«… αντιλαμβάνομαι μέσα μου κάτι σαν σημείον θείον και υπερφυσικόν… Τούτο δε, το οποίον ήρχισεν από την παιδικήν μου ηλικίαν, είναι έν είδος φωνής, η οποία ομιλεί και πάντοτε μεν με αποτρέπει, από τούτο το οποίον μέλλω να πράξω, ουδέποτε δε με προτρέπει …» Πλάτωνος Απολογία του Σωκράτους 31cd.
«Ίσως σας φανεί άτοπο ότι εγώ περιφέρομαι εδώ και κει και δίνω συμβουλές στον καθένα και πολυπραγμονώ, ενώ δεν τολμώ να ανέβω στο δημόσιο βήμα και να απευθυνθώ σε σας, στον δήμο, λέγοντας τη γνώμη μου για τα...πράγματα της πόλης. Αιτία γι' αυτό είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου παρουσιάζεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω.»
Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου. [...] Είμαστε σίγουροι ότι το δαιμόνιο έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στην προσωπικότητα του Σωκράτη. Εικάζουμε ότι αυτή η προσωπική επικοινωνία του με το θείο ήταν κάτι που ενοχλούσε πολλούς από τους συγχρόνους του, ιδίως επειδή ο θεός που επικαλείται ο Σωκράτης ήταν ο Απόλλων, ο ευνοούμενος θεός της αριστοκρατικής παράταξης της Αθήνας. Και θεωρούμε πιθανό ότι το δαιμόνιο εμμέσως ή αμέσως έπαιξε ρόλο στη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη...
Έτσι υπήρχε λοιπόν ένα πρόβλημα αρκετά έντονο για τους αρνητές ή επικριτές του δαιμονίου του Σωκράτη. Από τη μία το κατέκριναν από την άλλη όμως δεν είχε αποδειχθεί ποτέ ότι έλεγε ψέματα. Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει την περίπτωση μιας μάχης στην Πάρνηθα: μια ομάδα ιππέων σκοτώθηκαν, γιατί δεν ακολούθησαν το δρόμο που τους οδηγούσε ο Σωκράτης. Το δαιμόνιο τον απέτρεπε να πάει από το δρόμο όπου φαίνεται ότι τους περίμεναν οι εχθροί. Όσοι δεν τον άκουσαν πήγαν από αυτόν το δρόμο και σκοτώθηκαν. Τότε, σημειώνει ο Πλούταρχος, έγινε πολύς θόρυβος στην Αθήνα για το δαιμόνιο του Σωκράτη. Επίσης ο Σωκράτης είχε προαναγγείλει τη μεγάλη καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. Εδώ παρεμπιπτόντως να σημειώσουμε την υποκρισία που επικρατεί και στην «ορθολογιστική» εποχή μας. Όλοι κατακρίνουν, και δήθεν απορρίπτουν, τη δυνατότητα πρόγνωσης του μέλλοντος, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε συνεχώς διαφημίσεις για αστρολογία, μέντιουμ και πολλά άλλα που δείχνουν ότι ο πολύς κόσμος ασχολείται, άσχετα με τις επικρίσεις οι οποίες συνυπάρχουν με … τις διαφημίσεις.
Όμως ας επανέλθουμε στις αναφορές για το θέμα μας. Ο Ξενοφώντας εμφανίζει το δαιμόνιο του Σωκράτη ως έναν τρόπο μαντικής, με τον οποίο ήταν προικισμένος ο γέρο σειληνός φιλόσοφος. Το χάρισμα αυτό του το έδωσαν οι θεοί και -κατά τον Ξενοφώντα- πρέπει να το παραδεχθεί όποιος παραδέχεται και άλλους τρόπους μαντικής.
