τα περίφημα «Κ ε ρ α μ ι α ν ά», στην Κρήτη, νότια από τα Χανιά.
Εκεί γύρω στο τέλος τού 18ου αι. Έγινε μία μεγάλη ιεροσυλία στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, βορειοανατολικά από τα Χανιά. Επακολούθησε αφορισμός — κάτι τέτοιο συνηθιζόταν στην εποχή της Τουρκοκρατίας— και για όσους την διέπραξαν και για όσους γνώριζαν και δεν μαρτυρούσαν.
Το αποτέλεσμα υπήρξε τρομερό.
Όλα τα χωριά της περιοχής Κεραμιάς (Παπαδιανά, Λούλος, Πανάγια, Αλετρουβάρι, Κάμπος κλπ. ) μαστίζονταν από την κακία των δαιμόνων. Γκρίνιες, καυγάδες, διαλύσεις οικογενειών, δυστυχήματα, εκφοβισμοί, θάνατοι. Τα μεσημέρια φοβόνταν οι άνθρωποι να περάσουν από ρεματιές με πλατάνια. Και δαιμονική κατοχή πολλών προσώπων. Κάποια περίοδο υπήρχαν σαρανταδύο δαιμονισμένοι. Γίνονταν απίθανα πράγματα.
από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κωστουράκη Κοινωνικά Θέ
ματα, Ο Εχθρός – Τα Κεραμιανά, Θεσσαλονίκη 1982.
Κεφ. Δ΄. Ομαδικαί εκδηλώσεις δαιμονιζομένων (σελ. 30-35)
Αρχίζω με λόγια της εφημερίδας «Παρατηρητής» Χανίων, της 17 Νοεμβρίου 1934.
«Αι πρώται ειδήσεις περί των φαινομένων εις Κεραμιά δεν εκίνησαν το ενδιαφέρον μας. Η επιμονή όμως μεθ’ ής ελέγοντο και η διαβεβαίωσις ότι επεξετάθησαν μας έκαμε να τα προσέξωμεν… Ο δε μεταβάς συντάκτης μας γράφει: Η κοινή γνώμη των κατοίκων Παπαδιανών είναι ανάστατος. Παντού πλανάται το φάσμα του πειρασμού, που ελυμαίνετο πότε εις το χωρίον Λούλος, πότε την Παναγιά, πότε το Αλετρουβάρι…»
Πράγματι. Όποιος καταπιάνεται με παρόμοια γεγονότα φρικιά, αναστατώνεται. Δέκα τέσσερα χωριά στα Κεραμιά έζησαν με φρίκη την παρουσία του ανάλγητου «Εχθρού», που πήρε την αναπάντεχη «άδεια» να εκδικηθή τους δράστες, μα κι όσους είδαν και άκουσαν, μιας ανίερης κλεψιάς. Πριν 200 χρόνια άρχισαν αυτά, σε Τούρκικη Κατοχή, που ούτε αστυνομία ούτε δικαστήρια ούτε προστασία ζωής, τιμής και περιουσίας υπήρχαν. […]
Τα δικά μας γεγονότα αρχίζουν από το πολύ πλούσιο τότε Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, στο Ακρωτήρι Χανίων. Τα πρόβατα του Μοναστηριού φύλαγαν 5 βοσκοί Κεραμιανοί, από τις οικογένειες Καντιλιεράκηδων, Τσακάκηδων, Τοράκηδων, Βενετάκηδων, απ’ το χωριό Παναγιά, και Μαυράκηδων απ’ τους Κάμπους. Οι βοσκοί αυτοί κάποτε σκέφτηκαν να κλέψουν «τιμαλφή», δώρα και χρυσία, «θησαυρούς» του Μοναστηριού κι έτσι να εξασφαλίσουν, μια για πάντα, τη ζωή τους. Και τόκαμαν! Το ίδιο πρωϊνό, που οι καλόγηροι αντιληφθήκανε την παραβίαση του «θησαυροφυλακείου, αναστατώθηκαν. Σα διεπίστωσαν την αλήθεια, πήραν τα ζώα τους και ξεκίνησαν για την Παναγιά Κεραμιών, να συναντήσουν τους εξαφανισθέντες βοσκούς.
Συναντηθήκανε, μα οι βοσκοί αρνήθηκαν τα πάντα. Τι να κάμουν τώρα οι καλόγηροι, επτά τον αριθμό, με τον Ηγούμενο! Πού να καταγγείλουν την κλεψιά;
Αποφάσισαν να τιμωρήσουν οι ίδιοι. Έβαλαν τα «πετραχήλια» τους και διάβασαν, στη μικρή πλατεία του χωριού, «Αφορισμό». […] Αυτοί λοιπόν οι 7 καλόγηροι, στην παραζάλη τους, στο θυμό τους, στην αγανάκτησή τους, «παρασύρθηκαν». Σα δε μπορούσαν «νόμιμα» να καταγγείλουν, να τιμωρήσουν, τόκαμαν «παράνομα». Διάβασαν αφορισμό. Κάλεσαν δηλαδή «επίσημα» τον εχθρό, το Διάβολο, να εκδικηθή… Έλα Διάβολε, τιμώρησε τους κλέφτες, μα κι όσους είδαν τα κλοπιμαία κι όσους άκουσαν γι’ αυτά… Και ποιος δεν τάκουσε αυτό που έγινε; Από στόμα σε στόμα, όλοι τ’ άκουσαν. Γι’ αυτό και όλοι οι Κεραμιανοί, στη διάθεση του εχθρού τώρα και μακροπρόθεσμα, για εφτάμιση γενιές!!! […]
Μα για να μην παρεξηγηθώ, επεξηγηματικά προσθέτω. Σα χριστιανοί, οπαδοί του Θεού της Αγάπης και της Συγγνώμης, καταδικάζουμε την παρανοημένη αυτή «απόφαση», απ’ όποιες συνθήκες κι αν έγινε. Έτσι μας διδάσκει ο Αρχηγός μας, η «Κεφαλή του Σώματος», που λέγεται Εκκλησία του Χριστού και που μέλη της είμαστε όλοι μας. […]
Έκαμαν την παρανομία. Άναψαν τη φωτιά. Και τώρα, «ο αντίδικος ημών διάβολος» (Πέτρ. Α΄, 5, 8) κυρίαρχος, εξουσιαστής, ανενόχλητος! Ελεύθερος περνά σα σίφουνας τα σπίτια! Δαιμονίζει άτομα, αναστατώνει οικογένειες, διαλύει τα σπίτια, αρπάζει ανθρώπους, βάζει και σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, αφήνει αποδειγμένα κλειδιά στις πόρτες! Ογδόντα ολόκληρα χρόνια υποφέρουν τα πάνδεινα οι Κεραμιανοί! Κάθε οικογένεια, σα δεν έχει «κηδεία», θάχη κάποιο μέλος της «δαιμονισμένο»! Οι Χανιώτες συγγενείς πηγαινοέρχονται. Ο κόσμος συζητά και σταυροκοπιέται. Ο Εχθρός ανεμπόδιστος λυμαίνεται. Ολοφάνερα, «παντού πλανάται το φάσμα του πειρασμού», για να μείνη ώς τις μέρες μας το απόφθεγμα: «Οι διαόλοι των Κεραμιών».
Κεφ. Ε΄. Λαογραφία – Γεγονότα
Στο κεφ. αυτό ο συγγραφέας παραθέτει λαϊκό στιχούργημα που διεκτραγωδεί την κατάσταση στα Κεραμιά (σελ. 37-38) και συνεχίζει (σελ. 38-39):
Μα γράψετε κι άλλες ιστορίες, «πεζά», σαν κι αυτή. Αφορά το γνωστό συμπαθή οικογενειάρχη, φίλο και χωριανό σας Ιάκωβο Βενέτη, κάτοικο Χανίων. Τον ξέρετε. Κάποτε είχε εστιατόριο στην πλατεία Κοτζάμπαση. […] Δέκα έξη χρονών παλληκαράκι ήταν τότε, που στο σπίτι τους η αδελφή του, η Κατίνα, ήταν «άρρωστη». Τον έστειλαν οι γονείς του στα Χανιά να ψουνίση. Με τα πόδια κατέβαινε και λοξοδρόμησε στο φαράγγι του Θερίσου. Στη θέση «Νεροσπηλιάρη», περνώντας αμέρμνα, βλέπει ένα «κοτρώνι», μεγάλη πέτρα, να κατρακυλά κατά πάνω του. Φυλάχτηκε αστραπιαία, μα τον βρήκε ξέφορτσα στο κεφάλι και τον τραυμάτισε. Με τα αίματα, κρατώντας το κεφάλι, συνέχισε το δρόμο του. Κατέβηκε στο πρώτο φαρμακείο στα Χανιά. Τον έδεσαν με γάζες κι έφυγε. Ψούνισε και γύρισε το βράδυ στο χωριό του, την Παναγιά, «σπαουλοδεμένος». Η άρρωστη αδελφή του, «δαιμονισμένη» φυσικά, τον υποδέχτηκε «ξεγκαρδισμένη» στα γέλια, λέγοντάς του:
– Εγώ μωρέ ήθελα να σε σκοτώσω… και μου γλύτωσες!
Κεφ. Στ΄. Η Όλγα Καντιλιεράκη (σελ. 39-43)
Αν θα πάτε στις Μουρνιές Χανίων […] προχωρήσετε ώς το νεκροταφείο του χωριού. Μετά τις δυο μικρές πλατείες, στην πρώτη διακλάδωση αριστερά, σε υψωματάκι, βρίσκεται ο ωραίος Ιερός Ναός του Ταξιάρχου Μιχαήλ. Πίσω απ’ το Ιερό, στη Ν.Α., βρήτε τον τάφο της. Θα δείτε να γράφη:
Ενθάδε κείται Όλγα Καντιλιεράκι. Πολυπαθής νύμφη του Χριστού. επί 16 έτη αρπαζομένη και οδηγουμένη υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. Ιαθείσα κατά τον Εξαφορεσμόν της 3-10-1936, θαυματουργικώς. ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ. Με ετέτους 42 δαιμονιζομένους συνανθρώπους μας των Κεραμιών. Ανεπαύθη εν Κυρίω την 29-4-1969 εις ηλικίαν 59 ετών.
[…] Μέσα σ’ αυτά, πρέπει να βρεθή και το γιατί ένα ανεύθυνο 7άχρονο κορίτσι, η Όλγα, στην καλύτερη περίοδο της ζωής της, γίνεται το «θύμα» της οικογένειάς της και της ευρύτερης κοινωνίας μας. Πλήρωσε σε τούτη τη ζωή αγόγγυστα και παλληκαρίσια σαν καινούργιος Μάρτυρας της Εκκλησίας, «αμαρτίες γονέων», μα για να προστατευθή από τον Παντοδύναμο. […] Να κερδίση στο τέλος τον ουρανό, σα νικήτρια των αντιξοοτήτων της ζωής και του «εχθρού». Πέτυχε αναντίρρητα να μεταβή «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάνν. 5, 24), γιατί αγάπησε πολύ το «Νυμφίο» της και τον «άνθρωπο». Στάθηκε η γυναίκα φαινόμενο, που μπόρεσε ν’ αντέξη να ζη 16 χρόνια με τον «Εχθρό», τους δαίμονες. Να τους βλέπη και να τους ζη, αναγκαστικά. Έτσι κατάμαυρους, απαίσιους, σαδιστές, με κέρατα και ουρά, μακρόχειρες, με νύχια γαμψά και μορφή αλλόκοτη. Τέρατα σε ποικίλα μεγέθη, σα δεν ήταν «τελώνια» ή Τούρκοι Εφέντηδες, με πράσινη φορεσιά και πράσινα σαρίκια.
Ατέλειωτα τα βάσανά της. Απίθανες οι διηγήσεις της και των άλλων. Φοβερές και τυραννικές οι βραδινές αρπαγές της. Δεν έμεινε σπηλιά μικρή ή μεγάλη, ποτάμι ή λίμνη, απόκοττη γωνιά, που να μην την πήγανε. Δεν άφηναν χαράδρα ή ξεροπήγαδο, φαράγγι ή γκρεμνό, τρύπα απύθμενη πάνω στη γη, που να μην την ανεβοκατεβάζουν δεμένη σε «κλωστή». Και μέσα σ’ όλα, απειλές, ξυλοδαρμοί και καταχτύπια, μέχρι τα χαράματα, που την πετούσαν στο κρεβάτι της, τραυματισμένη και ημιθανή.
