Η έννοια της μαγείας στην αρχαία Ελλάδα
Η μαγεία χαρακτηρίζεται ως μια τεχνική που βασίζεται στη πίστη ότι υπάρχουν δυνάμεις στην ανθρώπινη ψυχή και στο σύμπαν έξω από εμάς. Η τεχνική αυτή αποβλέπει στο να επιβάλει την ανθρώπινη θέληση στη φύση ή τα ανθρώπινα όντα, χρησιμοποιώντας δυνάμεις πέραν των αισθήσεων. Σε τελευταία ανάλυση ίσως είναι μια πίστη στις απεριόριστες δυνάμεις της ψυχής[i].
Όλοι οι μελετητές συμφωνούν στην ετυμολογία της ελληνικής λέξης μαγεία και αποδίδουν την ρίζα της στην παλαιοπερσική λέξη makus, ονομασία που χαρακτήριζε ένα μέλος μίας αρχαίας μηδικής φυλής ή κάστας. Γύρω στο 480 π.Χ, ο Ηρόδοτος κάνει την πρώτη αναφορά σε αυτό το γένος, τους παρουσιάζει ειδικούς σε θρησκευτικά θέματα με υπεράνθρωπες δυνάμεις, ικανούς να εξευμενίζουν τους θυελλώδεις ανέμους με επωδές και γητέματα (καταείδοντες) και γνώστες ισχυρών φαρμάκων (φαρμακεύσαντες). Ο όρος μαγεία στην ελληνική γραμματεία, εμφανίζεται τον 5ο αιώνα στο <<Ελένης εγκώμιον >> του Γοργία. Η ύπαρξη επαγγελματιών μάγων μαρτυρείται ήδη από τον ύστερο 6ο αιώνα σε κείμενα του Ηράκλειτου (500 π.Χ),ενώ η χρήση μαγικών πρακτικών επιβεβαιώνεται από άφθονα αρχαιολογικά ευρήματα από τον 5ο αιώνα π.Χ και ύστερα[ii].
Εντούτοις, η μαγεία στον ελλαδικό χώρο δεν είναι ένα δημιούργημα που υιοθετήθηκε από την Ανατολή, αντιθέτως είναι ένα φαινόμενο που δεν έλειψε από καμία εποχή του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η αρχή της κοσμικής συμπάθειας που χαρακτηρίζει τη μαγεία, δηλαδή η σύνδεση όλων των δημιουργημάτων της φύσης[iii], συναντάται και στην προ-ιπποκρατική ιατρική. Για παράδειγμα, ένα φυτό που θύμιζε το σχήμα του ήπατος, ήταν ιδανικό για την θεραπεία παθήσεων στο ήπαρ. Μαγικές πρακτικές εντοπίζονται και στα κείμενα του Ομήρου, με τη μορφή των μαγικών επωδών, των φαρμάκων και της ύπαρξης νεκυοδαιμόνων. Επομένως, οι καταβολές της μαγείας πρέπει να αναζητηθούν όχι στα ιστορικά χρόνια, αλλά ακόμα παλαιότερα[iv].
Σύμφωνα με τον Marrett, μαγεία και θρησκεία έχουν κοινές ρίζες. Η λατρεία της Θεάς Γης που κυριάρχησε στα προϊστορικά χρόνια, έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις πρακτικές της μαγείας που αναπτύχθηκαν αργότερα, λ.χ. ρίζες, βότανα, μανιτάρια. Όλα αυτά είναι δώρα της Γης που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στις μαγικές συνταγές των μετέπειτα χρόνων. Απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι ότι στις θυσίες στο πλαίσιο τελετών μαγείας είναι η απαγόρευση της χρήσης σιδερένιων μαχαιριών. Το γεγονός αυτό πιθανόν να υποδηλώνει τη γέννηση αυτής της παράδοσης κατά την εποχή του λίθου ή του χαλκού[v].
Ένας βασικός παράγοντας της διαμόρφωσης του φαινομένου της μαγείας είναι η σύγκρουση του παλαιού με το νέο κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, όταν στον ελλαδικό χώρο ήρθαν τα ελληνικά φύλα, η θρησκεία επαναδιαμορφώθηκε. Νέα στοιχεία προστέθηκαν, ενώ πολλά από τα παλαιά στοιχεία που απορρίφθηκαν είναι πιθανό να επιβίωσαν στον κόσμο της μαγείας. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στην επαφή με ξένους πολιτισμούς. Πρακτικές ξένων θρησκειών, που διέφεραν σημαντικά από την ελληνική λατρευτική τελετουργία, είναι δυνατό να περιθωριοποιήθηκαν από τους Έλληνες, όντας ακατανόητες για αυτούς[vi]. Η μαγεία,λοιπόν, δεν είναι μία στατική έννοια στην ελληνική αρχαιότητα, εξελίσσεται στα πλαίσια της κοινωνίας όπως και η θρησκεία.
