον εαυτό του ανακάλυψε πως όταν κατάφερε να φερθεί φιλικά σ” αυτή την ενέργεια έπαψε πια να είναι κακή ή απειλητική. Έμοιαζε πια περισσότερο με μια ακτινοβόλα φωτιά ή ένα κοφτερό ξίφος που του επέτρεπε να διαπερνά τα ψέματα, τις υποκρισίες και τις συγχυσμένες νοητικές καταστάσεις.
Ένα άλλο παράδειγμα ανθρώπου, που έπαιζε πάντα το θύμα, ανακάλυψε πως το να νιώθει οίκτο για τον εαυτό του ήταν ένας έμμεσος τρόπος με τον οποίο προσπαθούσε να φροντίσει τον εαυτό του και ν” αναγνωρίσει τη βασική του καλοσύνη. Ένα τρίτο παράδειγμα ανθρώπου, που προσπαθούσε πάντα να ευχαριστήσει τους άλλους, ανακάλυψε σ” αυτή την προσπάθεια μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του: μια τρομερή ευαισθησία για τους άλλους και ένα γνήσιο ενδιαφέρον και αφοσίωση στην ευτυχία τους.
Κάθε νευρωτικό πρότυπο συμπεριφοράς έχει μέσα του κάποιες θετικές δυνατότητες. Γι αυτό και δεν είναι απαραίτητο να πετάξουμε τη λάσπη. Στο βαθμό που ένας θεραπευτής μπορεί να δείξει φροντίδα και προσοχή για εκείνα τα μέρη των ανθρώπων που είναι πληγωμένα ή αποκομμένα, και βοηθήσει ν” αφυπνιστεί η βασική καλοσύνη που υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα τους, η ψυχοθεραπεία- υπνοθεραπεία, μπορεί να γίνει μια γνήσια ιαματική σχέση.
Το Άνοιγμα της Καρδιάς
Οι στενές σχέσεις προσφέρουν κι αυτές μια υπόσχεση θεραπείας, γιατί έχουν τη δυνατότητα να ελευθερώσουν τη ροή της χωρίς όρους αγάπης προς εκείνα τα μέρη του εαυτού μας που είναι πληγωμένα, αποκομμένα, ή στερημένα από φροντίδα. Όμως, η ίδια η υπόσχεση ανταλλαγής μιας χωρίς όρους αγάπης συχνά ξυπνά εξωπραγματικές ελπίδες και το άτομο μπορεί να περιμένει πως θα βιώσει την τέλεια αγάπη και ένωση. Στο βαθμό που είμαστε πλάσματα αυτής της Γης, μ” όλους τους περιορισμούς και τις ατέλειες που συνεπάγεται αυτό, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν ποτέ να εκδηλώσουν ολοκληρωτικά ή τέλεια τη χωρίς όρους αγάπη που μπορεί να γνωρίζουμε και να νιώθουμε μέσα στην καρδιά μας. Επειδή οι άνθρωποι ζουν στο χώρο και το χρόνο, με διαφορετικές εμπειρίες, ιδιοσυγκρασίες, ρυθμούς, συμπάθειες και αντιπάθειες, δεν μπορούν ποτέ να πετύχουν την απόλυτη και χωρίς όρους ένωση σε μόνιμη βάση.
Πραγματικά, το ίδιο το γεγονός ότι οι εραστές αισθάνονται ευάλωτοι και ανοιχτοί ο ένας προς τον άλλο, φαίνεται να εντείνει και τις ανάγκες, τους φόβους και τα εσωτερικά εμπόδια που δεν επιτρέπουν την ελεύθερη ροή της αγάπης.
Έτσι, παρ” όλο που η στενή σχέση ξυπνά μια παλιά και βαθιά λαχτάρα του ανθρώπου να μοιραστεί τη χωρίς όρους αγάπη και την τέλεια ένωση με κάποιον, οι όροι και οι συνθήκες της γήινης φύσης μας συνωμοτούν για να ματαιώσουν την τέλεια έκφραση και πραγμάτωση αυτής της ελπίδας. Μπορεί να βιώνουμε στιγμές, ματιές, κύματα ενότητας με κάποιον άλλον, αλλά γρήγορα χάνονται και μας αφήνουν αναπόφευκτα μόνους. Δεν μπορούμε ποτέ να περιμένουμε από έναν άλλο άνθρωπο να μας δώσει όλη την αγάπη που μπορεί να χρειαζόμαστε.
