«Ανάμεσα στο ’83 και στο ’87, έτος που τελικά κατέβηκα στην Αθήνα, ταξίδευα πολύ συχνά Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Έβλεπα λοιπόν τα σκοτωμένα ζώα στην εθνική οδό. Αυτή η εικόνα μου προξενούσε τεράστια αγανάκτηση, όχι μόνο για το θάνατο των ζώων, αλλά και επειδή κανείς δεν απέσυρε από το οδόστρωμα και δεν μεριμνούσε για τη σωρό τους. Το θεωρούσα φρικώδες κι απίστευτα προσβλητικό για τον πολιτισμό μας. Μετά, πήγα στο στρατό το Σεπτέμβρη του ’90. Εκεί, λοιπόν, εγώ, ένας άνθρωπος που μέχρι τότε ζούσα μεταξύ πανεπιστημίων και ροκ συγκροτημάτων, μεταξύ Ελλάδας κι εξωτερικού, βρέθηκα στο “τσαντίρι του ελληνισμού”, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ήξεραν πότε γεννήθηκαν, δεν γνώριζαν γραφή, άνθρωποι νέοι που μιλούσαν με εκατό όλες κι όλες λέξεις, ανυπεράσπιστοι και αδαείς, αντιμέτωποι με αυτή τη βλακώδη όσο και γελοία εθνικιστική ιεραρχία κάποιων ανθρώπων του στρατεύματος, που δεν έχει καμμία σχέση με την ελληνική υγιή φιλοπατρία. Είχα μαζί μου στο στρατόπεδο στην Τρίπολη τα άπαντα του Σεφέρη και διάβασα ξανά το περίφημο ποίημά του με τον στίχο “Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει”, που ’ναι γραμμένο πριν από τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Διαπίστωσα ότι όλα αυτά που έγραφε παρέμειναν αμετάβλητα κι ότι καμμιά αλλαγή προς το καλύτερο δεν είχε συντελεστεί! Έγραψα λοιπόν ένα τραγούδι που στην αρχή ήθελα να ’ναι ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτό το τίποτα. Όμως, λίγο-λίγο, άρχισαν κι άλλοι ήρωες να μου έρχονται στο μυαλό, όπως ο Τσιτσάνης, στον οποίο παραπέμπει ο στίχος “τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια” (“Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες”), ή ο Σολωμός, γιατί από τον “Ύμνο εις την ελευθερίαν” αντλεί το τραγούδι μου το εύρημα της ερώτησης στην προσωποποιημένη Ελλάδα “Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω .... Εσύ που .... μόνο για λίγο ξαποσταίνεις ...”. Άρχισα δηλαδή να συνειδητοποιώ ότι η Ελλάδα “μου” ήταν η ίδια κι αμετάβλητη με την Ελλάδα που βίωνε ο Σολωμός! Κατάλαβα λοιπόν ότι έπρεπε να γράψω ένα τραγούδι στο οποίο ο θυμός μου να επιτρέπει στον ακροατή να βρει ένα δρόμο. Κι ο δρόμος είναι ο καθρέφτης. Το πιο σημαντικό νομίζω σ’ αυτό το τραγούδι δεν είναι τόσο τα άλλα του σύμβολα, η μπάλα, οι ψηφοφόροι, η διαπλοκή κι η ανοησία, αλλά αυτό που λέει στο ρεφρέν του : “Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι”. Γι’ αυτό αρέσει αυτό το τραγούδι, επειδή, έτσι πιστεύω, όλοι όσοι το ακούνε έχουν σκεφτεί και αισθανθεί όσα λέει, πολλές φορές ιδιωτικά ο καθένας τους. Όλοι ξέρουμε ότι εμείς φταίμε». |
«Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει» Μουσική – στίχοι : Γιώργος Ανδρέου Ερμηνείες : Ελένη Βιτάλη (δίσκος : «Η πόλη που ονειρεύτηκα» / 1991), Γιώργος Νταλάρας(δίσκος : «Ζωντανή ηχογράφηση στην Ιερά Οδό ΙΙ» / 1998) Στους εθνικούς σου δρόμους λάστιχα σκασμένα και ζώα σκοτωμένα. Στου κράτους σου τους νόμους όνειρα κλεμμένα, χαρτιά σημαδεμένα. Πολίτες δίχως πόλη, οπλίτες δίχως βόλι, οι λίγοι ψυχωμένοι κι οι άλλοι ξοφλημένο.ι Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω; Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις. Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι. Τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια, σκυλάδικα, σκοτάδια. Της ψήφου τα στραβάδια, του γήπεδου κοπάδια σου κλέβουνε τα χάδια. Αρχαία μεγαλεία, ερείπια, σχολεία, τα αγάλματα σωπαίνουν κι οι ποιητές πεθαίνουν.... Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω; Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις. Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι. Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι. Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής |
Αλέκος Χρυσόπουλος
http://www.e-orfeas.gr
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