Η μαγεία στην αρχαία Ελληνική κοινωνία
Α) Θρησκεία και Μαγεία: Σύνδεση και Διαφοροποίηση
Σε μια πολυθεϊστική κοινωνία, όπως η ελληνική, που διακατέχεται από τη δεισιδαιμονία και τον ανιμισμό, με έντονο το θεοκρατικό στοιχείο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα όρια της μαγείας και της θρησκείας. Στα ομηρικά έπη η Αφροδίτη δίνει στην Ήρα ένα μαγεμένο ύφασμα για να προκαλέσει στον Δία ερωτικό πόθο. Ο Nilson διακρίνει ίχνη μαγικών στοιχείων στην αρχαία ελληνική μυθολογία, εν αντιθέσει με άλλους μύθους σύγχρονων ξένων πολιτισμών[vii]. Τα ίχνη αυτά ,όμως, επιτρέπουν τον συλλογισμό ότι υπάρχει όντως μία μορφή σύνδεσης ή συμβίωσης ανάμεσα στην θρησκεία και στην μαγεία, η οποία επιβεβαιώνεται κι από την θρησκευτική χροιά που διέπει τα μαγικά κείμενα[viii].
Η διαφορά των δύο παραπάνω εννοιών έγκειται στα κίνητρα, στα μέσα δράσης και τους στόχους, και αυτή η ειδοποιός διαφορά οδηγεί στην σταδιακή περιθωριοποίηση της μαγείας στην ελληνική κοινωνία και στην αρνητική σημασία που της αποδίδεται τελικά τον 5ο αιώνα, η οποία κυριαρχεί στην συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η θρησκεία προς το τέλος του 6ου αιώνα και ιδίως στους κλασσικούς χρόνους αναδιαμορφώνεται μέσα από το πρίσμα των φιλοσοφικών αντιλήψεων. Ξεφεύγει από τον ανθρωπομορφισμό του Ομήρου, οι θεοί των Ελλήνων δεν είναι πλέον όμοιοι με τους ανθρώπους, δεν τους διακρίνει μόνο η αθανασία και η αιώνια νεότητα[ix]. Αντιλήψεις περί ηθικής εισάγονται στην ελληνική θρησκεία και το Θείο αποκτά έναν πιο υπερβατικό ρόλο, τα όρια του ανθρώπινου και θεϊκού κόσμου γίνονται πιο σαφή και η σωστή σχέση των δύο αυτών κόσμων εξασφαλίζει την ευημερία του συνόλου. Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο η μαγεία ορίζεται αντιθετικά από την επίσημη θρησκεία της πόλης.
Σε αντίθεση με τον πιστό που προσπαθεί να εξασφαλίσει τη θεϊκή βοήθεια υπακούοντας στο θέλημα του θεού, ο μάγος διαθέτοντας μυστική γνώση, εξαναγκάζει αυτή τη βοήθεια και προσπαθεί να εξισωθεί με το θείο, όπως και οι μυστηριακές λατρείες . Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να επέμβει στη σφαίρα του υπερφυσικού κόσμου. Όμως, μέσω της μαγείας ο θνητός διεκδικεί αυτήν την ιδιότητα, οικειοποιείται θεϊκές δυνάμεις, ανατρέποντας την τάξη του κόσμου θεών και ανθρώπων[x].
Η μαγεία ,λοιπόν,είναι μία αντικοινωνική συμπεριφορά, θεωρείται ηθικά επιλήψιμη τόσο απέναντι στους ανθρώπους όσο και στους θεούς. Εξαλείφει την ελεύθερη βούληση των θεών, θέτοντας την πόλη σε κίνδυνο, αφού η απαραίτητη θεϊκή εύνοια τίθεται εν αμφιβόλω. Γίνεται επιθετική και βλαπτική απέναντι στους πολίτες, εξυπηρετώντας ατομικιστικούς σκοπούς και διαταράσσει την συνοχή και την ευημερία της πόλης που εξασφαλίζει η θρησκεία.
