Η φράση μείνε όπως είσαι έχει ρίζες βαθιές, όμοιες με τον εαυτό μας. Ξέρεις, φορές υπάρχουν που φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν ένα δέντρο με απλωμένα τα κλαδιά του. Κλαδιά πότε γυμνά, πότε ντυμένα με ποικιλόχρωματα κομμάτια υφάσματος φτιαγμένου από φύλλα. Φύλλα που πέφτουν, φύλλα που στροβιλίζονται στον αέρα, φύλλα που χάνονται καθώς ο καιρός εξουθενώνεται και διαφεύγει σκυμμένος, έρποντας. Τούτες τις φορές που με φαντάζομαι με δένδρινο κι όχι δερμάτινο κορμό γέρνω από δω κι από κει προσπαθόντας να βρω ποιος άνεμος μου ταιριάζει, ποιος άνεμος θα στριφογυρίσει νότες στο αυτί μου και θα μου τραγουδίσει για να ξεχάσω ή για θυμηθώ. Μα εγώ δε θέλω να ξεχάσω, ξέρεις, ούτε και να θυμηθώ. Θέλω να χορέψω μαζί με το εκάστοτε φύσημα των αέριδων και να τυλιχτώ με το ανύπαρκτο φόρεμά μου, γιατί κατά βάθος φοβάμαι πως αν ανακαλύψει την πραγματική φύση μου θα διαφύγει και θα πάψει να είναι παρτενέρ μου. Φαίνεται ξεχνώ πως ο άνεμος αποχωρεί ούτως ή άλλως και δεν παραμένει στάσιμος πάνω από ένα δέντρο μονάχα. Και θέλω τόσα να του πω, μα δε μιλώ. Πιστεύω πως θα διαβάσει μια σιωπή. Μια σιωπή από εκείνες που καρτερείς να αποκρυπτογραφήσουν λες κι είναι πινακίδα αρχαίας γραφής. Είναι που η επικοινωνία με σιωπή είναι πιο θελκτική από εκείνη των λέξεων.
Μα κανείς δε διαβάζει τη σιωπή μου.
Παραμένω δέντρο για όσο διάστημα αντέχω κι είναι οι αντοχές μου ανυπέρβλητο κομμάτι των ριζών μου. Υπομονή συνυφασμένη με μια ύπαρξη που λαχταρά νερό σαν διψασμένη. Και περιμένω. Περιμένω πως η σιωπή θ' αναγνωριστεί, όχι γιατί κουράζομαι να μετουσιώσω άηχες λέξεις σε ηχηρές μα γιατί μ' έλκει το αφύσικο. Ποιος θεώρησε τη σιωπή ως τον πιο γλυκό ήχο που άκουσε ποτέ, μήπως ξέρεις; Εγώ δεν ξέρω και ψάχνω. Ψάχνω σε ανθρώπους, ψάχνω σε ζώα, ψάχνω σε βιβλία να μου εξηγήσουν γιατί η παρουσία μου ως δέντρο που στρίβει και ξεστρίβει σαν μπλεγμένο σχοινί μοιάζει τόσο λογική και συνάμα τόσο παράλλογη. Όταν είσαι δέντρο έχεις στοιχεία της γης: θέλεις να ριζώσεις κάπου. Μα οι ρίζες σου είναι ήδη χωμένες βαθιά στο σημείο που ευελπιστείς πως κάποιος θα ανακαλύψει με χαρά μικρού εξερευνητή σε κυνήγι χαμένου θησαυρού. Κι ο εξερευνητής δεν έρχεται κι εσύ ριζώνεις πιο βαθιά από ποτέ και στέκεις. Γυρίζεις από δω, γυρίζεις από κει κι αφήνεις τα φύλλα σου να σκεπάσουν γνωστούς αγνώστους που έρχονται και παρέρχονται εμπρός κι εντός σου. Και στο τέλος, τυλίγεσαι με το ίδιο κλινοσκέπασμα που κάποτε προστάτευες άλλους γιατί ξέχασες να προστατεύσεις εσένα κι έμεινες ακάλυπτη σε λόγια αέρινα. Σκέφτομαι, ξέρεις, και ξανασκέφτομαι. Βομβαρδίζω τον εαυτό μου με ιδέες κι όνειρα και περιμένω εσένα να ρθεις και να με πείσεις για κάτι που ήδη ξέρω. Να, ξέρεις, ήθελα, ξέρεις, να με ξεριζώσω από τούτο το σημείο και να μετοικήσω σ' ένα άλλο. Το κανα κάποτε, μα ήταν σκοτεινά κι ας νόμιζα πως ήταν ευήλιος ο χώρος. Ίσως τελικά αυτό που ψάχνω να 'ναι φως. Ένα φως εσωτερικό κι ένα φως εξωτερικό να μου δείξει πως οι ρίζες μου είναι εκεί. Μια αποδοχή φωτός θα εκπληρώσει σκέψεις και θα πληρώσει ζωή. Η ολοκλήρωση μιας ύπαρξης αναζητεί ένα κινητήριο μοχλό, ένα κουμπί να πατηθεί με δύναμη για να πυροδοτήσει μια αλληλουχία αντιδράσεων που θα έκανες ούτως ή άλλως. Ένα έναυσμα θέλω, ξέρεις. Μα δεν ξέρεις.
Κι έτσι σωπαίνω. Σωπαίνω ως δέντρο γυμνό κι ως δέντρο ντυμένο.
Παρατηρώ τα κλαδιά μου να υψώνονται στο γαλάζιο θόλο που στέκει απειλητικός απάνω μου και με τοποθετεί εντός ενός κύκλου με διάμετρο αδύνατη να μετρηθεί. Και σκέφτομαι, πως σκέφτομαι, ξέρεις, πως οι ρίζες μου είναι εκεί ακόμη. Μεγαλώνουν και με θρέφουν να μεγαλώσω τα κλαδιά που ίσως κάποτε αγγίξουν τούτο τον κύκλο. Ίσως και να 'ναι τούτα τα κλαδιά, κλειδιά μιας ορατής πύλης που παιχνιδίζει με το φως και κρύβεται πίσω από σύννεφα. Ψυχρές μάζες ψυχρών ανθρώπων τυλίγουν τα κλαδιά που κι εκείνα, ξέρεις, ελπίζουν πως θα αναφλεχτούν μα δε θα καούν. Μπορεί και να μαυρίσουν και να 'ναι πιο επιρρεπή σε σπίθες που δεν είναι σπίθες τελικά.
Και σωπαίνω, ξέρεις, περιμένοντας. Περιμένοντας σε, σωπαίνω.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