Όμως δεν αναφέρονται μόνο ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος στο δαιμόνιο του Σωκράτη. Πάρα πολλές φορές αναφέρεται σ’ αυτό και ο θείος φιλόσοφος Πλάτωνας. Σαν άμεσος μαθητής του Σωκράτη δίνει αρκετές πληροφορίες για το θέμα από «πρώτο χέρι» όπως θα λέγαμε σήμερα. Μερικές είναι απλές αναφορές στο δαιμόνιο, το οποίο, ως συνήθως, δεν αφήνει το Σωκράτη να κάνει κάτι όπως: στον Ευθύδημο (272 Ε). Παρόμοια στον Φαίδρο (242 Β). Στο Θεαίτητο (151 Α) το δαιμόνιο εμφανίζεται σαν θεία φωνή που αποτρέπει το Σωκράτη σε κάποιες συναναστροφές. Στην Πολιτεία (βιβλίο ΣΤ 496c) ο Σωκράτης εμφανίζεται να λέει ότι το φαινόμενο που εμφανίζεται σ’ αυτόν δεν έχει τύχει σε κανέναν άλλο.
Όμως και στον Κρατύλο ασχολείται ο Πλάτωνας προσπαθώντας να δώσει την ετυμολογία της λέξης δαίμων. Θεωρεί ότι έχει σχέση με τη γνώση, τη σοφία και τη φρόνηση. Έτσι λέει ότι οι άνθρωποι του «χρυσού γένους», του Ησίοδου, ονομάζονται από τον ποιητή δαίμονες -πνεύματα αγνά- γιατί ήταν συνετοί και σοφοί (δαήμονες).
«Τι πρέπει να παραδεχθώμεν, φίλτατέ μου, περί του δαιμονίου του Σωκράτους; Πρόκειται περί ψεύδους ή τι πρέπει να υποθέσωμεν; Διότι εκ των περί Πυθαγόρου λεγομένων περί μαντικών δυνάμεων, ουδέν μου εφάνη τόσο μέγα και θείον, (όσον τα περί Σωκράτην). Διότι απαράλλακτα όπως ο Όμηρος έχει ποιήσει την Αθηνάν, παρισταμένην παρά τον Οδυσσέα κατά τας παντοειδείς δυσκόλους περιστάσεις του< βίου του, κατά τον αυτόν τρόπον φαίνεται ότι το δαιμόνιον επισυνήψεν εις τον Σωκράτην, εξ αρχής του βίου του, ως προηγεμόνα της οδού του βίου του, κάποιαν οπτασίαν, «η οποία μόνη προπορευομένη ρίπτει φως» επί των αδήλων πραγμάτων και καθ’ ας περιστάσεις η ανθρώπινη φρόνησις δεν είναι επαρκής, ώστε δια του συλλογισμού να αποφανθή».
Με αυτό το απόσπασμα αρχίζουν σε αυτό το έργο του Πλουτάρχου οι συζητητές τον διάλογο προκειμένου να συμπεράνουν τι ήταν το δαιμόνιο του Σωκράτη. Ένας από τους συνομιλητές προσπαθεί να το τοποθετήσει στα μαντικά «σημεία» τα οποία δέχονταν οι αρχαίοι. Έτσι λέει ότι πρέπει να ήταν ή πταρμός ή «κληδών». Ο πταρμός ανάλογα με τον τρόπο και το χρόνο που γινόταν είχε κάποια σημασία για τους αρχαίους. Αυτό επέζησε μέχρι τις μέρες μας και στον απλό λαό κι έτσι όταν κάποιος πταρνίζεται του λένε ότι κάποιοι θα τον συζητούν. Ακόμα οι διάφορες «γητιές» που γίνονται για το «κακό μάτι» όταν συνοδεύονται από πταρμό θεωρείται ότι «πιάνουν». Στον Όμηρο (Οδύσσεια Ρ 545-550) διαβάζουμε:
Έτσι είπε κι ο Τηλέμαχος φταρνίστηκε με κρότο, που όλο το σπίτι αντήχησε.