Ο πόνος αυτής της αντίφασης ανάμεσα στην τέλεια αγάπη που υπάρχει στην καρδιά μας και τα εμπόδια για την πραγμάτωσή της, σε μια σχέση συχνά «ραγίζει» την καρδιά – και την ανοίγει. Όπως έχει γράψει ο δάσκαλος Σούφι Χαζράτ Ιναγιάτ Χαν, «Ο πόνος της αγάπης είναι ο δυναμίτης που σπάει και ανοίγει την καρδιά, ακόμη κι αν είναι σκληρή σαν βράχος». Για να είμαστε πιο ακριβείς, η ίδια η καρδιά δεν μπορεί να ραγίσει, ή ν” ανοίξει, αφού από τη βασική της φύση είναι ήδη μαλακή και δεκτική. Εκείνο όμως που μπορεί να ραγίσει και ν” ανοίξει είναι ο τοίχος που υπάρχει γύρω από την καρδιά, η αμυντική θωράκιση που έχουμε κατασκευάσει για να προστατέψουμε τ” αδύνατα σημεία μας. Φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος για να κινηθούμε μέσα από τις απογοητεύσεις των σχέσεων, χωρίς να βλάψουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, είναι ν” ανοίξουμε περισσότερο την καρδιά, εκείνες ακριβώς τις στιγμές που θα θέλαμε περισσότερο να την κλείσουμε.
Όπως ακριβώς τα φράγματα σ” ένα ποτάμι μεγαλώνουν τη δύναμη του νερού που σπάζει πάνω τους, έτσι και τα εμπόδια στην τέλεια έκφραση της αγάπης, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους, μπορούν να μας βοηθήσουν να αισθανθούμε πιο έντονα τη δύναμη της αγάπης μας. Ανοίγοντας τα φράγματα της καρδιάς σ” αυτό το σημείο, δεν αφήνουμε να μπλοκαριστεί η ροή της αγάπης μ” αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας στάσιμος βάλτος.
Όταν βλέπουμε τα εμπόδια που υπάρχουν στην ελεύθερη έκφραση της αγάπης, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους, νιώθουμε πόνο, θυμό και απογοήτευση. Πώς μπορούμε ν” ανοίξουμε ακόμη περισσότερο την καρδιά σ” αυτό το σημείο, όταν ο πόνος που νιώθουμε μας κάνει να θέλουμε να κλειστούμε πίσω από ένα ακόμη πιο ισχυρό τείχος; Για να βρούμε ένα άνοιγμα στη μέση αυτού του πόνου, είναι σημαντικό να μην αρνηθούμε τον πόνο, ούτε να δείξουμε μια τεχνητή «αγάπη». Αυτό απλώς σπρώχνει τον πόνο και το θυμό ακόμη πιο βαθιά μέσα μας, πράγμα που μπορεί να έχει βλαβερές συνέπειες. Πρέπει αντίθετα ν” αρχίσουμε από το σημείο που βρισκόμαστε – πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να συν-υπάρξουμε, να συν-βρεθούμε, με τον πόνο μας ή ν” ανοιχτούμε στο θυμό που νιώθουμε επειδή δεν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες μας, καιν” αφήσουμε την κατάσταση έτσι χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Αυτό συνεπάγεται ζεστασιά και φροντίδα για τον εαυτό μας στην πράξη. Ανοίγοντας τον εαυτό μας στον πόνο της αγάπης, αιμορραγούμε: αυτή η αιμορραγία όμως μπορεί να βοηθήσει ν” αφυπνιστεί η καρδιά και να επιτρέψει να κυκλοφορήσει η ενέργεια που μπορεί να έχει στερεοποιηθεί μέσα μας.