Τόλμησα κάποτε να την ρωτήσω: – Μα γιατί, Όλγα, δεν τάλεγες στ’ αδέλφια σου, στους δικούς σου, να σε βοηθήσουν;
– Πώς να τάλεγα; Ήταν η απάντηση. Μου είχαν πη: – Έτσι και πης τίποτα απ’ αυτά που σου κάνομε, θα δης τα τρία σου αδέλφια να «γουργουρίζουνε» στο αίμα, χάμω στα μάθια σου. […]
Μα τα πλειο κωμικοτραγικά γίνηκαν τα 2-3 τελευταία χρόνια, πριν την ίασή της, ανάμεσα «Εχθρού» και συγγενών, που, σαν ξεφανερώθηκαν όλα, τη φύλαγαν με βάρδιες, να μην την παίρνει ο «Εχθρός». Και πάλι την έχαναν! Φύλακες γι’ αυτό ακοίμητοι, ήταν στις πόρτες, στα παράθυρα, στο κρεβάτι τη νύχτα. Όσοι κοιμόντουσαν μαζί της, ένοιωθαν ανυπόφορη «βρώμα» στην αναπνοή της, για να τους διώξη, ή έβλεπαν «μακάριο ύπνο», για να τους ξεγελάση. Αμέτρητα τα τεχνάσματα των σατανάδων. Δραματική η άμυνα των παρόντων. […]
Κεφ. Ζ΄. Η Όλγα στο Γκίγκιλο (σελ. 43-46)
[…] Η Όλγα τώρα, σαν και κάθε βράδυ, στα χέρια των δαιμόνων! Πώς θα την κάμουν να χαρή κι απόψε, στα χέρια τους;;!! Δες τι σοφίστηκαν! Την πήγαν στο Γκίγκιλο, σα μπαίνομε στο Ξυλόσκαλο του Ομαλού, στο γνωστό φαράγγι της Σαμαριάς. Στην πλειο απότομή του πλαγιά, που εκεί στη μέση του βρίσκονταν μια τρύπα. Προς τ’ απάνω, την κορφύ, 200 μέτρα, κι άλλα τόσα χάος προς τα κάτω. Εκεί την πήγαν δεμένη και φιμωμένη, για να μη μιλή και πη καμμιά λέξη: «Παναγία μου», «Χριστέ μου». […] Τελευταία της δήλωσαν:
– Εδώ θα σ’ αφήσουμε. Θα σε χτίσουμε. Να πεθάνης εδώ και να μη βρεθή ούτε το κοκκαλάκι σου!!
Κι άρχισαν να τη χτίζουν. Τι να κάμη τώρα η δύσμοιρη η Όλγα; Τι άλλο, από «νοερά προσευχή» στον κίνδυνό της! […] Και τώρα, με τη βοήθεια που ζήτησε με τη σκέψη της, ειδοποιείται αστραπιαία η πνευματική της Μητέρα Κατίνα Βασιλάκη στο Ρέθυμνο με όνειρο! Σα σε συναγερμό ξυπνά κι επικαλείται με τη σειρά της τη Μυριοκεφαλίτισσα Παναγία, να τρέξη! Κι έγινε. Καταφθάνει. Η Όλγα τη βλέπει σα σκιά, να διώχνη τους τύραννους «ξορκισμένους». Ευθύς της παρουσιάζεται και την καθησυχάζει, σα Μάννα πονετικιά, η Μεγαλόχαρη! Τέλος την ειδοποιεί πως θα τη βγάλη από κει, μόνο να βγάλη και ν’ αφήσει εκεί την παντόφλα του δεξιού της ποδαριού.
Η πάμπτωχη Όλγα διαμαρτύρεται διακριτικά:
– Ξυπόλητη, Παναγία μου, θα περπατώ, που δεν έχω άλλες, ούτε παπούτσια! Κι αυτές μου τις έστειλε προχθές ο θείος μου ο Καμαριανάκης από τα Χανιά, της μαμάς του ο αδελφός!
– Ναι, τα ξέρω όλα και θέλω να του κάμω «σημείο», να μη λεη πως έχεις «νεύρα» και ν’ απιστή στα «δεινά» σου…
Έγιναν όλα κι η Όλγα βρέθηκε πάνω στην κορυφή, σε μικρό πλάτωμα, που βρίσκονταν τρεις βοσκοί κι έβοσκαν. […] Η Παναγία, που πάντα ήταν δίπλα, της λέει:
– Να τους πης, να πάνε να βρούνε σχοινιά, να δεθή ο ένας τους κι οι άλλοι δυο να τον κατεβάσουν από πάνω, ώς την τρύπα, να πάρη την παντόφλα. Μόνο, όποιος κατεβή, να κάμη το Σταυρό του, για να βοηθήσω κι εγώ. […] Να πάρουν την παντόφλα κι οι τρεις, να κατέβουν στα Χανιά, να βρουν τον Καμαριανάκη, να τον ρωτήσουν αν γνωρίζη την παντόφλα και να του πούνε όσα άκουσαν κι όσα έγιναν στο Γκίγκιλο…
Κεφ. Ι΄. Η αρχή του τέλους του κακού (σελ. 54-57).
Στο χωριό Όρος Ρεθύμνου ζούσε τότε η ευσεβής οικογένεια του Αντωνίου και της Αιμιλίας Κοτζαμπασάκη. Έχουν ένα 5άχρονο κοριτσάκι, την Κατίνα. […] Αυτό το 5άχρονο κοριστάκι, η Κατίνα, παίζει ανύποπτο στον κήπο τους με συνομήλικό της κορίτσι. Εκεί στα χώματα βρήκε η Κατίνα ένα «Χρυσό Σταυρό»! Τον τρέχει στη μάννα της, την Αιμιλία, για να μάθουν στον ύπνο τους, το ίδιο βράδυ, πως ο Σταυρός αυτός είναι «κτήμα» της Κατίνας, που θα της τον μεταβιβάσουν μόλις γίνη 7 χρονώ. Ακολούθησαν οδηγίες για «προσοχή». Προσευχές, νηστείες, ακοίμητο καντήλι, εκκλησιασμός κ.τ.ό., θρησκευτικές εκδηλώσεις ολόκληρης της θεοφοβούμενης οικογένειας.
Όλα γινόντουσαν απαράβατα κι η οικογένεια βρισκόταν υπό τη σκέπη και την καθοδήγηση του Χριστού, δι’ ονείρων, στην κάθε περίπτωση της ζωής όλων των μελών της. Στα 18 της χρόνια, η Κατίνα παίρνει την άδεια να παντρευτή. Έκαμε 12 παιδιά, που έζησαν χριστιανικά, με φόβο Θεού και την ευλογία Του.
Η Κατίνα Βασιλάκη (Στεφάναινα). Ο σταυρός που φαίνεται να κρατάει στο χέρι μάλλον είναι αποτέλεσμα φωτομοντάζ, αφού στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρός. Μεγεθύνθηκε και τοποθετήθηκε στο χέρι της αργότερα (ψιλο-φαίνεται κιόλας).
Πενήντα τεσσάρων χρονών είναι τώρα η αείμνηστη Κατίνα και παίρνει την τελευταία διαταγή:
– Άντε, Κατίνα, παιδί μου, να πάμε στα Κεραμιά, που έχομε δουλειά!
Κι η Κατίνα, με τον «Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό» της και με συνοδό το Χριστό, καταφθάνει στα «χειμαζόμενα» Κεραμιά! Είναι τούτο «η αρχή του τέλους του Κακού»! Τρία χρόνια η Κατίνα, δυναμικά πλεια, παλαίβει με εκατομμύρια δαίμονες! Γίνεται ο φόβος κι ο τρόμος τους! Ακούει σ’ αντίδραση βρισιές, απειλές, ανακοινώσεις. Αντί του ονόματός της, δίνουν και παίρνουν απ’ τους δαίμονες τα κοσμητικά επίθετα: «Χοντρή, Χοντρέλα, Ξυδοβάρελο, Σκύλα» ήταν τα συνηθισμένα.
[…] Αυτά τα τρία τελευταία χρόνια ήταν το «ξεψύχημα» του Εχθρού! Αμύνονταν απεγνωσμένα οι σκοτεινοί δαίμονες και πιεζόμενοι μολογούσαν απίθανες περιπτώσεις, κλεψιές, «κρυφοκαμώματα», που δεν τολμούσε κανένας «ένοχος» τώρα πια να παρουσιαστή μπροστά τους. Κι ένα σημαντικό: Ποτέ, μα ποτέ, τώρα τελευταία, δεν έλεγαν «κάτι» που μπορούσε να φέρη διχόνοια ή σκοτωμό ανάμεσα στους χωριανούς. Σε ορθολογιστή αμερικάνο, χωριανό, είπαν «πλυμένα κι άπλυτα», μ’ ονόματα και χρονολογίες, που τον έκαμαν, άναυδο και «σταυροκοπούμενο», να λαδωθή και να φύγη [σ.σ. «να λαδωθή» = κρητ. ιδιωματισμός, που σημαίνει «να ορρωδήσει» (να «βάλει την ουρά στα σκέλια»)]. Σε παπά περίεργο, που βρέθηκε κοντά τους και που τον υποδέχτηκαν θριαμβευτικά, τον ρώτησαν αν ήταν καλό το λαδάκι της εκκλησίας, που έκλεβε με τον αδελφό του!
Κεφ. ΙΑ΄. Οι Κήρυκες (σελ. 60)
Σε μια τέτοια διδαχτική ώρα, αναπάντεχα για τους πολλούς, καταφθάνει απ’ τα Χανιά ο Μανώλης Αλατσάκης, θείος της Όλγας, θεοφοβούμενος και πονετικός. Τον καλωσώρισαν με γλυκόλογα μα και τον αιφνιδίασαν με τούτα τα λόγια:
– Εσύ είσαι καλός, μα ο αδελφός σου ο Μιχάλης είναι δικός μας, γιατί έκαμε μια αμαρτία, κι αν δεν μετανοιώση, να την εξομολογηθή, να συχωρεθή, θα του πεθάνουν σε μια ώρα δυο του παιδιά!
[όπερ και εγένετο, όπως εξιστορείται στις σελ. 61-3, με τα ονόματα των γιατρών Στρατή Γεωργιλαδάκη και Αντώνη Μελισσά, της Κλινικής του Πεντάρη, που δεν πρόλαβαν να τα σώσουν].
Κεφ. ΙΓ΄. Ο Μητροπολίτης Χανίων στα Κεραμιά (σελ. 63-66)
Είναι ο πρώτος χρόνος, που έγινε Μητροπολίτης στα Χανιά ο αείμνηστος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης. […] Βρισκόμαστε όμως στο Σεπτέμβριο του 1936, που τώρα και 2-3 χρόνια η αείμνηστη Κατίνα, με το ζείδωρο δώρο της, στον Τίμιο Σταυρό, και τη χάρη του Θεού, παλαίβει απεγνωσμένα νύχτα-μέρα και… νικά. Όμως την οριστική νίκη πρέπει να τη φέρουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι, οι αντιπρόσωποι του Θεού, οι ρασοφόροι μας. Και καθ’ υπόδειξη «Ανωτέρα», προσκαλούνται και τώρα πλεια, αποδέχονται την πρόσκληση.
Ο πολέμαρχος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, που μόλις ήρθε από την ήρεμη και πολιτισμένη τότε Ευρώπη, σαν Πρώτος Πνευματικός Πατέρας, της περιφερείας Κυδωνίας και Αποκορώνου, αποτολμά το «δίλημμα» και αποδέχεται να πάη στα Κεραμιά! Μπροστά όμως στα γεγονότα, θέλει να «οπλισθή»! Καταλαβαίνει, από τις απίθανες περιγραφές, τι πρόκειται ν’ αντικρύση και φρικιά. Είναι τούτο ένα διδακτικώτατο αναβάπτισμά του στην Πίστη μας και στην εμπειρία του, στη Δύναμη του Παντοδύναμου, που είχε κληθή, υπεύθυνα πλεια, να υπηρετήση. Προετοιμάζεται λοιπόν. Προσεύχεται και νηστεύει και «αγνίζει εαυτόν» (Α΄ Ιωάν. 3, 3) επί 15νθήμερον.
Το ίδιο, απαραίτητα ζητά κι’ από τους καλογήρους της Αγίας Τριάδος, που προσκαλεί να τον ακολουθήσουν, σα «διάδοχοι» των προ 200 ετών «παρεκτραπέντων». Είναι οι αείμνηστοι: Ιλαρίων Κατσαφράκης, Ηγούμενος, Ιερεμίας Βαρουξάκης, Δαμασκηνός Λιονάκης, Ανανίας Ψαρουδάκης, Αθανάσιος Ατσαλάκης, Ιερόθεος Κονταράκης, και ο επιζών [σ.σ.: το 1982] αρχιμανδρίτης, εφημέριος του ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Ψυχικού Αθηνών, π. Μελέτιος Καζάκος. Πήγαν κι από το Γουβερνέτο οι επιζώντες Πατέρες Ιωαννίκειος Μπασκάκης και Διονύσιος Βεκάκης και μαζί τους και πολλοί άλλοι παπάδες. Σάββατο πρωΐ, στις 3 Οκτωβρίου 1936, έφθασαν όλοι στην Παναγιά Κεραμιών και μ’ αυτούς, Αρχές και Λαός, που τον ανέβασαν σε επτά χιλιάδες ψυχές.