Γέλασε η Πηνελόπη κι έτσι είπε ευτύς στον Εύμαιο με πεταχτά της λόγια «τρέχα, τον ξένο φώναξε και φερ’ τονε μπροστά μου.
Δεν είδες πώς φταρνίστηκε στα λόγια που είπα ο γιός μου;
Δοιλεί πώς χάρος άσφαλτος θα λάχει στους μνηστήρες!
Οι κληδόνες ήταν πάλι ήχοι, λέξεις, φωνές ή φράσεις που θεωρούνταν σαν οιωνοί-προμηνύματα. Όμως δεν γίνεται δεκτό ότι ο Σωκράτης θα καθοδηγούνταν από ένα τέτοιο κατώτερο είδος μαντείας. Γίνεται μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του από έναν από τους συζητητές: Είχε βεβαιότητα και άκαμπτη δύναμη που πήγαζαν από μια πολλή δυνατή κρίση, παρέμεινε πτωχός με τη θέλησή του σ’ όλη του τη ζωή, δεν απομακρύνθηκε από τη φιλοσοφία παρά τα όσα εμπόδια και όταν έφθασε η στιγμή του τέλους, ενώ μπορούσε να διαφύγει δεν το έκανε. Έτσι δεν μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να αλλάζει τη γνώμη του από «κληδόνες και πταρμούς».
Έτσι οι συζητητές του Πλουτάρχου προσπαθούν να βρουν κάποια άλλη λύση. Με τέχνη ο Πλούταρχος βάζει έναν πυθαγόρειο, το Θεάνορα, μέσα στο διάλογο. Είχε πάει στη Θήβα -όπου γίνεται η συζήτηση για το δαιμόνιο του Σωκράτη- για να αποδώσει τις νεκρικές τελετές που άρμοζαν σε έναν άλλο πυθαγόρειο -το Λύσι- ο οποίος είχε πεθάνει εκεί. Ο συγγραφέας τον εμφανίζει να επικοινωνεί με το «δαιμόνιο» του Λύσιδος. Φαίνεται ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν αρκετές γνώσεις των αόρατων κόσμων. Αποκαλύπτει ο Πλούταρχος ότι μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την «ψυχή» ενός συντρόφου τους που είχε πεθάνει μέσω των ονείρων. Ο Πυθαγόρειος λοιπόν κάνει μια ανάπτυξη και τονίζει τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, ο οποίος επικοινωνεί με τις λεπτές διαστάσεις. Είναι αυτός, ο οποίος αντιμετωπίζει όλα αυτά που τραβούν την ψυχή προς όλες τις κατευθύνσεις (εδώ κι εκεί), έχει αυτοέλεγχο, ο νους του είναι καθαρός και απαθής και έτσι έχει τη δυνατότητα να ακούει κάποιες άλλες «φωνές» εκτός από αυτές του θορύβου της καθημερινής ζωής. Ο Σωκράτης εμφανίζεται σαν ένας από αυτούς. Μάλιστα τονίζεται ότι «μόλις ανεμίγνυεν εαυτόν με το σώμα προς συμμετοχήν των αναγκαιούντων δια την διατήρησιν του εν τη ζωή, ήτο εξαίρετος δέκτης των θείων ενδείξεων …»
Ακόμη αναφέρεται ότι ο Σωκράτης, όταν κάποιοι ισχυρίζονταν κάτι σχετικά με οράματα, δεν έδινε μεγάλη σημασία. Όταν όμως κάποιος έλεγε ότι άκουσε κάποια «φωνή», τότε τον άκουε προσεκτικά και προσπαθούσε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα. Φαίνεται ότι διέκρινε την ομοιότητα με τη δική του περίπτωση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση αναλαμβάνει ο Σιμμίας ο οποίος είχε ζήσει αρκετά χρόνια δίπλα στον Σωκράτη και είχε ακούσει πολλές διδασκαλίες απ’ αυτόν.