Η διαφορά των δύο παραπάνω εννοιών έγκειται στα κίνητρα, στα μέσα δράσης και τους στόχους, και αυτή η ειδοποιός διαφορά οδηγεί στην σταδιακή περιθωριοποίηση της μαγείας στην ελληνική κοινωνία και στην αρνητική σημασία που της αποδίδεται τελικά τον 5ο αιώνα, η οποία κυριαρχεί στην συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η θρησκεία προς το τέλος του 6ου αιώνα και ιδίως στους κλασσικούς χρόνους αναδιαμορφώνεται μέσα από το πρίσμα των φιλοσοφικών αντιλήψεων. Ξεφεύγει από τον ανθρωπομορφισμό του Ομήρου, οι θεοί των Ελλήνων δεν είναι πλέον όμοιοι με τους ανθρώπους, δεν τους διακρίνει μόνο η αθανασία και η αιώνια νεότητα[ix]. Αντιλήψεις περί ηθικής εισάγονται στην ελληνική θρησκεία και το Θείο αποκτά έναν πιο υπερβατικό ρόλο, τα όρια του ανθρώπινου και θεϊκού κόσμου γίνονται πιο σαφή και η σωστή σχέση των δύο αυτών κόσμων εξασφαλίζει την ευημερία του συνόλου. Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο η μαγεία ορίζεται αντιθετικά από την επίσημη θρησκεία της πόλης.
Σε αντίθεση με τον πιστό που προσπαθεί να εξασφαλίσει τη θεϊκή βοήθεια υπακούοντας στο θέλημα του θεού, ο μάγος διαθέτοντας μυστική γνώση, εξαναγκάζει αυτή τη βοήθεια και προσπαθεί να εξισωθεί με το θείο, όπως και οι μυστηριακές λατρείες . Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να επέμβει στη σφαίρα του υπερφυσικού κόσμου. Όμως, μέσω της μαγείας ο θνητός διεκδικεί αυτήν την ιδιότητα, οικειοποιείται θεϊκές δυνάμεις, ανατρέποντας την τάξη του κόσμου θεών και ανθρώπων[x].
Η μαγεία ,λοιπόν,είναι μία αντικοινωνική συμπεριφορά, θεωρείται ηθικά επιλήψιμη τόσο απέναντι στους ανθρώπους όσο και στους θεούς. Εξαλείφει την ελεύθερη βούληση των θεών, θέτοντας την πόλη σε κίνδυνο, αφού η απαραίτητη θεϊκή εύνοια τίθεται εν αμφιβόλω. Γίνεται επιθετική και βλαπτική απέναντι στους πολίτες, εξυπηρετώντας ατομικιστικούς σκοπούς και διαταράσσει την συνοχή και την ευημερία της πόλης που εξασφαλίζει η θρησκεία.
Β) Η Μαγεία Στο Μύθο και Στον Λόγο
Τα παραδείγματα της Κίρκης και της Μήδειας, των δύο πλέον χαρακτηριστικών μαγισσών, είναι χρήσιμα προκειμένου να διερευνήσουμε το φαινόμενο της μαγείας στην Αρχαία Ελλάδα. Το παράδειγμα της Σιμαίθας, της ποιητικής μάγισσας του Θεόκριτου ολοκληρώνει αυτή την διερεύνηση, καθώς παρουσιάζει την εικόνα της γυναίκας-μάγισσας στην ελληνιστική εποχή.
i)Κίρκη-το αρχέτυπο της μάγισσας
Η πρώτη αναφορά σε μαγικές πρακτικές εντοπίζεται στα έργα στου Ομήρου. Η Κίρκη εμφανίζεται ως η πρώτη μάγισσα του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η ανάλυση του προσώπου της μέσα από το λόγο του Ομήρου θα οδηγήσει σε μία καλύτερη προσέγγιση του φαινομένου της μαγείας στην ελληνική κοινωνία, αφού αποτελεί το αρχέτυπο της μάγισσας των επόμενων αιώνων που θα κυριαρχήσει στη φαντασία των Ελλήνων.
Η Κίρκη της Οδύσσειας αναφέρεται ως <<θεά>> ,είναι κόρη του Ήλιου, ενός θεού της αρχαίας μυθολογίας που δεν ανήκει στο δωδεκάθεο του Ολύμπου. Αποκαλείται Λαγγύστις, δηλαδή είναι ξένη. Παρουσιάζεται ως μία γυναίκα, η οποία αν και έχει θεϊκή καταγωγή, ζει απομονωμένη σε ένα νησί, το οποίο κατοικείται από άγρια ζώα. Η συμπεριφορά των λιονταριών και των λύκων, που αναφέρονται από τον Όμηρο, είναι αφύσικη. Τα άγρια ζώα εκδηλώνονται υποτακτικά απέναντι στην κυρά τους, σηκώνονται στα πισινά τους πόδια για να δεχτούν το άγγιγμά της. Επομένως, είναι μία γυναίκα που ζει στο περιθώριο, έξω από τους νόμους της κοινωνίας,ικανή να υποτάσσει ακόμη και τις άγριες δυνάμεις της φύσης.