Το πρόγραμμα ήταν να γίνει Αγιασμός, ευθύς ο εξαφορισμός και τέλος η Θεία Λειτουργία. Ανάλογα με τις ενέργειες αυτές του Επισκόπου Χανίων, δρα και η υπεύθυνη στα Κεραμιά, Πνευματική τους Μητέρα, η αείμνηστη Κατίνα Βασιλάκη. Μαζεύει κι’ εκείνη όλους τους αρρώστους της, κείνης της ημέρας 43 τον αριθμόν, και τους ξαπλώνει χάμω, στον ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως, στο χωριό Παναγιά. Τους έχει δέσει ανά τρεις με την Αγία Ζώνη και τους παλαίβει.
Οι δαίμονες τη φοβερίζουν, πως θα της πάρη ο Επίσκοπος τον Τίμιο Σταυρό και την προτρέπουν να φύγη! Κάποτε έφθασε ο Επίσκοπος με τη συνοδεία του. Τώρα σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αρχηγού παρόντος πάσα Αρχή παυσάσθω», η κ. Κατίνα μαζεύει τα δικά της «αγιοτικά» και σταματά πίσω από την πόρτα του ναού, προσευχομένη.
Οι άρρωστοι τώρα ελεύθεροι και… «λυτοί». Ο Επίσκοπος προχωρεί και μπαίνει στο Ναό. Τι όμως αντικρύζει; Σαράντα δύο Δαίμονες απειλητικούς, έτοιμους να του χυμήξουν… Καταφοβισμένος, βγαίνει έξω και διακριτικά προφυλάσσεται! Τι θα κάμη, άραγε; Στις ανείπωτες σκέψεις του, ίσως, να… φύγη, οι Δαίμονες, χωρίς αμφιβολία πιεζόμενοι, του λένε αυτό που πρέπει να κάμη, με τη δική τους διάλεκτο:
– Τράε, αν δεν επιτρέψης στη Χοντρή να σταθή δεξιά σου, δε θα σ’ αφήσουμε να κάμης τίποτα… Εμείς μόνο αυτή φοβούμαστε. Μ’ ένα της λόγο θα μας «στομοδέση».
Αμέσως, μια άλλη άρρωστη, η Ζωή Τσακάκη – σήμερα [σ.σ. 1982] καλογρηά, στην ιερά Μονή Πευκοβουνογιατρίσσης στην Κερατέα Αττικής, με μοναχικό όνομα Ουαλεντίνα Μοναχή – έρχεται στην πόρτα και λέει:
– Έλα, μωρέ Τράε, να σου δείξω τη χοντρή, γιατί με πιέζει ο Τίμιος Σταυρός και θα τα πω… όλα!
Ύστερ’ απ’ αυτά, ο Επίσκοπος αποφασίζει και μπαίνει με προφύλαξη στο Ναό, για να γνωρίση και την Κατίνα και να πάρη… θάρρος.
Κεφ. ΙΔ΄. Τα υπερφυσικά φαινόμενα (σελ. 67-70)
[…] Συστήθηκαν, και η Κατίνα του λέει:
– Δέκα εννέα μερόνυχτα παλαίβω, Θεοφιλέστατε, και τώρα που ήλθατε, τραβήχτηκα για ν’ αναπαυθώ λίγο.
Κι’ οι δαίμονες ουρλιάζουν:
– Σκύλα, γιατί λες ψέμματα, πως θέλεις να ξεκουραστής; Κρύφτηκες, για να μη σου πάρουν τον Τίμιο Σταυρό! Τρία χρόνια μας πολεμάς και τώρα κουράστηκες;
Ο Δεσπότης την καθυσυχάζει, πως δεν της παίρνει τον Τίμιο Σταυρό και την παρακαλεί να βοηθήση, να σώσουνε τους ανθρώπους!
Οι δαίμονες τώρα λένε, «κατ’ εντολήν» [σ.σ. του Θεού, λόγω της παρουσίας του Σταυρού], τι να κάμουν:
– Χοντρέλα, φόρεσε το Σταυρό στο λαιμό σου, μα ό,τι αξίζει το δαχτυλάκι σου δεν αξίζουν όλοι τους [σ.σ. πιθανόν να της έστηναν και παγίδα εγωισμού μ’ αυτά τα λόγια], και να σταθής στη μέση μας. Ο Δεσπότης και οι παπάδες να μπούνε στο ιερό.
Μπαίνοντας στο ιερό ο Δεσπότης, παρακαλεί:
– Όλοι να κρατάτε τους αρρώστους, να μη μας κάμουν τίποτε κακό…
Η Κατίνα τώρα στη μέση των αρρώστων, λέει στους υγιείς:
– Κανένα χέρι σας δε θέλω να εγγίζει τους ασθενείς! Τους θέλω ελεύθερους!
Και διατάζει:
– Δεθήτε, Θεόργιστοι, δεθήτε, Θεοκατάρατοι. Τα χέρια σας να ενωθούν, να γίνουν ένα χέρι.
Έγιναν όλα.
Την ίδια στιγμή μπήκαν από το παράθυρο «Τρία Περιστέρια». [...] Μπήκαν μαζί και δυο καντινελίτσες – μικρά πουλάκια, μωβ και πράσινο. Όλα πετούσαν κατακόρυφα. Σε λίγο, τα Δυο Περιστέρια βγήκαν έξω και κάθισαν στο καμπαναριό, βλέποντας τους ανθρώπους. Όλοι τάβλεπαν πλην ελαχίστων. Κι’ οι δαίμονες εξηγούν:
– Τα Τρία Περιστέρια είναι η Αγία σας Τριάδα και οι δυο καντινελίτσες είναι η Παναγιά σας (η μωβ) και η Αγία Βαρβάρα (η πράσινη), που πάντα συμβαδίζουν. Είδες, Χοντρή, κι’ άκουσες πολλά, από μας τους δαίμονες, μα τώρα βλέπεις και: «τα Μεγαλεία του Θεού σας». Τώρα θα παρουσιαστούν πολλές πεταλουδίτσες, που θα γιομίση το χωριό. Όλοι θα τις δούνε. Όλες είναι Άγιοι. Ακόμη θα παρουσιαστούν και τ’ αδέλφια μας, στην αυλή της εκκλησίας, «μαύροι μπουμπούροι». Να βγης έξω Χοντρή με το Σταυρό σου, να τους διώξης.
Όλ’ αυτά γινόντουσαν κι’ έξω ακούονταν δυνατές οι φωνές των φοβισμένων ανθρώπων, που οι «μπουμπούροι» έπεφταν καταπάνω τους, να τους στραβώσουν. Την ώρ’ αυτή ο Δάσκαλος του Χωριού, αείμνηστος Χρήστος Τζομπανάκης, «πειράχτηκε» κι’ έμπηξε τις φωνές ζητώντας βοήθεια από την κ. Κατίνα. Επενέβη εκείνη, βγήκε έξω, έδιωξε τους μπουμπούρους, σταύρωσε το Δάσκαλο και τον πήρε κοντά της, να γράφη τα γεγονότα.
Κι’ οι δαίμονες προσθέτουν:
– Τώρα θα μαζευτούν όλες οι πεταλουδίτσες πάνω από την Εκκλησία, γιατί εκεί θα γίνη πρώτα αγγελική λειτουργία. Ύστερα θα γίνη η ανθρώπινη.
Τότε η Κατίνα λέει στο Δεσπότη:
– Βάλετε αρχή να γίνη ο Αγιασμός.
Ακολούθησε δυνατός «σεισμός». Τον άκουσαν όλοι. Τα δαιμόνια άρχισαν να φεύγουν, όταν «ηκούσθη εξ ουρανού ωραιοτάτη ευωδία», που έπιασε όλη την περιφέρεια.
Λέει ο Δεσπότης στους παπάδες, να βάλουν λιβάνι στο θυμιατό, ν’ αρχίση τον αγιασμό, κι’ οι δαίμονες του φωνάζουν:
– Τράε, όχι τώρα λιβάνι, θα χαλάσης τη Θεϊκή ευωδία!
Σε λίγο!
Όλα γίνονταν όπως τάκουαν. Άρχισε κι’ ο Αγιασμός κι’ ο Δεσπότης παρακαλεί:
– Κατίνα, παιδί μου, βγάλε από το λαιμό σου τον Τίμιο Σταυρό, να γίνη ο Αγιασμός και πάλι θα σου τον δώσω.
Όταν στο τέλος ο Επίσκοπος βούτηξε τρεις φορές στη λεκάνη το Σταυρό, ψάλλοντας, μπήκε το Περιστέρι [...] στη λεκάνη και βγαίνοντας ράντιζε με τα φτερά του όλο τον κόσμο, μέσα κι’ έξω στην Εκκλησία. Κι’ οι άρρωστοι φώναζαν:
– Καήκαμε-καήκαμε, φεύγομε-φεύγομε.
Ο κόσμος που παρακολουθούσε σταυροκοπιόταν συνεχώς.
Πήραν τότε διαταγή, να πάνε όλοι έξω, παπάδες, υγιείς και άρρωστοι, εκεί που προ 200 χρόνια έγινε ο «Αφορισμός», να συνεχιστή ο Αγιασμός και ν’ αρχίση ο «εξαφορισμός». Έγιναν όλα. Εκεί έξω κάποτε ο Επίσκοπος θάλεγε:
– Λύσε την κατάρα, Θεέ μου.
Θα το ξανάλεγαν όλοι, προσευχόμενοι. Ακολούθησε ραγδαιότατη τοπική βροχή, ενώ προ ολίγων λεπτών δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι. Βροχή πρωτοφανής, ξαφνική, που βάστηξε μισή ώρα. Διατάχτηκαν να μείνουν όλοι στις θέσεις τους. βράχηκαν, μα στέγνωσαν κάποτε «υπερφυσικά». Την ίδια ώρα διαβαζόταν ο «εξαφορισμός». Μετά τη βροχή, έμπασαν τους άρρωστους στην εκκλησία και, στο διάστημα τούτο, είχαν όλοι στεγνώσει. Έμεινε όμως τελευταία μια άρρωστη.
Ήταν η πλειο βαρυά αρρωστημένη, η Όλγα Καντηλιεράκη, που γράψαμε γι’ αυτή σε προηγούμενα κεφάλαια.
Η Όλγα τώρα, διατάχτηκε από το Θεό να γυρίση τρεις φορές γύρω-γύρω την Εκκλησία, στο Χωριό, για να τη δούνε όλοι. Και βέβαια την έβλεπαν όλοι, κατάπληκτοι! Στον πρώτο γύρω, τραβιόταν «ανάσκελα» με την πλάτη!!! Στο δεύτερο, μέλλον «επέτα», ανά 3-4 μέτρα, από χαράκι σε χαράκι, «με το κεφάλι». Τα πόδια της ήταν ψηλά, προς τον ουρανό, με τα ρούχα κολλημένα απάνω της!!! Και στον τρίτο γύρο, σαν και τον πρώτο, τραβιόταν ανάσκελα με την πλάτη!!! [σ.σ. μ’ αυτό τον τρόπο διαπομπεύτηκε το δαιμόνιο και όχι φυσικά η ασθενής]. Τέλος σταμάτησε έξω από την Εκκλησία κι ο «Δαίμων» φώναξε δυνατά:
– Πήτε στη Σκύλα τη Ρεθεμνιανή, νάρθη να την παραλάβη.
Η Κατίνα, που ειδοποιήθηκε, βγήκε στην πόρτα, βλέπει την Όλγα και ρωτά:
– Πόσα δαιμόνια την πειράζουν;
– Είμαστε 500, απαντά. Αλλ’ από την αρχή, τώρα και 16 χρόνια, την έχουμε πειράξει πολλά εκατομμύρια δαίμονες. Δε μετρούμαστε.
Κεφ. ΙΕ΄. Οι άρρωστοι γιατρεύονται και μεταλαβαίνουν (σελ. 70-73)
[…] Τελείωσε κάποτε η θεία Λειτουργία. Τότε λένε στην Κατίνα, ν’ ανάψη μια λαμπάδα και να κοινωνήση, πρώτα αυτή, ύστερα να κοινωνήση τα 12 παιδιά που είχε βαπτίσει και μετά, έναν-έναν τους ασθενείς, που θα λευτερώνονται από τους δαίμονες και θα την πλησιάζουν!!