Μπορούμε να χωρίσουμε το υπόλοιπο του διαλόγου σε δύο μέρη. Στο ένα θίγεται το θέμα της ύπαρξης των αόρατων οντοτήτων, οι οποίες επικοινωνούν με τον άνθρωπο με μια λάμψη του νου ή με σύμβολα. Αλλά αυτές οι άηχες «νοητικές φωνές» δεν βρίσκουν απήχηση σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μόνο σε όσους έχουν «το ήθος αθόρυβον και ήσυχον την ψυχήν». Αυτούς τους ανθρώπους αποκαλούμε άγιους ή θείους.
Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται ο μύθος του Τιμάρχου του Χαιρωνέως, ο οποίος πέρασε μέσω του μαντείου Τροφωνίου «στον άλλο κόσμο» και επέστρεψε. Διηγήθηκε δε όλα όσα είδε. Αυτός ο μύθος παρόμοιος με αυτούς που έχει τοποθετήσει ο Πλάτωνας στο Γοργία, στο Φαίδωνα και στο μύθο του Ηρός, που εκθέτει στο τελευταίο κεφάλαιο της Πολιτείας, περιέχει πολλές γνώσεις σχετικά με τους αόρατους κόσμους. Αλλά περιέχει και σημαντικές διδασκαλίες και γνώσεις για τα αόρατα σώματα του ανθρώπου. Έτσι μεταξύ άλλων ο Τίμαρχος εμφανίζεται να λέει ότι το ανώτερο μέρος του ανθρώπου βρίσκεται έξω και πάνω από τον άνθρωπο. Λίγοι κατορθώνουν να επικοινωνούν με αυτό. Όσοι επικοινωνούν σωστά το αποκαλούν δαίμονα. Είναι δε αυτό το μέρος που καθορίζει την τύχη των ψυχών των ανθρώπων. Έτσι ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλάτωνα ο Πλούταρχος τοποθετεί στο κατάλληλο σημείο ένα μύθο για να δώσει λύση στο θέμα.
Το «δαιμόνιό» του δηλαδή δεν αποκλείεται να ήταν τίποτε άλλο από το ίδιο το ανώτερο Εγώ του με το οποίο κατόρθωνε να έρθει σε μια μορφή επαφής.
Υπάρχει και η «φωνή» του Εγώ την οποία πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν. Πρόκειται γι’ αυτούς που μέσω της απάρνησης των εγκοσμίων και της ανάπτυξης της ανιδιοτελούς συνείδησης μπόρεσαν να ανυψωθούν πιο πάνω από τον κοινό άνθρωπο. Παράλληλα βάδισαν ένα δρόμο άσκησης του εαυτού τους και προσφοράς στο σύνολο. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αρχίζουν σιγά σιγά να αναπτύσσονται ανώτερες αισθήσεις, οι οποίες συλλαμβάνουν μηνύματα από λεπτότερες σφαίρες και την ίδια τη φωνή του Εγώ της ανώτερης πνευματικής συνείδησης. Ο νους τους λειτουργεί σαν δέκτης και αισθάνονται σαν να «ακούν φωνές» που τους μεταδίδουν κάτι. Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται ότι πιθανόν να ήταν ο Σωκράτης. Αυτά που διαβάσαμε στην αρχή του άρθρου συνηγορούν σ’ αυτό. Ας προσθέσουμε εδώ και την περίπτωση των μαντείων όπου οι Πυθίες έπρεπε να είναι αγνές και να μπορούν να ανυψώσουν τη συνείδησή τους σε ψηλότερες σφαίρες.