Όταν εμφανίζονται οι σύντροφοι του Οδυσσέα, δημιουργεί μία ψευδαίσθηση. Το σαγηνευτικό της τραγούδι αποπνέει ερωτισμό σε αυτούς τους άνδρες, ένα ψεύτικο βάλσαμο σε όλες τις κακουχίες που πέρασαν. Σε πρώιμες αρχαϊκές απεικονίσεις, η Κίρκη παρουσιάζεται γυμνή ,με έκδηλη την σεξουαλικότητα της, να υποδέχεται τους συντρόφους του Οδυσσέα (εικ.1).
Η αντικοινωνική της συμπεριφορά εκδηλώνεται όταν καταπατά την αρχή της φιλοξενίας που ορίζει ο Ξένιος Δίας. Προσφέρει στους συντρόφους του Οδυσσέα ένα μείγμα από τυρί, κριθάρι και κρασί από την Πράμνη, αντί της τροφή που ορίζει η παράδοση, δηλαδή κρέας και κρασί. Σύμφωνα με την μελέτη της Ν. Μαρινάτου, το μείγμα αυτό ταιριάζει καλύτερα σε νεκρούς παρά σε ζωντανούς. Προσφέροντας ένα ποτό που θυμίζει χοές, παραδίδει τους άνδρες του Οδυσσέα στον Άδη[xi]. Στη συνέχεια, προσθέτει στο φαγητό λυγρά φάρμακα, δηλητηριώδεις φυτικές ουσίες, και μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φαρμάκων. Η επιθετική της συμπεριφορά κορυφώνεται όταν τους χτυπά με το ραβδί της και μεταμορφώνονται σε γουρούνια. Ο Όμηρος περιγράφει ξεκάθαρα μια συνολική μαγική διαδικασία και η ‘’θεά’’ Κίρκη μετατρέπεται, πλέον, σε μία πανίσχυρη κακιά μάγισσα.
Αυτή η μάγισσα, που αποπλανεί και εξοντώνει τους άνδρες με τα μάγια της, στο ομηρικό έπος υποτάσσεται, τελικά, στην ισχύ του αρσενικού[xii]. Ο Οδυσσέας χρησιμοποιώντας το μώλυ, (από το ρήμα μολύω, δηλαδή, αφανίζω)[xiii] αντίδοτο στα φάρμακα της Κίρκης που έλαβε με τη θεϊκή βοήθεια του Ερμή κατορθώνει να απογυμνώσει την μάγισσα από τα όπλα της. Σε αυτό το σημείο του μύθου παρουσιάζεται μία σύγκρουση της θεάς και του θεού, όπου ο Ερμής ως ανώτερος θεός του Δωδεκάθεου εξοντώνει τις δυνάμεις της Κίρκης. Στη συνέχεια, ο Οδυσσέας με την απειλή του σπαθιού μετατρέπει την μάγισσα σε ερωτική σύντροφο και αρωγό.
Υποσημειώσεις
[i] Ρήσος Δημήτρης, Η μαγεία στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο, εκδ εξάντας, Αθήνα,2003, σελ. 11
[ii] Πετρόπουλος Ιωάννης, Η μαγεία στην ελληνική αρχαιότητα, στο Αρχαιολογία 70 ,Αθήνα
,1999, σελ. 6
[iii] Ό.π., Ρήσος Δημήτρης, σελ. 12
[iv] Βακαλούδη Αναστασία, Η εξέλιξη της μαγείας από την αρχαιότητα εως του πρώτους χριστιανικούς χρόνους, εκδόσεις,: Κέδρος, Αθήνα, 2001, σελ. 35-36 και σχόλια από την Μήδεια του Ευριπίδη
[v] Ό.π., Δημήτρης Ρήσος, σελ. 13-14
[vi] Ό.π., σελ. 15-16
[vii] Nilsson M.P., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, μτφρ: Παπαθωμοπούλου Αικατερίνη, Εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα, 1990, σελ. 73
[viii] Ό,π Ρήσος σελ. 15
[ix] Ό.π., Βακαλούδη Αναστασία, σελ. 34
[x] Graf Fritz, Η μαγεία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μτφρ: Μυλωνόπουλος Γ., Ηράκλειο, 2004, σελ. 33
[xi] Πετρόπουλος Ιωάννης, Η μαγεία στον Όμηρο, στο Η Μαγεία στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Σειρά: Επιστήμης Κοινωνία, Αθήνα, 2008, σελ. 40
[xii] Μαρινάτου Νανώ, Η Μαγεία, τα Φυλαχτά και η Κίρκη, στο Αρχαιολογία, τεύχος 70,Αθήνα,1999 σελ. 13-15
[xiii] Ό.π., σελ. 13
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