Έτσι, όταν ερχόμαστε σ” επαφή μ” ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει μέσα μας στις περιπτώσεις που αισθανόμαστε τα εμπόδια της αγάπης – τον πόνο και την ευαισθησία της «ραγισμένης» καρδιάς – στην πραγματικότητα ανοίγουμε ακόμη περισσότερο την καρδιά. Ανοίγοντας την καρδιά μας στα πραγματικά μας συναισθήματα, χωρίς να προσπαθήσουμε να τ” αρνηθούμε ή να τ” αλλάξουμε, έτσι που να μας βολεύουν, εκδηλώνουμε καλοσύνη και φροντίδα προς τον εαυτό μας. Σ” αυτή την εμπειρία ανακαλύπτουμε ότι μπορούμε πραγματικά να δώσουμε στον εαυτό μας τη χωρίς όρους αγάπη που επιθυμούμε περισσότερο από καθετί. Η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να μας δώσει ποτέ όλα όσα χρειαζόμαστε, με τον τρόπο που τα χρειαζόμαστε. Όταν χρησιμοποιήσουμε αυτό τον πόνο για ν” αγγίξουμε ό,τι πιο τρυφερό και ζωντανό υπάρχει μέσα μας, αρχίζουμε ν” αφυπνιζόμαστε από τη «φτώχεια» τού να εξαρτιόμαστε από τους άλλους, και ερχόμαστε σ” επαφή με τη μεγαλοπρέπεια και τον πλούτο που υπάρχει μέσα μας.
Το ν” αγγίξουμε τα βάθη τ ων συναισθημάτων μέσα στην καρδιά μας μάς βοηθά επίσης να δούμε μέσα από τις ατέλειες των άλλων, και μας επιτρέπει ν” αγγίξουμε πιο εύκολα τη δική τους καρδιά. Όταν η καρδιά μας ραγίσει και ανοίξει, αφυπνιζόμαστε στο μυστήριο της αγάπης – το γεγονός ότι δεν μπορούμε παρά ν” αγαπάμε τους άλλους, παρ” όλο που μπορεί να μη μας αρέσουν κάποια πράγματα πάνω τους, για τον ένα και μοναδικό λόγο ότι μας αγγίζουν και μας συγκινούν. Φαίνεται πως εκείνο που αγαπάμε, δεν είναι μόνο η καρδιά τους, αλλά επίσης η πάλη της καρδιάς τους μ” όλα τα εμπόδια που συναντά στην ολοκληρωτική και ακτινοβόλα έκφρασή της. Είναι λες και η καρδιά μας θέλει να συμμαχήσει με την καρδιά των άλλων και να τους δώσει δύναμη στην πάλη τους να συνειδητοποιήσουν τη χωρίς όρους καλοσύνη της, πέρα απ” όλα τα ελαττώματα που βλέπουμε να υπάρχουν.
Μάλιστα, αν εκείνοι που αγαπάμε ήταν η τέλεια ενσάρκωση των όσων επιθυμούμε, μπορεί να μη μας συγκινούσαν τόσο βαθιά. Η ατέλειά τους μοιάζει να δίνει στην αγάπη μας μια λαβή, ένα σημείο επαφής. Τα εμπόδια της αγάπης είναι εκείνα που αναγκάζουν την καρδιά μας να ραγίσει και ν” ανοίξει, ν” απλωθεί και να επεκταθεί για ν” αγκαλιάσει όλα όσα είμαστε σαν άνθρωποι. Μ” αυτό τον τρόπο, η χωρίς όρους αγάπη γίνεται μια βαθιά συνειδητοποίηση και μια συνεχής πράξη, πέρα από την αρχική αυθόρμητη εμφάνισή της με την πρώτη λάμψη του έρωτα.
Αυτό το άνοιγμα της καρδιάς είναι η μετουσιωτική δύναμη στην αλχημεία της αγάπης που μας επιτρέπει να δούμε τη χωρίς όρους καλοσύνη των ανθρώπων μέσα σ” όλους τους περιορισμούς του εαυτού τους. Μας βοηθά να ξαναβρούμε την ομορφιά του δράκοντα και να συνειδητοποιήσουμε ότι η χωρίς όρους πλευρά και η με όρους πλευρά της ανθρώπινης φύσης είναι πάντα αλληλένδετες, για να δημιουργήσουν το όλο. Όταν η καρδιά ραγίσει και ανοίξει, η ακτινοβολία της αρχίζει, και μετά εξαπλώνεται προς τα έξω σαν συμπόνια προς όλα τ” άλλα όντα που έχουν μια τρυφερή καρδιά, που κρύβουν την τρυφερότητά τους από φόβο μην πληγωθούν και που χρειάζονται τη χωρίς όρους αγάπη μας για να ξυπνήσει και η δική τους καρδιά.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