Οι θεωρητικές μελέτες των ιδεών της παραδοσιακής μύησης δεν αποσκοπούν απλώς στην απόκτηση πολυμάθειας, ή στην δημιουργία φιλοσόφων και ικανών συζητητών. Η εμβάθυνση στις πνευματικές αλήθειες έχει ως στόχο (έναν από τους πολλούς, γιατί υπάρχουν και άλλοι), την δυνατότητα της ρύθμισης της συμπεριφοράς μας και την τελειοποίησή μας, σε ηθικό επίπεδο. Όταν όμως αναφέρουμε τον όρο «ηθική», καθόλου δεν εννοούμε τους εθιμικούς ηθικούς κανόνες, της εκάστοτε κοινωνίας και της εκάστοτε εποχής. Η πραγματική ηθική είναι μάλλον η υπέρβαση αυτών των μηχανικών κανόνων. Η υπέρβασή τους προς την κατεύθυνση του ανώτερου εαυτού και όχι προς την κατεύθυνση των αχαλίνωτων ενστίκτων, του χωρίς όρια εγωισμού.
Η «ηθική» της κοινωνίας βασίζεται στην μηχανική τήρηση κανόνων και όσο περισσότερο αυτοί εσωτερικεύονται, τόσο καλύτερα εφαρμόζονται. Αν δεν εσωτερικευτούν αρκετά, υπάρχει και η αστυνομία. Η εσωτερίκευση αυτών των κανόνων δημιουργεί μια «κοινωνικής προέλευσης φωνή της συνείδησης», που επιφυλάσσει τις αντίστοιχες ενοχές στους παραβάτες των επιταγών της.
Η ρήξη με τους κοινωνικούς αυτούς κανόνες είναι η προϋπόθεση για την δημιουργία μιας ευκαιρίας συνειδητής και πραγματικής ηθικής. Ή μιας ευκαιρίας για την ηθική πτώση.
Ο πραγματικά ηθικός άνθρωπος ακολουθεί την αληθινή φωνή της συνείδησής του και όχι τα κοινωνικά «πρέπει».
Δεν αποφεύγει όμως τους συμβιβασμούς, διότι έτσι προστατεύεται από πολλές περιττές συγκρούσεις με ανθρώπους χαμηλότερου συνειδησιακού επιπέδου, που αναστατώνονται όταν έρχονται σε επαφή με ταχύτερες δονήσεις. Ειδάλλως τον περιμένει ο σταυρός, ή το κώνειο, γιατί σε θέσεις ισχύος συνήθως βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι και όσοι κινούνται με ταχύτητα στον δρόμο της εξέλιξης, πρέπει να κρατούν την απαραίτητη μυστικότητα, να παίζουν και λίγο «θέατρο», προκειμένου να φυλάξουν τα νώτα τους.
Επειδή ο πραγματικά ηθικός άνθρωπος λειτουργεί συνειδητά, δεν μετανοεί για τις αποφάσεις του, δεν παλινδρομεί ανάμεσα σε διλήμματα, συνεπώς είναι «αδίστακτος», επειδή ακολουθεί τον ανώτερο εαυτό του χωρίς δισταγμούς. Αδίστακτος όμως μπορεί να είναι και ένας εγκληματίας, όταν έχει σβήσει από μέσα του την φωνή της πραγματικής του συνείδησης, ή έστω την εξωτερική ηθική της κοινωνίας, διότι ακολουθεί με την ίδια, ή πολύ συχνά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, όχι τον ανώτερο εαυτό του, αλλά το τερατώδες και καταστροφικό εγώ του.
Η μύηση μας διδάσκει τους πρακτικούς τρόπους εξισορρόπησης των διάφορων λειτουργιών του όντος μας. Η ηθική πτώση πάντοτε προκαλείται από μια ανισορροπία μέσα μας. Κάποια ιδιότητα λείπει, ή βρίσκεται σε μεγαλύτερη αναλογία από την απαιτούμενη και αυτό έχει άμεσες συνέπειες στην ποιότητα του χαρακτήρα μας.
