Της Ειρήνης Βακαλοπούλου
ή διαφορετικά τι σχέση μπορεί να έχουν ο Φερνάντο Πεσσόα, «Τα Πουλιά» του Χίτσκοκ, ένας μυστηριώδης ξένος και η τελευταία ταινία του Μπέλα Ταρ
“Early this mornin’,
when you knocked upon my door,
and I said,”Hello, Satan,”
I believe it’s time to go,
me and the Devil
was walkin’ side by side,
and I’m goin’ to beat my woman,
until I get satisfied”
Robert Johnson, Me and the Devil blues
Ποιά θα μπορούσε να είναι η σχέση μεταξύ Πεσσόα, Χίτσκοκ, ενός μυστήριου κυρίου και του Μπέλα Τάρ; Κάποια έργα των παραπάνω βρίσκουν κοινό παρανομαστή τον Σατανά. Αν δούμε από το πρισματικό πεδίο αυτών των δημιουργών, αντιλαμβανόμαστε πως η διαβολική φύση του ανθρώπου είναι αυτή η οποία δημιούργησε τον Εωσφόρο και τον έχρισε δημιουργό των περισσότερων δεινών του. Οι στρατηλάτες της έβδομης και συγγραφικής Τέχνης αποδεικνύουν πως ίσως τελικά είναι η ηθική αίσθηση του ίδιου του ανθρώπου να ενοχοποιεί τον Διάβολο, ο οποίος σύμφωνα με αυτούς, τοποθετείται στην σφαίρα της ανθρώπινης φαντασίας.
Το 1963, κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ταινία “Τα Πουλιά” του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Η Tippi Herden αγοράζει από ένα pet shop τους μικρούς παπαγάλους (lovebirds) όπου και αποφασίζει κάνοντας ένα μικρό ταξίδι σε μία επαρχιακή περιοχή της Καλιφόρνια, να τους χαρίσει στον αγαπημένο της Rod Taylor. Από αυτό το σημείο αρχίζουν τα βάσανα όχι μόνο για την πρωταγωνίστρια του έργου, αλλά και για τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής. Η μητέρα του Taylor δεν δέχεται την κοπέλα για σύντροφο του γιού της και η πρώην εράστρια αυτού θρέφει γι’αυτήν και πάλι μία υπερτροφική ζήλια. Όταν αρχίζει ο σπαρακτικός καταιγισμός των πουλιών στην ανθρώπινη σάρκα, όλοι οι κάτοικοι πιστεύουν πως έφτασε η ώρα της Αποκάλυψης και ο Σατανάς τους έχει κυριολεκτικά κυριέψει. Κατά βάση όμως, οι γυναικείοι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας, έρχονται μέσα από τον φθόνο, τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα, να προκαλέσουν όλο αυτό το κακό. Σαν προέκταση λοιπόν της ίδιας της φύσης, έρχεται η γυναικεία να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας όπου και απελευθερώνονται από μέσα όλα τα κακά. Με το τέλος της ταινίας επέρχεται ο εξαγνισμός, δηλαδή η συμφιλίωση αυτών των γυναικών και τα πουλιά απομακρύνονται στο ρομαντικό δείλι. Κατ’ αυτόν τον αλληγορικό τρόπο, ο Χίτσκοκ αποτυπώνει την διαβολική ανθρώπινη φύση η οποία και δελεάζει τον ερχομό του κακού.
«Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ’αλήθεια ο Διάβολος, ένας επαρχιώτης, και γι’αυτό δεν κάνω κακό». Με αυτά τα λόγια απευθύνεται στην Παρθένο Μαρία ο Διάβολος, σε μία τυχαία αλλά ταυτόχρονα ρομαντική κατά κάποιο τρόπο συνάντηση που έχουν οι δυό τους στο διήγημα «Η Ώρα του Διαβόλου» του Φερνάντο Πεσσόα. Συνώνυμο το νόημα αυτού του γραπτού, του μυστικιστή Πορτογάλου συγγραφέα, με τον Χίτσκοκ ο οποίος έρχεται να απενοχοποιήσει από μέρους του τον Σατανά, ως προξενητή των κακών που συμβαίνουν στον άνθρωπο. Ο Διάβολος εδώ εμφανίζεται σαν Όν της συγγραφικής τέχνης και συγκεκριμένα της ποίησης, και όχι σαν δημιουργός όλων των πραγμάτων όπως είναι ο Θεός. Δεν είναι αυτός που δημιούργησε τον άνθρωπο, τα ελλατώματα αυτού, το σύμπαν και τη φύση. Υποστηρίζει πως ο άνθρωπος τον δημιούργησε με σκοπό να υποσκιάζει τις αδυναμίες του, την ατελή, ανολοκλήρωτη ύπαρξή του. Βέβαια, αν αποστολή Θεού και ανθρώπου είναι να δημιουργούν, η αποστολή του Διαβόλου είναι να κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται δίχως να αποκλείονται τα πονηρά όνειρα, διότι ο καθένας διατηρεί μέσα του ενδόμυχες τέρψεις, φευγαλέες εικόνες του επιθυμητού. Όπως άλλωστε είναι και το αισθαντικό άγγιγμα της Παναγίας με τον Σατανά στην κορύφωση της πλοκής του αναφερόμενου διηγήματος.
Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Σατανάς –ίσως και δικαιολογημένα- βρίσκει χώρο στις μύχιες ερωτικές σκέψεις, με τον ίδιο τρόπο και η επιθυμία δεν είναι μέρος της ανθρώπινης σφαλερότητας ;
Το παραπάνω έρχεται να μας το επιβεβαιώσει και ο Αντονέν Αρτώ με το βιβλίο του «Ο Καλόγερος» σαν ακρογωνιαίος λίθος της σατανικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα εξιστορεί την ζωή ενός καλόγερου ο οποίος καταβάλλεται από το πνεύμα του Σατανά κάνοντάς τον να συμπεριφέρεται ανεξέλεγκτα στα ερωτικά του πάθη, ώσπου στο τέλος καταλήγει βιαστής και μπλέκεται σε σεξουαλικά όγρια. Στο επίλογο διαλέγει αντί να κρεμαστεί, να πουλήσει την ψυχή του στον Διάβολο. Ο Γάλλος σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν θεωρεί τον Καλόγερο ως ένα από τα αριστουργήματα του φανταστικού μυθιστορήματος.
«Η σκληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης». Με αυτήν την πρόταση συνόψισε ο Μπέλα Ταρ το νόημα της τελευταίας του ταινίας «Το Άλογο του Τορίνο» ή και διαφορετικά το πόσο δύσκολο είναι να ζει μια νεαρή κοπέλα με τον γέρο πατέρα της σε μία καλύβα στην επαρχία της Ουγγαρίας. Πόσο δύσκολο είναι σαν αυτήν να μεταφέρεις νερό, όλους τους μήνες του χρόνου από το πηγάδι. Μία εξουθενωτική βιοπάλη η οποία βρίσκει κάτοπτρο της την επανάληψη σκηνών κάθε φορά από διαφορετική κινηματογραφική προοπτική. Τα κατ’ εξακολούθηση λάθη και δυσκολίες της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες βρίσκουν αριστοτεχνικό καταφύγιο στην ταινία αυτή. Κάποια στιγμή όμως που η κόρη διαβάζει ένα αντί-Βιβλικό κείμενο (το οποίο έχει αναφορές από τον «Αντίχριστο» του Νίτσε) ακούγεται το χτύπημα της πόρτας. Ένας άνδρας φαλακρός που φοράει ψεύτικη γούνα και δαχτυλίδια, όπου στο πρόσωπο αυτού αποκρυπτογραφείται ο ίδιος ο Σατανάς, κάθεται στο τραπέζι με τον γέρο άντρα και μονολογεί:
« Θα έλεγα πως οι άνθρωποι έχουν καταστρέψει και εξεφτελίσει τα πάντα και αυτό δεν είναι κάποιο είδος καταυλισμού που συμβαίνει με τη δήθεν αθώα ανθρώπινη βοήθεια. Αντιθέτως, πρόκειται για την ίδια τιμωρία του ανθρώπου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό [...] Τολμώ να πω πως ο άνθρωπος συμμετέχει σε ότι συμμετέχει και ο Θεός, είναι η πιό απεχθή δημιουργία που μπορείς να φανταστείς».
Το Έσελντορφ ήταν ένας παράδεισος για τα παιδιά και για τους υπόλοιπους κατοίκους. Κανείς δεν ενοχλούσε αυτή τη μεσαιωνική πόλη της Αυστρίας όπου η ζωή κυλούσε απλά και ήρεμα. Η εκπαίδευση των κατοίκων, βασιζόταν στο να είναι όλοι καλοί χριστιανοί και να σέβονται την Παρθένο Μαρία, την εκκλησία και τους αγίους. Ώσπου κάποια στιγμή ένας μυστηριώδης ξένος επισκέπτεται το μέρος αυτό κάπου το 1500 και σαν ταχυδακτυλουργός τους φανερώνει το χρήμα, εκλεκτά φαγητά και σπίτια. Οι κάτοικοι τότε αρχίζουν να αντιπάλονται δείχνοντας τρομερή απληστία. Στο τέλος ο ξένος αποχωρεί ήσυχος και πεπεισμένος πως ο άνθρωπος και η φύση του είναι κολασμένοι, πως ο Θεός σιγοντάρισε σε αυτό, να ακολουθούν οι άνθρωποι ηθικούς κανόνες ενώ ο ίδιος δεν το κάνει. Δημιούργησε τους ανθρώπους και έπειτα τους κατηγόρησε για τις πράξεις τους. Ο μυστηριώδης ξένος είναι φυσικά ο Σατανάς, τίτλος της τελευταίας ομόνυμης νουβέλας του Μάρκ Τουαίν (1919).
Για το τέλος, παραθέτω τα τελευταία συγγραφικά λόγια του γνωστού όχι μόνο παραμυθά αλλά και εκφραστή μιάς πάγιας αλήθειας:
«Δεν υπάρχει Θεός, ούτε ανθρώπινο είδος, δεν υπάρχει παράδεισος ούτε και κόλαση, όλα είναι ένα όνειρο. Ένα χοντροκομμένο ανόητο όνειρο. Και εσύ δεν είσαι δεν είσαι τίποτα περισσότερο από μια περιπλανώμενη, άχρηστη, άστεγη σκέψη που περιφέρεται απελπισμένη στην έρημη αιωνιότητα».
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