Φανταστείτε έναν άνθρωπο πολύ ενεργητικό. Αν δεν το προσέξει αυτό το χαρακτηριστικό, κινδυνεύει να το δει να εκφυλίζεται σε επιθετικότητα. Και η επιθετικότητα αυτή δεν μπορεί παρά να εξυπηρετήσει τον εγωισμό του και την επιβολή σε άλλους των κατώτερων ενστίκτων του. Αν όμως την επιθετικότητα αυτή την «μπολιάσει» με μια ποσότητα ανοχής και επιείκειας, τότε θα την δει να μετατρέπεται ευγενή ενεργητικότητα, καθώς και σε ικανότητα προστασίας του εαυτού του και των συνανθρώπων του.
Ανάμεσα στο ανώτερο εγώ, από την μια πλευρά και στο κατώτερο εγώ των ενστίκτων, αλλά και του εξωτερικού κόσμου - που ασκεί και αυτός μια επιρροή ενισχυτική προς την δράση του κατώτερου εγώ, διότι είναι ο κόσμος της πλάνης και της πτώσης, υπάρχει η συνειδητή προσωπικότητά μας. Εκεί παίζεται το παιχνίδι της ισορροπίας. Όλες οι λειτουργίες πρέπει να είναι ομαλά ανεπτυγμένες και να εκδηλώνουν τις θετικές τους όψεις, ώστε η προσωπικότητά μας να ανακαλύψει το «μαγικό κλειδί», που επιτρέπει το άνοιγμα των πυλών στις ανώτερες επήρειες, αλλά και να δώσει την απαραίτητη σημασία και σεβασμό στις εκκλήσεις για εκπλήρωση, που της απευθύνουν τα κατώτερα ένστικτα, το υποσυνείδητό της και η κοινωνία.
Ο καθημερινός μας εαυτός, η τρέχουσα συνειδητότητά μας, η προσωπικότητά μας, ο χαρακτήρας μας, είναι ο χώρος στον οποίο πρέπει να συναντηθούν οι πνευματικές ακτίνες του ανώτερου εαυτού μας και οι ανάγκες του κατώτερου. Αν καταφέρουμε να τα ισορροπήσουμε όλα αυτά, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις, τότε θα έχουμε επιτύχει την εκδήλωση της πραγματικής ηθικής, η οποία όμως συχνά φαντάζει σαν έλλειψη ηθικής, γιατί δεν συμμορφώνεται προς τους υπάρχοντες κανόνες της εκφυλισμένης κοινωνίας μας. Εξ’ ου και η ανάγκη της τήρησης του κανόνα της μυστικότητας.
Για να μπορέσει να εκδηλωθεί αυτή η ισορροπία, θα πρέπει οι δυνάμεις της προσωπικότητάς μας να λειτουργούν ομαλά, να έχουν ωριμάσει, να έχουν χειραφετηθεί από την υπνωτική επίδραση της κοινωνίας και των διάφορων «λαμπερών» επιδιώξεών της, διότι τα «πυροτεχνήματα» γοητεύουν μόνο τα παιδιά.
Την ισορροπία αυτή θα την νοιώσουμε να εκδηλώνεται μέσα μας σαν μια αίσθηση, που μπορούμε να την αποκαλέσουμε «φωνή της πραγματική συνείδησής μας», σε αντίθεση με την ψευτοφωνή της συνείδησής μας, που δεν είναι παρά η φωνή των ηθών και των εθίμων, ο φόβος του «τι θα πει ο κόσμος», ή ακόμα χειρότερα, οι μηχανισμοί της αυτοδικαιολόγησής μας.
Πηγές:
http://www.nea-acropoli-larisas.gr/magazine/54/387
http://www.innerwork.gr/init/symperifora.htm
Βασίλης Κάλφας Καθηγητή φιλοσοφίας, Ελευθεροτυπία 31/10/2004, «Το Δαιμόνιο του Σωκράτη»Αλέκος Χρυσόπουλος
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