[…] Κοινώνησε λοιπόν η κ. Κατίνα πρώτη και τότε πλησιάζει κοντά της, η πολύπαθη Όλγα Καντηλιεράκη, κάνει μετάνοια, τη φιλεί και της λέει, με άμετρη συγκίνηση:
– Η Παναγία είναι η πρώτη μας Μητέρα και συ είσαι η δεύτερη! Έγινα καλά, αυτή τη στιγμή, και πλησίασέ με να κοινωνήσω! […]
Κοινώνησαν όλοι, ένας – ένας, και δόξαζαν από ψυχής τον Κύριον της Δόξης. «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον, από του νυν και έως του αιώνος» (Ιώβ 1, 21).
Η κ. Κατίνα τώρα Νικήτρια, μετά τα 19 μερόνυχτα που πάλαιβε και που έτρωγε μόνο αντίδωρο το πρωΐ κι’ αν έπινε λίγο νερό, αισθάνθηκε την ανάγκην αναπαύσεως! Πήγε λοιπόν και πλάγιασε, για να κοιμάται συνεχώς, τρία 24ωρα.
Άμα ξύπνησε βρέθηκε σε μεγάλο γλέντι, όλων των κατοίκων της περιφερείας! Το συνέστησε ο Επίσκοπος, αείμνηστος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης. Είπε, πρέπει κάθε χρόνο στις 3 του Οχτώβρη, να γιορτάζουν όλα τα Χωριά.
Διηγήσεις Γαλάτειας Βασιλάκη (κόρης της Αείμνηστης Κατίνας Βασιλάκη), Ρέθυμνο. . Ή μητέρα μου τον θαυματουργό Τίμιον Σταυρόν τον είχε γράψει σε μένα .
Έχω γεννηθεί στις 3 Οκτωβρίου του 1917 16-17 ετών ήμουν τότε, πού άρχισε ή μητέρα μου να πηγαίνη στα Κεραμιά, ήτοι το 1933. Ή μητέρα μου τον θαυματουργό Τίμιον Σταυρόν τον είχε γράψει σε μένα στη διαθήκη της. Από τότε λοιπόν πού πέθανε ή μητέρα μου, τον έχω εγώ και κάνω το έργον πού κάνει εκείνη. Γι' αυτό και δεν παντρεύτηκα, παρόλο πού με ζήτησαν πάρα πολλά άτομα.
Ήθελα να αφιερωθώ και αφοσιωθώ εις την διακονία του Τιμίου Σταυρού!
Εκατοντάδες άτομα με έχουν καλέσει μέχρι σήμερα δαιμονισμένα ή και από άλλες αρρώστιες, να τους πάω τον Τίμιον Σταυρόν, να τον προσκυνήσουν, να τον ασπασθούν και πηγαίνω με τον ιερέα μαζί. Πάρα πολλά θαύματα και θεραπείες αρρώστων έχουν ιδεί τα μάτια μου, όταν δαιμονισμένους ή αρρώστους τους σταυρώνει ο ιερεύς με τον Τίμιον Σταυρόν. Γινόντουσαν τελείως καλά και δεν ξαναρρωστούσανε! Βεβαίως αναλόγως με την πίστη των αρρώστων. Άλλα και ο ιερεύς μας είναι με μεγάλη πίστη και αρετή. Να τον ακούτε να διαβάζει και να εξορκίζει, τότε θα πειστείτε γι' αυτά πού σας λέγω.
Έτσι τότε, όταν ζούσε ή μητέρα μου, διάβαζε παρακλήσεις της Παναγίας μας, με ζωντανή πίστη στους αρρώστους.
Αυτά πού έλεγε ή μητέρα μου εις τους δαιμονισμένους, όταν τους σταύρωνε με τον Τίμιον Σταυρόν, τα είχε διδαχθεί τρόπον τινά, από την Χάρι του Χριστού" δηλαδή την είχε οδηγήσει ή Χάρις του Χριστού και έλεγε τα έξης περίπου: «Εις το όνομα τον Πατρός και τον Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν. Σάς εξορκίζω πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα να φύγετε, με την δύναμιν τον Ζωοποιού Σταυρόν, από τον δούλον σας τάδε και να μην έχετε εξουσία να πειράζετε ούτε τους εν τη γην αέρι και θαλασσή κ.ο.κ.».
Εις τους δαιμονισμένους πού φώναζαν, ότι θα φύγουν από το μάτι και θα τον τυφλώσουν ή από τα αυτιά και θα τον κουφάνουν ή από το στόμα και θα τον βουβάνουν, απαντούσε ή μητέρα και τους έλεγε; «Όχι, ακάθαρτα πνεύματα να φύγετε από το μικρό δαχτυλάκι, και να μη βλάψετε καθόλου τον ασθενή». Απαντούσαν οι δαίμονες: «Μωρή χονδρέλα αυτός πού είναι εκεί επάνω, Αυτός μωρή σ' οδήγησε να λέγεις αυτά τα λόγια και να μας καις με τον στραβόν!!! πού κρατάς κ.λπ.»' και εννοούσαν την Χάριν του Χριστού πού την βοηθούσε, και τον Τίμιον Σταυρόν.
Έτσι με την Χάριν του Τιμίου Σταυρού, πολλά δαιμόνια φυγαδεύοντο και οι άρρωστοι θεραπευόντουσαν.
Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο της τους αρρώστους, πού τους πάλευε με τον Τίμιον Σταυρόν και το πρωί πράγματι τους έφερναν και με την Χάρι του Τιμίου Σταυρού έφευγαν οι δαίμονες.
Γι' αυτό συχνά μου έλεγε: «Σήκω παιδί μου να καθαρίσεις το σπίτι, γιατί θα φέρουν σήμερα ένα άρρωστο κ.ο,κ.». Ήτο ή μητέρα πολύ καθαρή σε όλα και στο σπίτι και στο σώμα και στην ψυχή.
Έτσι κάποτε μου λέγει: «Σήκω κόρη μου θα φέρουν μία άρρωστη». Έμενα, δεν ξέρω πώς, μου ξέφυγε και της λέγω: «Προφήτευσες πάλι μάνα!» Όχι, ότι δεν πίστευα, αλλά έτσι μου ξέφυγε. Τότε μου ξαναλέγει ή μητέρα: «Αύριο, θα ιδείς». Πράγματι, ακόμη δεν είχε ξημερώσει, φέρανε μία κοπέλα από τα Χανιά, και την λέγανε Αικατερίνη Ληψάκη. Ακούμε ξαφνικά έξω από το σπίτι μας, σφυρίγματα, γαυγίσματα, φωνές, κακό, φτυσίματα
κ.λπ., πού έκανε ή δαιμονισμένη. «Σήκω επάνω», μου λέγει ή μητέρα, «να ιδείς πού φέρανε μία δαιμονισμένη». Τότε ο αδελφός της δαιμονισμένης, μόλις βγήκα έξω, μου λέγει: «Σάς παρακαλώ, εδώ μένει μια 'Ρεθυμνιώτισσα, πού έχει τον Τίμιον Σταυρόν;» «Μάλιστα, απαντώ, είναι ή μητέρα μου». Ανοίγω την πόρτα, βλέπω την κοπέλα.
Από αυτά πού έκανε ή δαιμονισμένη, φαινότανε σα γριά. Μόλις μπήκε στο σπίτι, εκεί πλησίον στο εικονοστάσι στάθηκε και γυρίζοντας προς εμένα μου λέγει: «'Προφήτευσες πάλι μάνα!» Έκανε κάπως και τη φωνή μου!
Ανατρίχιασα ολόκληρη μόλις τα άκουσα! Αυτό πού την προηγουμένη είπα στη μάνα μου, το δαιμόνιο το είπε. Έπεσα από τα σύννεφα, διότι ήτανε τότε, κάνα δυο φορές πού έβλεπα δαιμονισμένη, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό. και συνέχισε: «και όχι μωρή, πώς δεν πίστευσες, αλλά εγώ σε έβαλα και τα είπες αυτά!»
Κατεβαίνει και ή συγχωρεμένη ή μητέρα μου' της λέγει: «Χονδρέλα, όλη νύχτα με πάλευες». Είχε στα χέρια της ένα χαρτί, οπού έγραφε τα έξης: «Να πάτε στο 'Ρέθυμνο, εκεί είναι ή κλινική του Υιού μου. Να πάτε εις την Στεφάναινα και θα γίνει τελείως καλά». Είχε ιδεί την Παναγία στον ύπνο της ή μητέρα της κόρης και της είπε αυτά τα λόγια! και την επομένη ήρθαν από τα Χανιά στο 'Ρέθυμνο.
Έμεινε οχτώ ήμερες σπίτι μας. Μαζεύτηκαν πάρα πολλοί από το 'Ρέθυμνο. Καθενός πού ήρχετο, του έλεγε ο τρισκατάρατος τα αμαρτήματα του, π.χ. μωρέ εσύ δεν πηγαίνεις στην εκκλησία, μωρή εσύ δεν κοινώνησες 20 χρόνια, μωρέ εσύ έκλεψες εκείνο, έκανες το άλλο, πήγες εκεί κ.ο.κ. οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούμενοι να μην ακουστούν τα αμαρτήματα τους, φεύγανε.
Ή μητέρα μου τότε τον σταύρωνε και έλεγε να σιωπήσει. «Όχι, χονδρέλα με πιέζει ή δύναμης του στραβού και τα λέμε' μας αναγκάζει ή δύναμης του και τα λέμε!!!»
Οχτώ ήμερες την πάλευε ή μητέρα μου. οι δαιμονικές της κρίσεις συχνότατες. Άλλαζε το πρόσωπον της όταν πάθαινε κρίση ύβριζε αισχρά την μητέρα μου κ.λπ. Τελευταία είπε το δαιμόνιο ότι μπήκε μέσα της, διότι οι συγγενείς του γαμβρού (ήτανε αρραβωνιασμένη) της έκαναν μάγια! Επί οχτώ ήμερες, το τι γινότανε εις το σπίτι μας, δεν περιγράφεται. Την τελευταία ήμερα έφυγαν οι δαίμονες, έγινε τελείως υγιής ή κοπέλα. Η μητέρα μου αποφάσισε να τη στεφάνωση.
Άλλα χρήματα δεν υπήρχαν για το γάμο και στεναχωριότανε. Ένα βράδυ βλέπει ή μητέρα την Παναγία εις τον ύπνο της και της λέγει: «Μη στεναχωριέσαι, εγώ θα φωτίσω μία χριστιανή, να σου δώση χρήματα για τον γάμο! και στον χρόνο αυτόν, Θα στεφάνωσης κι ένα σου παιδί!» Έτσι ακριβώς και έγινε. Δηλαδή της μίλησε ή χάρις της Παναγίας στο όνειρο και πραγματοποιήθηκαν όλα. Αυτό το περιστατικό συνέβη το 1944. Τον Αύγουστο την φέρανε και έγινε καλά και τα Χριστούγεννα την στεφάνωσε.
Ή πεθερά και οι δύο κουνιάδες της δεν τη θέλανε άπ' αρχής και αυτές της είχαν κάνει τα μάγια. Δεν ξέρανε τι έχει ή κοπέλα και οι δικοί της την πηγαίνανε σε διαφόρους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι δια της θαυματουργικής ενεργείας του Τιμίου Σταυρού, έγινε τελείως καλά. Την στεφάνωσε ή μητέρα μου. Απέκτησε παιδιά (ένα το ονόμασε Σταυρούλα) τα πάντρεψε. Έχει τώρα δύο χρόνια πού πέθανε ο άντρας της. Ήτανε ένας πολύ καλός άνθρωπος.
Άλλα θυμάμαι το πόσο φοβήθηκα και ανατρίχιασα, όταν ή δαιμονισμένη τότε κοπέλα, μόλις μπήκε στο σπίτι μου είπε: «Προφήτευσες πάλι μάνα!» τότε επενέβη ή μάνα μου και λέγει: «Τρισκατάρατε, μη τη φοβερίζεις». Ξαναλέγει, ή δαιμονισμένη: «Έχει πίστη σαν κι εσένα, αλλά την τσίτωσα εγώ! Εγώ την ανάγκασα και το είπε!» Όταν θεραπεύτηκε ή κοπέλα, λέγω στην μητέρα μου: «Μαμά, βλέπω την αξία του Τιμίου Σταυρού, βλέπω και την άξια σου. Εγώ πρώτα ο Θεός, (να ζήσης 100 χρόνια), όταν θα φυγής, θα σε αναπληρώσω. Δεν με νοιάζει κι αν μείνω ελεύθερη, χάριν της διακονίας του Τιμίου Σταυρού», για να υπηρετήσω την χάριν του ΤΙμίου Σταυρού.
Κάποτε με κάλεσαν να πάω στα Χανιά σε μια δαιμονισμένη από την Χαλέπα, Κατίνα το όνομα της. "Ήτο έγγαμος με τρία παιδιά. Την βλασφήμησε ο άντρας της και δαιμονίσθηκε! Πήρα τον Τίμιον Σταυρόν και μαζί με τον Ιερέα πήγαμε. Όπως στην μητέρα μου οι δαιμονισμένοι έλεγαν πολλές μαντινάδες, έτσι πρώτη φορά τότε, άκουσα και εγώ την δαιμονισμένη, να λέγει μια μαντινάδα για μένα.
«Στάσου μωρή καμπούρα, να πω και τη δική σου μαντινάδα: Ήρθε ή κόρη της χονδρής μ' ένα μικρό τσιράκι, κι ώσπου να φτάσει την πίστη της μάνας της, θα πιή πολύ φαρμάκι. Ήρθε ή κόρη της χονδρής κι έβγαλε την γλωσσάρα, τους αγίους ονομάζω όλους από την αράδα. Εκάψατέ με κατά πολλά, με τ' αγιάσματα, με τα ευχέλαια, με τα τρισάγια, με Θεία Κοινωνία, φεύγω και λευτερώνεται, δεν έχω πια αξία!»
και έφυγε το δαιμόνιον και θεραπεύτηκε ή γυναίκα και έκτοτε είναι τελείως καλά.
Τα πρώτα χρόνια είχαμε έναν Ιερέα εδώ στην περιοχή μας, 95 ετών. Ήτο όντως αγαθός άνθρωπος. Όταν φέρανε πάλι μία δαιμονισμένη στο σπίτι μας, τον φωνάξαμε. Μόλις μπήκε μέσα του λέγει ή δαιμονισμένη:
«Τράγε, φωτιά να σε κάψει. Αν υπήρχαν τραγιά σαν κι εσένα και τις χονδρέλες, σαν τούτο το ξυλοβάρελο, χαρά στον κόσμο». Κι έκανε ή δαιμονισμένη επίθεση κατά του Ιερέως, να τον χτυπήσει, να τον δαγκώσει, αλλά δεν την άφηνε ή χάρις του Χριστού. Είχε πολύ μεγάλη πίστη και αρετή' 110 χρονών κοιμήθηκε. Το μνήμα του είναι εις τον Σωτήρα Χριστόν, γυναικείο μοναστήρι.
Θεραπεύτηκε ή δαιμονισμένη. Πριν φύγει το δαιμόνιον, είπε την έξης μαντινάδα στον ιερέα:
«Κρίμας στα τριγυρίσματα πού έχω κανωμένα και φεύγω και μου μένουνε τα σφάκελα σε μένα»
Είπε και για την μητέρα μου μία μαντινάδα. Την παλεύανε ο ιερεύς μαζί με την μητέρα μου από το πρωί 8 ή ώρα, και 3.15 απόγευμα έγινε τελείως καλά.
Όταν ερχόντουσαν οι άρρωστοι, τους κρατούσαμε στο σπίτι μας τρεις, δέκα, είκοσι ή και περισσότερες ήμερες. Θυμάμαι έναν πού τον κρατήσαμε τρεις μήνες με την μητέρα του! οι περισσότεροι γινόντουσαν τελείως καλά και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Σχεδόν όλοι εθεραπεύοντο.
Ή μητέρα μου έκανε πολλή νηστεία για τους αρρώστους! Κάνανε και οι άρρωστοι και οι συγγενείς ανάλογη νηστεία, όταν μπορούσανε. Διότι όπως γνωρίζουμε, τα δαιμόνια φεύγουν με νηστεία και προσευχή. Επίσης χρειάζεται πίστις και ταπείνωσις!
Ή μητέρα μου γεννήθηκε επταμηνίτικο το 1885. Το 1888 βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν και τον είχε μέχρι το 1956. Δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι.
Από τον καημό μου, Όταν πρωτοπέθανε ή μητέρα (όχι ότι γόγγυσα στην Χάρι του Χριστού), έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν την άφησες στη ζωή, πού θεραπεύοντο τόσοι άνθρωποι κ.λπ.», και τότε την βλέπω εις το όνειρο μου και μου λέγει:
«Πολύ με βάραινες την ψυχή μου. Γιατί κλαις από το πρωί μέχρι το βράδυ και μου βαραίνεις την ψυχή μου; Ηθέλησε ή Χάρις του Χριστού να με πάρη, γιατί τελείωσα την αποστολή μου, τον αγώνα της ζωής μου».
Εγώ από τον καημό μου, πράγματι, έκλαιγα ήμερα νύκτα. Αφού στα σαράντα της, πολλοί δεν με γνώρισαν. Άργησα να την ιδώ και στον ύπνο μου. Την είδα μετά 5-6 μήνες, λες και ήταν ζωντανή και μου λέγει:
«Παιδί μου, από όλα μου τα παιδιά σ' αγαπώ ιδιαιτέρως. Το πνεύμα μου θα σε οδηγεί. Να μη φοβάσαι' τίποτε δεν θα πάθεις. Να έχεις πίστη ακράδαντη. Κι εγώ θα σου αποκαλύψω, πότε θα ανοίγει ο Τίμιος Σταυρός!»
Πράγματι! Από βραδύς ονειρεύτηκα την μητέρα μου και το πρωί τον άνοιξαν, έγινε ή παράδοσης. Δηλαδή επί 7 χρόνια έκλεισαν το εκκλησάκι μας και τον Τίμιον Σταυρόν τον πήγανε εις την Μητρόπολη, εις το σκευοφυλάκιο. Ό Δεσπότης (Θεός σχωρέστον, έχει 4-5 χρόνια πού έχει πεθάνει), δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά άλλοι πήγαιναν και του έλεγαν: «Να ή Στεφάναινα τον εκμεταλλεύεται τον Σταυρόν» και άλλες συκοφαντίες και παρασύρθηκε ο Δεσπότης και έκλεισε την Χάριν Του.
Όταν πήγα να τον πάρω, δεν παρουσιάσθηκε ο Δεσπότης. Δεν ξέρω γιατί τώρα ντράπηκε γι` αυτά πού είχε κάνει, δεν ξέρω. Ήτανε ο γραμματέας του, αυτός είχε υπογράψει αντί για τον Δεσπότη, να κλείση το εκκλησάκι και να πάρουν τον Τίμιον Σταυρόν.
Γονατίζω κάνω τον σταυρό μου.
Τον είχαν κλεισμένο μέσα σ' ένα κουτί. Ή συγκίνησίς μου μεγάλη. Μόλις άνοιξε το κουτί ο γραμματεύς, μία λάμψις έντονος βγήκε από το κουτί και φώτισε το δωμάτιο. Εγώ δάκρυσα. Όλοι είδαν την λάμψιν και έμειναν κατάπληκτοι, ίδιος ο γραμματεύς, ο όποιος είπε αμέσως: «Μα, τι είναι αυτό το φως πού έβγαλε;»
Όλοι λοιπόν θαμπώθηκαν. Εγώ γονατιστή ευρισκόμενη, σκεπτόμουνα: «Αχ, να ήταν και ή μητέρα μου εδώ να τον ιδή, πού τον λάτρευε τον Τίμιον Σταυρόν τόσα και τόσα χρόνια!» Αυτό ήταν θα έλεγα το πρώτο θαύμα πού έκανε ο Τίμιος Σταυρός, από την στιγμή πού επανήλθε στην οικογένεια μας.
στις 13 Δεκεμβρίου 1955 μας πήραν τον Τίμιον Σταυρόν και έκλεισαν την εκκλησία. στις 6 Μαρτίου 1956, δηλαδή περίπου σε τρεις μήνες, πέθανε ή μητέρα μου.
Την τελευταία βραδιά όλο έψελνε και έλεγε πάρα πολλές προσευχές. Εκείνο το βράδυ και εγώ χωρίς να το θέλω, με είχε πιάσει ένας λυγμός και έκλαιγα συνέχεια με άφθονα δάκρυα. οι προσευχές της μητέρας μου συνεχίζοντα όλη τη νύκτα. Κατά την μία μετά τα μεσάνυχτα μου λέγει: «κοιμάσαι, παιδί μου;» «τι θέλεις μητέρα;» «Πλάγιασε παιδί μου να κοιμηθείς λίγο, διότι αρκετά σ' έχω κουράσει και μάθε ότι αύριο Θα γίνει ή δίκη μου». Μετά από ώρα αρκετή την ακούω να λέγει:
«Μεγαλόχαρη μου Παναγία, σ' ευχαριστώ πού ήρθες. Άφησε με ακόμη να ζήσω να ιδώ την αποκατάστασιν του ορφανού μου, της Γαλάτειας και κατόπιν ας γίνει το θέλημα σου». Έβλεπε την Παναγία ή όποια της είπε ότι θα την πάρη. Κατόπιν συνέχισε σαν εξομολόγηση τρόπον τινά: «πέρασα μεγάλες θλίψεις, πέρασα και καλές ημέρες, πολλά βάσανα με τα παιδιά, πείνες, δυστυχίες κ.λπ.»
Θα πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά ακούω να λέγει, κάνοντας τον σταυρό της: «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου μνήσθητί μου Άγιε, όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου μνήσθητί και ημών Δέσποτα όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου». Και αμέσως ανοίγει το στόμα της και κάνει όπως ακριβώς όταν κοινωνήση ένας άνθρωπος. Τα κρεβάτια μας ήτανε πολύ κοντά και τα παρακολουθούσα όλα. Με τα λόγια αυτά συνεχίζει: «Δόξα σοι ο Θεός δόξα σοι ο Θεός' δόξα σοι ο Θεός' οπότε θέλεις πάρε με!» Εκείνη τη στιγμή σαν να έριξαν πολλά αρώματα και ευωδίασε όλο το δωμάτιο! (ενώ εγώ δεν είχα καθόλου άρωμα σπίτι). Έμεινα κατάπληκτη από την άρρητη ευωδιά!
Μετ' ολίγον μου λέγει: «Δεν μπορώ παιδί μου, φέρε μου λίγο νερό». «Μητέρα, λέγω, ομιλούσες προηγουμένως Όνειρο έβλεπες;» «Είδα παιδί μου, την Παναγία αρχικώς από τα Καστελάτα (θαυματουργός εικών) και μου είπε ότι θα γίνει ή δίκη μου αύριο». «Κατόπιν τι έβλεπες, μιλούσες;»
«Κατόπιν παιδί μου, είδα την χάριν του Χριστού αλλά δεν έβλεπα το πρόσωπον Του και βάσταγε το Αγιον Ποτηριών και κοινώνησα!» «Γι' αυτό είπες δόξα σοι ο Θεός και μνήσθητί μου Κύριε κ.λπ.;» «Ναι παιδί μου. Να έχεις την ευχή μου και όλα μου τα παιδιά, κι εσύ ιδιαιτέρως, από τα φύλλα της καρδιάς μου».
Άρχισε να πρήζεται συνεχώς. Κάνει ξαφνικά τον σταυρό της, με φωνάζει και λέγει: «Τελειώνω, παιδί μου».
Κατά την κηδεία ήσαν τουλάχιστον 2.000 άνθρωποι. Θα ήσαν πολύ περισσότεροι, αλλά εγράφη: «Κηδεύεται ή Αικατερίνη Βασιλάκη», ενώ ο κόσμος ο πολύς την γνώριζε ως «Στεφάναινα από το 'Ρέθυμνο». Αλλιώς θα ήρχοντο από όλη την Κρήτη, διότι πάρα πολλοί είχαν ευεργετηθεί από την χάριν του Τιμίου Σταυρού.
Εις τα 40 της ήρθε πάρα πολύς κόσμος. Επί 6 μήνες το κανδηλάκι της ήτο αναμμένο. Πήγαιναν οι άρρωστοι πού θεραπεύτηκαν από την χάρι του Τιμίου Σταυρού και άναβαν το κανδηλάκι!
Την ήμερα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, 29 Αυγούστου, ανοίχθηκε το εκκλησάκι. Έμενα με ονείρεψε, ότι θα ανοιχθεί το εκκλησάκι και θα δοθεί ο Τίμιος Σταυρός. Την είδα (σαν οπτασία), να ανεβαίνει προς το εκκλησάκι και να κρατά τον Τίμιον Σταυρόν. Δίπλα της δε ένας ιεροπρεπής, σαν ιερέας. Μου λέγει: «Παιδί μου, ήρθε ή ώρα τώρα, να ανοιχθεί ή εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και να μπει στην θέσιν του!» Ξαφνικά σπάζουν τα λουκέτα και ανοίγουν οι πόρτες της εκκλησίας και εισέρχονται μέσα. Πράγματι, την επομένη ήμερα πήρα τον Τίμιον Σταυρόν και ανοίχθηκε το εκκλησάκι του!
Έκτοτε από 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι της 14ης Σεπτεμβρίου, γίνεται καθημερινώς πρωί λειτουργία και το απόγευμα παράκλησις και έρχεται κόσμος πολύς. Χιλιάδες κόσμος! Κάθε χρόνο έρχεται και ο Δεσπότης, κάνει και λειτουργία. Εφέτος ήτανε και στον μέγα εσπερινό. Έρχονται από όλη την Κρήτη και από όλη την Ελλάδα δια την χάριν του Τιμίου Σταυρού. Ήτανε φέτος όπως και κάθε χρόνο και ο κ. Κωνσταντίνος Κωστουράκης, διδάσκαλος, από τα Χανιά, ο όποιος έγραψε τα «Κεραμιανά» και έτσι ή χάρις του Αγίου και Τιμίου Σταυρού, μαθεύτηκε εις το Πανελλήνιον. Παραμονή του Τιμίου Σταυρού και ανήμερα έρχονται χιλιάδες κόσμος.
Μία φορά, τότε πού είμασταν στο κάτω σπίτι, τότε πού ζούσε ή μητέρα μου, μία κοπέλα ήρθε σπίτι μας. Ήρθε να ιδεί μία δαιμονισμένη, πού είχαμε στο σπίτι. Μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι ή κοπέλα (ούτε ή άρρωστη γνώριζε την κοπέλα, ούτε ή κοπέλα την άρρωστη), ή δαιμονισμένη άρχισε να γελά συνέχεια. Λέγει ή συγχωρεμένη μητέρα μου: «Γιατί τρισκατάρατε γελάς, μόλις μπήκε ή κοπέλα;»
«Εγώ θα σου πω χονδρέλα. Αυτή πού την βλέπεις, πήγε μία φορά σε μία φλυτζανού, σε μια μάγισσα και της άνοιξε το φλιτζάνι!» «Για εσάς είναι αμαρτία αυτό, για μας δεν είναι. Διότι εμείς παρουσιαζόμαστε σ' αυτές τις φλυτζανούδες είναι δικοί μας άνθρωποι και στ' αυτί τους τις λέγουμε ότι θα πάρη αυτή εκείνον και θα γίνει αυτό κι εκείνο' και όταν βγαίνουν, παρασέρνει ή μία την άλλη και την φέρνει εις την φλυτζανού. Για εμάς είναι ή μάνα μας ή φλυτζανού, ή μάγισσα, διότι κάνει τα έργα μας! Κι αυτή εδώ μόλις ήρθε κάνει τον στραβό της, θαρρείς πώς είναι αγιασμένη».
Τότε ή συγχωρεμένη ή μητέρα μου ρωτά: «Βασιλικούλα, τα έκανες πράγματι αυτά». «Ναι, κυρία Στεφάνου, Ναι, πράγματι πήγα. Ό Θεός να μη επιτρέψει όμως να ξαναπατήσω. Άλλα που το ξέρει αύτη ότι πήγα;»
«Εγώ μωρή πού σε τσίτωσα και πήγες (λέγει ή δαιμονισμένη, δηλαδή ο τρισκατάρατός), εγώ μωρή το ξέρω, και γι' αυτό το φανέρωσα!»
Δεν ξαναπήγε ή κοπέλα στην φλυτζανού. Ήρχετο κάθε βράδυ και έκανε τον σταυρό της και ομολογούσε πώς παρασύρθηκε και πήγε στην φλυτζανού.
Πάνω από 40 χρόνια ζήσαμε στο κάτω σπίτι' και εκεί έφερναν τους άρρωστους. Ή μητέρα μου έζησε περί τα 72 χρόνια. Τον Τίμιον Σταυρόν, όπως σας είπα, τον βρήκε όταν ήτανε περίπου 3 χρονών κοριτσάκι. Μάζευαν ελιές, κοντά σε μια ερειπωμένη ερημοκλησιά. Ενώ έπαιζε Εις το ιερόν της εκκλησιάς, βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν.
Ήτανε ασημένιος και μέσα είχε Τίμιον Ξύλον.
Μετά έκανε ή μητέρα μου μεγαλύτερη θήκη και έβαλε μέσα πολλών αγίων τεμαχίδια αγίων λειψάνων. Στο επάνω τμήμα της θήκης ήτο ο Τίμιος Σταυρός και στα άλλα δύο, δεξιό και αριστερό, άγια λείψανα. Γι' αυτό οι δαιμονισμένοι (οι τρισκατάρατοι πού ήσαν μέσα τους), έλεγαν συχνά: «Έχει ή χονδρέλα ένα τρικέφαλο στραβό, πού μας καίει!»
Όταν διαβάζαμε τροπάρια εις τους δαιμονισμένους, οι τρισκατάρατοι πολύ φοβόντουσαν το «Θεοτόκε Παρθένε» κ.λπ., και το φυλλάδιο του αγίου Κυπριανού. Επίσης όταν λέγαμε το «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης» κ.λπ. Δηλαδή οι δαιμονισμένοι την ώρα εκείνη, ταράσσονταν πάρα πολύ, έτρεμαν!
Δήλωσα να εργάζομαι προαιρετικά στην χάρι του Τιμίου Σταυρού, χωρίς να πληρώνομαι. Σε Λειτουργίες, βαπτίσια, γάμους, βοηθώ τους ιερείς σ' όλα, χωρίς να πληρώνομαι. Μόνον για ψυχική ωφέλεια. Καμία φορά μου λέγει ο ιερεύς ο παπα-Γιάννης να μου δώσει λίγα χρήματα. Όχι, του λέγω' εγώ θα εργάζομαι όσο θάχω την υγειά μου προαιρετικά, δωρεάν. Βοηθώ στα πρόσφορα, στο ψάλσιμο και ότι περνάει από το χέρι. Έχω σύνταξι από το Ι.Κ.Α.
Από 14 ετών έχω αναλάβει τον Τίμιον Σταυρόν. Με την χάρι του Τιμίου Σταυρού δεν φοβούμαι τους δαιμονισμένους. Δέκα οκτώ χρόνια εδώ επάνω μόνη, δε φοβήθηκα να μένω, πού ήτο ο τόπος παλαιότερο έρημος. Έχω πάρει πολύ θάρρος πού έβλεπα την μητέρα μου, πού δεν φοβόταν καθόλου τους δαιμονισμένους και επίσης από την μεγάλη δύναμη πού έχει ο Τίμιος Σταυρός, τον όποιον τρέμουν οι τρισκατάρατοι.
Τώρα έγινε αυτή ή συνοικία του Τιμίου Σταυρού. Πριν, ούτε σπίτια πέριξ της εκκλησίας ούτε φως ούτε νερό. Μόνη τόσα χρόνια σ' αυτό το παραγκάκι.
Ή συγχωρεμένη μητέρα μου είχε βαπτίσει 100 παιδιά. Εκ τούτων τα 85 ήσαν υγιέστατα, 15 δε ήσαν δαιμονισμένα, από την περιοχή των Κεραμιών. Την βάπτιση την φοβάται πάρα πολύ ο τρισκατάρατος.
Πάρα πολλοί παρακαλούσαν την μητέρα να βάπτιση το παιδί τους. Πολλοί τάζανε τα παιδιά τους εις την χάριν του Τιμίου Σταυρού και έδιναν το όνομα Σταύρος -Σταυρούλα.
και ο πατέρας μου είχε βαπτίσει 70 παιδιά. Τα περισσότερα εκ τούτων ελάμβαναν το όνομα Σταύρος -Σταυρούλα, διότι έτσι ήθελαν οι γονείς. και εγώ έχω βαπτίσει πέντε παιδιά.
Πολλές φορές δαιμονισμένους πού είχαμε στο σπίτι, προσπάθησαν εν ώρα κρίσεως και δαιμονικής ενεργείας, να με χτυπήσουν αλλά δεν τους άφηνε ο Τίμιος Σταυρός. Ορμούσανε να με χτυπήσουνε, δεν τους άφηνε όμως ή χάρις του Τιμίου Σταυρού.
Μία φορά πού φέρανε έναν δαιμονισμένο, χτύπησε την μητέρα μου Εις το στόμα και εις το πόδι. Εγώ φοβήθηκα. «τι έπαθες μητέρα;» λέγω κλαίγοντας. «Μη φοβάσαι παιδί μου, λέγει ή συγχωρεμένη. Δεν θ' αφήσει ο Τίμιος Σταυρός να πάθω τίποτε». Πράγματι, αμέσως έβαλε αγιασμό Εις τα μωλωπισμένα μέρη και τα σταύρωσε με τον Τίμιον Σταυρόν.
Σε λίγο υποχώρησαν, εξαφανίσθηκαν τελείως οι μώλωπες (οίδημα, αιμάτωμα και μελανάδα). Ό δαιμονισμένος φώναζε: «Μωρή χονδρέλα, είσαι μάνα του στραβού και δεν σ' αφήνει να πάθεις τίποτα' κι εγώ μωρή σου κανα μια ζημιά, αλλά ο στραβός σε γιάτρεψε». Ή δε μητέρα, ούτε να κλάψει ούτε να στεναχωρεθή από τα χτυπήματα. Έλεγε πάντοτε: «Να γίνει καλά μόνον ο άρρωστος, ο δαιμονισμένος κι εμένα ή χάρις του Τιμίου Σταυρού, δεν μ' αφήνει να πάθω κακό».
Επί 15 ήμερες συνέχεια κατόπιν, ή μητέρα μου και εγώ, πηγαίναμε στο σπίτι του, πού ήτανε κοντά. Συνέχεια προσευχές, παρακλήσεις, εξορκισμούς κ.λπ. Έγινε τελείως καλά και έκτοτε είναι υγιέστατος.
Μάλιστα, σε μια κρίση του, χτυπώντας την μητέρα, της έσπασε 4 δόντια. Αμέσως ή μητέρα του λέγει: «Να φυγής από το παιδί, δαίμονα εγώ τα δόντια θα τα βάλω», Δεν φοβήθηκε, δεν δείλιασε καθόλου. και πράγματι έφυγε το δαιμόνιον' ζει σήμερα αυτό το άτομο και ευγνωμονεί την μητέρα μου πάντοτε, ή οποία με την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού, τον απήλλαξε από το φοβερό και τυραννικό δαιμόνιο πού είχε.
Οι δαιμονισμένοι ποτέ δεν την έλεγαν την μητέρα με το όνομα της. Πάντοτε την έβριζαν: «Χονδρέλα, ξυλοβάρελο κ.λπ. αισχρές κουβέντες». Πολλά υπέφερε ή μητέρα από τους δαιμονισμένους.
Εδώ στο εκκλησάκι πού παλαιότερα ήτανε τελείως ερημιά, είμαι 27 χρόνια. Μερικές νύχτες ήρθαν κλέφτες να διαρρήξουν το εκκλησάκι, το σπιτάκι πού μένω, αλλά με την χάρι και την δύναμη του Τιμίου Σταυρού, ουδέποτε έγινε κακό, ουδέποτε φοβήθηκα. Έπαιρνα τον Τίμιον Σταυρόν, σταύρωνα το σπίτι, κοιμόμουνα ήσυχη. Ή χάρις του πάντοτε με προστατεύει, παραπάνω από ότι ήλπιζα.
Ή μητέρα μας πέθανε κατά την ήμερα της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού υπό της Αγίας Ελένης.
Εις το σπίτι μας είχαμε ένα μεγάλο δωμάτιο, οπού βάζαμε τους αρρώστους, τους δαιμονισμένους.
Την Όλγα την Καντηλιεράκη, την δαιμονισμένη, την είχαμε έξι μήνες στο σπίτι μας. Ένας προπάππος της είχε κλέψει τα τιμαλφή από την Ί. Μονή της Αγίας Τριάδος και δι' αυτό υπέφερε πολλά από τους δαίμονας, λεγεώνα δαιμονίων είχε μέσα της. Την είχε φέρει ο αδελφός της σπίτι μας από τα Κεραμιά Χανίων και παρακάλεσε θερμώς τους γονείς μου, να την κρατήσομε σπίτι μας, διότι είχε ακούσει για την δύναμη του Τιμίου Σταυρού και τα θαύματα πού εγίνοντο με την χάρι Του. Μας περιέγραψε δε το μαρτύριο πού ή ίδια τραβούσε και ή μαρτυρική κατάστασι πού επικρατούσε Εις το σπίτι.
Ερώτησης: Ποία Ήτο ή συμπεριφορά της δαιμονισμένης Όλγας Εις το σπίτι σας;
Απάντησης: Μόλις την σταυρώναμε με τον Τίμιον Σταυρόν, την έπιανε κρίσης μεγάλη, έβριζε, έλεγαν οι τρισκατάρατοι, γιατί μπήκανε μέσα της. Αυτό έγινε, όταν την φέρανε σπίτι το 1933. Έτσι γνώρισε ή μητέρα μας τα Κεραμιά και τους δαιμονισμένους των Κεραμιών και την ιστορία τους. Έκτοτε πήγαινε πολύ συχνά εις Κεραμιά.
Όταν την έπιανε ή δαιμονική κρίσης, αγρίευε τόσο πολύ, έβριζε, έφτυνε κ.λπ., πού να σε πληρώνανε δεν την πλησίαζες. Άνοιγε το στόμα διάπλατα, πού φαινότανε ο φάρυγγας της, γούρλωνε τα μάτια, έτοιμη να ορμήξη επάνω σου, αλλά δεν άφηνε ή χάρις του Σταυρού. Αυτή τράβηξε πράγματι μαρτύριο από τους δαίμονας.
Έβγαζε και αφρούς από το στόμα της. Έβλεπε κανείς Εις τον λαιμό της κάτι σαν καρύδι να μετακινείται, αλλά και σ' όλο το σώμα της κόμβοι - κόμβοι σαν ρόγες σταφυλιού να μετακινούνται και άλλοτε να εμφανίζονται εδώ, άλλοτε εκεί.
Όταν δεν είχε κρίσεις δαιμονικές, τότε ήτο ήσυχη, γαλήνια, ομιλούσε, έκανε δουλειές, έραβε, έπλεκε κ.λπ. Ξαφνικά εκεί πού ήτανε ήσυχη, άρχιζε να τρέμει ολίγο, άρχιζε να γελάει, αγρίευε, και ξέραμε ότι σε λίγο θα άρχιζε ή δαιμονική κρίσης.
Με την κρίση άρχιζε ο τρισκατάρατος να βρίζει, να ομιλεί κ.λπ. πού προηγουμένως ανάφερα. Εις τις αρχές πού την είχαμε φέρει Εις το σπίτι μας την Όλγα, μου λέγει ένα βράδυ ή μητέρα μου: «Να κοιμηθείς με την Όλγα μαζί». «Μα, μητέρα, αν την πιάσει κρίσης και μου κάνει κακό;» «Δεν σου κάνει τίποτε παιδί μου' μην φοβάσαι».
Όταν την νύχτα την έπιασε κρίσης, άρχισε να λέγει αγριεμένη: «Μωρή, θα σε πνίξω». Εγώ άρχισα να κάνω τον σταυρό μου και να λέγω το πιστεύω.
Όση ώρα έκανα τον σταυρό μου και έλεγα το πιστεύω, ο τρισκατάρατος δεν μπορούσε να μου κάνη τίποτε, μόνον συνέχεια έλεγε: «Τον κακό σου τον καιρό κ.ο.κ.», όση ώρα έλεγα εγώ σιγανά το πιστεύω. Δηλαδή δεν ήθελε να τελειώσω το πιστεύω" τον έκαιγε.
Είδα λοιπόν, ότι κάνοντας τον σταυρό μου, λέγοντας το πιστεύω, έχοντας κοντά μου την Αγία Γραφή και φορώντας φυλαχτό (σταυρό με άγια λείψανα), για το όποιο έλεγε ο τρισκατάρατος, ότι τον καίει και ζητούσε να το πετάξω, δεν είχε καμία εξουσία επάνω μου, πήρα πολύ θάρρος και κοιμόμουνα επί μήνες κάθε βράδυ μαζί της!
Μου έλεγε ή μητέρα μου: «Να κοιμάσαι μαζί της διότι όταν έχει έναν άνθρωπο κοντά της, δεν έχει εξουσία ο τρισκατάρατος να την πολυβασανίζη».
Στην αρχή φοβόμουνα και εγώ και έλεγα μέσα μου «Παναγία μου, μήπως με πνίξει καμία φορά»" αλλά έβλεπα πώς με τον Τίμιον Σταυρόν την δάμαζε ή μητέρα μου και δεν μπορούσε να την βλάψει.
Την πρώτη φορά, την νύχτα πού την έπιασε κρίσης, πήγα μόλις τελείωσα το πιστεύω και φώναξα την μητέρα μου. Μου λέγει: «Μη φοβάσαι πάρε τον Τίμιον Σταυρόν από το εικονοστάσι και βάλε τον πάνω της». Ή Όλγα έλεγε: «Μη μωρή' μην τον φέρνεις, γιατί θα σε πνίξω κ.λπ.». Εγώ πήγα, τον έβαλα επάνω της και λες και κόλλησε σαν βεντούζα και τότε δεν μπορούσε ούτε χειρονομία να μου κάνη ούτε να με βλάψει σε τίποτε. Έτσι πήρα θάρρος και έλεγα: «Δεν έχεις Καμία εξουσία επάνω μου ή χάρις του Τιμίου Σταυρού δεν θα σ' αφήσει να με βλάψεις».
Έτσι όταν την έπιανε ή κρίσης την νύκτα, έπαιρνα τον Τίμιον Σταυρόν και τον έβαζα επάνω της και ξεκούραζα έτσι την μητέρα μου, πού πολύ κουρασμένη κοιμότανε κάθε βράδυ, φροντίζοντας τόσο για το σπίτι και τα παιδιά της, όσον και για τους τόσους αρρώστους, πού έτρεχε για να βοηθήσει.
Ή Σταυρούλα, ή αδελφή μου, φοβότανε πάρα πολύ και δεν πλησίαζε καθόλου την Όλγα. Της έβγαλε το όνομα Σταυρούλα και την προόριζε αυτή να αναλάβει τον Τίμιον Σταυρόν και να εξυπηρετεί τους άρρωστους, γι' αυτό και αυτήν είχε πάρει μαζί της Εις τα Κεραμιά κατά τον έξαφορισμόν του 1936. 'Αλλά δεν πλησίαζε τους αρρώστους τους φοβότανε πολύ.
Το 1936 εγώ ήμουν 19 ετών, ενώ ή Σταυρούλα 14 ετών. Τελικά ή μητέρα μου άφησε τον Τίμιον Σταυρόν σ' έμενα, λέγοντας: «Παιδί μου, σε εσένα αφήνω τον Τίμιον Σταυρόν. Αν θέλεις πάντρεψαν και αν ΄θέλεις μείνε ελεύθερη. Ότι σε φώτιση ή χάρις του Τιμίου Σταυρού»,
Ή Όλγα ή Κανδηλιεράκη από μικρό κοριτσάκι αρρώστησε. Νόμιζαν όμως ότι είναι επιληψία ή κάποια άλλη αρρώστια και την πηγαίνανε στους ιατρούς, την βάζανε ενέσεις κ.λπ. Όταν έγινε κοπέλα και αντίκρισε τον Τίμιον Σταυρόν, τότε εκδηλώθηκε το δαιμόνιο.
Μία ημέρα είχε αρκετό κόσμο.
Την είχε πιάσει πάλι φοβερή κρίσης. Ή μητέρα την σταύρωνε με τον Τίμιον Σταυρόν. Εμείς διαβάζαμε την παράκλησι. Ακούμε την μητέρα να λέγει: «Τρισκατάρατε, να φυγής, να μην την βλάψεις' από το μικρό δάκτυλο του ποδιού της να φυγής». Την σταύρωνε συνέχεια. Ξαφνικά βλέπομε όλοι να μεγαλώνη το πόδι της και από το δάχτυλο του ποδιού της μία σταγόνα αίμα. Συνήλθε από την φοβερή δαιμονική κρίση. Όχι, ότι θεραπεύτηκε, αλλά οπωσδήποτε θα έφυγαν πολλά δαιμόνια, διότι είχε λεγεώνα δαιμονίων μέσα της. Έκτοτε οι δαιμονικές κρίσεις δεν ήσαν τόσο φοβερές.
Όταν συνερχόταν από τις κρίσεις, σου μιλούσε με αγάπη και έλεγε κανείς: «Μα, αγία είναι».
Ό επίσκοπος Ξηρουχάκης είχε δώσει εντολή, να εορτάζουνε κάθε χρόνο οι άρρωστες το γεγονός το μεγάλο της θεραπείας τους κατά τον έξαφορισμόν. Αυτό εγίνετο επί χρόνια. Σήμερα δεν γνωρίζω αν γίνεται αυτό εις τα Κεραμιά, διότι οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι από τους θεραπευθέντας, έχουν αποθάνει.
Ή Όλγα όταν έγινε καλά, μας έλεγε, ότι τον διάβολο τον έβλεπε άλλοτε σαν Τούρκο, άλλοτε με ουρά, με κέρατα κ.ο.κ. εμείς βλέπαμε μόνον τις δαιμονικές κρίσεις και τις μετακινήσεις σ' όλο της το σώμα, σαν γρουμπούλια - γρουμπούλια μετακινούμενα!
Όταν έγινε καλά από τα Κεραμιά κατέβηκαν Εις το Βατέ. Είχα πάει και εγώ και έμεινα 10 ήμερες κοντά της, στο σπίτι του Γιάννη του αδελφού της. Ήτο τελείως καλά. και ουδέποτε την έπιασε κρίσης έκτοτε.
Ό Γιάννης ήτο πολύ καλός, ο αδελφός της (και ο Μιλτιάδης), και την συγκρατούσε στην αρρώστια της.
οι δαίμονες την σήκωναν εις τον αέρα. Πάρα πολλά άτομα το είχανε ιδεί αυτό.
Πολλά έλεγαν οι δαιμονισμένοι, όταν τους σταύρωνε ή μητέρα: «Σάς συμφέρει τρισκατάρατοι να τα λέγετε, να τα αποκαλύπτετε αυτά».
«Ναι, μωρή χονδρέλα, διότι ή δύναμης του στραβού μας πιέζει, μας πατάει και τα λέμε».
Μια φορά μου λέγει ή Όλγα σε μια κρίση της: «Μωρή καμπούρα πού σ' έβγαλε ή μάνα σου τσιράκι της! Έτσι μου έρχεται να σε πνίξω μωρή!»
- «Δεν μπορείς δεν σ' αφήνει ή χάρις του Τιμίου Σταυρού να με πειράξεις τρισκατάρατε, έλεγα».
Όταν ήμουνα 14 ετών περίπου, θυμάμαι, τεμπέλιαζα και δεν ήθελα να πάω στην εκκλησία. Μία Κυριακή πρωί μου λέγει: «Θα έρθεις στην εκκλησία, γιατί αλλοίμονό σου». «Θα έρθω», της λέγω. Άλλα με πήρε ο ύπνος, ξύπνησα αργά και σηκώθηκα κατόπιν και έπλενα τα πιάτα. Όταν επέστρεψε ή μητέρα μου λέγει: «Γιατί δεν ήρθες στην εκκλησία;» «Να, είπα, ήθελα να πλύνω τα πιάτα κ.λπ.». Τότε πήρε ένα ξύλο και με έδειρε πολύ, λέγοντας: «"Αν άλλη φορά δεν έλθεις στην εκκλησία, θα σε σκοτώσω από το ξύλο!» "Έκτοτε ουδέποτε σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή και εορτή (εκτός αν είμαι άρρωστη), να εξομολογούμαι και να κοινωνώ. Θεός σχωρέστην την μητέρα μας, πού έτσι μας διαπαιδαγώγησε.
Ή μητέρα μας έκανε 12 παιδιά και τα ανέθρεψε με πείνα και στέρησι! Ουδέποτε την είδα Κυριακή και εορτή να απουσιάζει από την εκκλησία. Έτρεχε συνέχεια σε νοσοκομεία, σε σπίτια, σε κλινικές, όπου την καλούσαν παντού. Πήγαινε παντού χωρίς να παίρνει χρήματα.
Διότι ή χάρις του Χριστού σ' ένα όνειρο της, της έδωσε εντολή, σαν να ήκουσε φωνή:
«Να πηγαίνεις, όπου σε ζητήσουν, για να βοηθάς. Να μην παίρνεις χρήματα και να μη γογγύσεις, γιατί τότε είναι σαν να παίρνεις χρήματα και θα χάσης την χάρι του Τιμίου Σταυρού».
Άνθρωπος δεν υπάρχει πού να είπή, ότι του είπε ή μητέρα: «Έφερα τον Τίμιον Σταυρόν, σταύρωσα τον ασθενή κ.λπ., δώσε μου 10, 20 δραχμές». Ουδέποτε πήρε χρήματα. Ενίοτε της έλεγαν: «Πάρτε αυτά τα χρήματα να ανάψετε ένα κεράκι κ.λπ.».
- «Όχι, πάρτε και μόνος σας ανάψτε ένα κεράκι, έλεγε ή μητέρα. Εγώ δεν αναλαμβάνω». Γι' αυτό έκανε και ή χάρις του Τιμίου Σταυρού θαύματα. Δεν έγινε ποτέ εκμετάλλευσης.
Γι' αυτό και εγώ όταν με καλούσαν, δεν ήθελα να παίρνω τον Σταυρόν και να πηγαίνω εις τα σπίτια, για να μη νομίζουν ότι τα κάνω για εκμετάλλευση. Κάθε φορά πού με ζητούσαν, έπαιρνα τον ιερέα και πήγαινα.
Μία νύχτα, μεσάνυχτα περίπου, χτύπησαν την πόρτα μου. και μου ζήτησαν να πάω να σταυρώσω στο νοσοκομείο έναν άρρωστο πού ήτανε βαρεία. Τότε κάλεσα και τον ιερέα και μαζί πήγαμε. Τον σταύρωσε ο ιερεύς με τον Τίμιον Σταυρόν και διάβασε και διάφορες ευχές. Το πρωί ο άρρωστος ήτανε τελείως καλά!
Ό ιερεύς πού έχομε είναι πολύ καλός, λέγεται Κύταρης Ιωάννης, έχει και πέντε παιδάκια. Εγώ τον Τίμιον Σταυρόν δεν τον δίδω ούτε σε συγγενή μου, αν δεν είμαι και εγώ μαζί. Σ' αυτόν τον ιερέα όμως έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Μία ήμερα μου λέγει: «Έλα κάτω στον Άγιο Κωνσταντίνο, θα κάνω αγιασμό για την έναρξιν των κηρυγμάτων, των ομιλιών αν μπορείς, έλα».
«Πάτερ μου, του λέγω, δεν μπορώ σήμερα, δι' αυτόν και δι' αυτόν τον λόγο αλλά αν θέλετε τον Σταυρόν για τον αγιασμό, σ' εσάς έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και σας τον εμπιστεύομαι».
Του έδωσα τον Σταυρόν και μ' ευχαρίστησε πολύ. Έκανε αγιασμό, τους σταύρωσε όλους και όλοι τον προσκύνησαν.
Τον ιερέα αυτόν τον σέβομαι σαν πνευματικόν μου πατέρα, κάνει κηρύγματα σύντομα πολύ ωφέλιμα και μαζεύεται πολύς κόσμος. 'Αλλά κι αυτός λέγει πάντοτε: «Ή Γαλάτεια είναι πνευματικόν μου παιδί!»
Μία ήμερα έμαθα ότι ο π. Ιωάννης δεν λειτούργησε. Ερώτησα και έμαθα, ότι ήτο άρρωστος. Πήγα να τον ιδώ, παίρνοντας μαζί μου τον Τίμιον Σταυρόν. Τον βλέπω να έχει στραβώσει το στόμα του και έτρεχαν σάλια. και από το ένα μάτι του έτρεχαν πολλά δάκρυα. Σαν συμφόρηση να πούμε. Μόλις του έδωσα τον Τίμιον Σταυρόν, έκανε τον σταυρόν του, άρχισε να κλαίει έντονα και σταυρώθηκε τρεις φορές.
Αμέσως την ώρα εκείνη, μπροστά σε μένα, στην παπαδιά και στους συγγενείς του, γύρισε το στόμα του και ήρθε στη θέση του. «Ω, μεγάλη ή χάρις σου Τίμιε Σταυρέ», λέγανε όλοι οι συγγενείς και κλαίγανε. «Περαστικά σου», του λέγω' «όποτε θελήσεις θα στον ξαναφέρω». Όλα αυτά έγιναν στο νοσοκομείο. Άρχισε αμέσως να ομιλεί. Αισθανόταν τελείως καλά. Εγώ έφυγα.
Σε λίγο ήρθε ο ιατρός και έμεινε έκπληκτος από την μεγάλη βελτίωση και ότι ομιλούσε.
Του είπε ο π. Ιωάννης: «Έφερε ή Γαλάτεια τον Τίμιον Σταυρόν και από αυτήν την στιγμήν νιώθω υγιής». «Καλά, λέγει ο ιατρός. 'Αλλά να πάρεις τα φάρμακα και να παραμείνεις 5-6 ήμερες στο νοσοκομείο». Εκείνος όμως το βράδυ σηκώθηκε και πήγε σπίτι του, διότι αισθανότανε τελείως υγιής και δεν πήρε καθόλου φάρμακα. Ή χάρις του Τιμίου Σταυρού του είχε δώσει την υγεία του. Κατόπιν σε μία ομιλία είπε: «Έπαθα μία στενοχώρια και μου ήρθε σαν συμφόρησης. Στράβωσε το στόμα μου, δεν μπορούσα να ομιλήσω, έτρεχε δάκρυα το μάτι μου κ.λπ. και ή αδελφή Γαλάτεια έφερε τον Τίμιον Σταυρόν, σταυρώθηκα και έγινα τελείως καλά!
Την ίδια ήμερα έφυγα από το νοσοκομείο, από την κλινική την παθολογική, οπού νοσηλευόμουν. Μεγάλη Του ή χάρις, μεγάλη Του ή χάρις! Πολλά θαύματα έχουν γίνει με την χάριν του Τιμίου Σταυρού, από την εποχή πού τον είχε ή αείμνηστη Κατίνα και συνεχίζονται τώρα, ευρισκόμενος νυν ο Τίμιος Σταυρός εις την κόρη της Γαλάτειας, Εις τον ιερόν ναό του Τιμίου Σταυρού».
Αυτός ο ιερεύς με έγραψε και στο Ι.Κ.Α. Είκοσι δύο χρόνια συνεργάζομαι μαζί του. Έχομε ιδεί και οι δυο μας πολλά θαύματα με την δύναμη του Τιμίου Σταυρού.
Στα Χανιά υπάρχει άσυλο για τους τρελούς' πολλοί από αυτούς όμως έχουν δαιμόνια και όχι τρέλα. Μία φορά μας κάλεσε ο Διευθυντής να σταυρώσομε μία άρρωστη. Ή μητέρα μου ζούσε τότε, αλλά επειδή είχε δουλειά, έστειλε έμενα.
Ή άρρωστη ελέγετο Χαρίκλεια και ήτο από το 'Ρέθυμνο. Με γνώρισε αμέσως μόλις με είδε, διότι την είχαν φέρει σπίτι μας σε μία κρίση της. Ή πεθερά της την είχε κάνει μάγια και μετά, για να το σκεπάσουνε, κάνανε χαρτιά και την κλείσανε στο ψυχιατρείων, στο άσυλο πού βάζανε τους τρελούς.
Ήτανε την ώρα εκείνη στα καλά της. Όταν έβγαλα τον Τίμιον Σταυρόν και άρχισα να την σταυρώνω, αμέσως έπαθε δαιμονική κρίση άρχισε να γαβγίζει σαν σκυλί, να με βρίζει: «Καμπούρα, γιατί τον έφερες; φωτιά να σε κάψει κ.λπ.». Ξαφνικά τον Σταυρόν τον έβαλε στο στόμα της' άρχισε να ουρλιάζει: «Εκάηκα, εκάηκα κ.λπ.» και σε μισή ώρα είχε συνέλθει και ήτο τελείως υγιής.
Τότε ο Διευθυντής λέγει: «Πείτε στους συγγενείς της να έρθουν να υπογράψουν και να την πάρουν αυτή δεν έχει τρέλα έχει δαιμόνιον, όπως οι δαιμονισμένοι των Κεραμιών. Γιατί εγώ παρευρέθηκα στα Κεραμιά' είδα τους δαιμονισμένους, έτσι και αύτη. Όταν είναι καλά, είναι καλή, ευγενής, βοηθάει κ.λπ. Όταν την πιάσει δαιμονική κρίσης και την πιάνει, όταν θα έρθει με κάτι αγιαστικό, τότε είναι φοβερό να την βλέπεις. Είναι δαιμονισμένη. Να έρθουν να την πάρουν και να την πάνε σε προσκυνήματα.
Μόνον με αγιαστικά μπορεί να θεραπευτή».
Κατά την κηδεία της μητέρας, όπως είπα προηγουμένως, ήλθε πάρα πολύς κόσμος, δεν τους χωρούσε ούτε ή μεγάλη αυλή μας ούτε το στενό ούτε το άλλο κάτω στενό. Μέχρι το νεκροταφείο έφθανε ο κόσμος.
Ήσαν άτομα πού είχαν ευεργετηθεί από την μητέρα, με την χάρι του Τιμίου Σταυρού και οι συγγενείς των, διότι το σπίτι μας χρόνια πολλά ήτο σαν κλινική. και οχτώ αρρώστους - δαιμονισμένους έφτασε να έχει το σπίτι μας, την ίδια ήμερα!
Κάποτε, πού πήγα στον τάφο της, βρήκα μία γυναίκα πού άναβε το κανδήλι της μητέρας και έλεγε: «Αχ, κυρά - Στεφάναινα ο Θεός να σε αγιάσει, πού ήμουνα άρρωστη και έφερες την χάρι του Τιμίου Σταυρού και έγινα τελείως καλά. Πού ποτέ δεν μας πήρες χρήματα, αλλά μας έδιδες και ελεημοσύνη! και εγώ θα έρχομαι να σου ανάβω το κανδηλάκι σου μέρα - νύχτα». Επί 6 μήνες πράγματι το κανδηλάκι της μητέρας μας ήτανε αναμμένο από διάφορα άτομα πού είχαν ευεργετηθεί.
Φέτος του Τιμίου Σταυρού χιλιάδες κόσμος είχε έρθει Εις την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι πού έλεγαν «Ό Θεός να την αγιάσει την Στεφάναινα, ο Θεός να την αγιάσει, πού ευεργέτησε τόσον κόσμο, πού έκτισε την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού κ.λπ.».
Κάποτε φέρανε στο σπίτι μας ένα κοριτσάκι 11 ετών, ονόματι Ευαγγελία Καντηλιεράκη, εξαδέλφη της Όλγας.
Το κοριτσάκι αυτό ήτο δαιμονισμένο. Έμεινε αρκετούς μήνες σπίτι μας. Όταν πάθαινε κρίσεις δαιμονικές, τον καναπέ τον έσπαγε από την αγωνία και τα χτυπήματα. Την χτυπούσε ο τρισκατάρατος και αίμα έβγαζε από το στόμα της, το φουκαριάρικο!
Στην κρίση της, σε όσους παρευρίσκοντο, έλεγε αμαρτίες τους και ό,τι είχαν κάνει. Φοβερό να το βλέπη κανείς στις δαιμονικές κρίσεις!
Είχαν φέρει και ένα παιδί δαιμονισμένο, πού επί τρία χρόνια ήτο δέσμιο στον σατανά. Ό πατέρας αυτού του παιδιού είχε πάρει πάνω από εκατό φορές ψεύτικους όρκους. Όταν πάθαινε κρίσεις, έβγαζε την γλώσσα του και γινότανε σαν το φτυάρι του φούρνου. Γούρλωνε τα μάτια του και αγρίευε και ήτο σαν φονιάς. Όνομαζότανε το παιδί αυτό Γεώργιος Καμαριανάκης. Όταν τον έβλεπε κανείς σε κρίση, ήταν κάτι φοβερό, τρομάρα τον έπιανε. Όταν τον σταύρωνε ή μητέρα, έλεγαν οι δαίμονες: «Χονδρέλα, μπήκαμε στο Γιώργη, διότι έκανε 102 όρκους ο πατέρας του κ.λπ.». Έλεγαν επίσης οι δαίμονες: «Θα τσιτώνομε συνεχώς τον πατέρα του για να μην πιστέψει». Ό πατέρας αυτού του παιδιού δυστυχώς αυτοκτόνησε. Ό Γεώργιος κατά τον έξαφορισμόν πού έγινε το 1936 (ήτανε από τα Κεραμιά), θεραπεύτηκε! Στην κατοχή τον Γιώργο τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
Μία δαιμονισμένη, όταν πήγε ή μητέρα στα Κεραμιά με τον Τίμιον Σταυρόν, της είπε της έξης μαντινάδα:
«Ανάθεμα σε 'Ρέθυμνε και νάθελα βούλησης, και την χονδρέλα τούτη δα, να θελα να την πνίξεις!
Σιγά - σιγά την κάναμε, χονδρέλα την δουλειά μας μα ήρθες και μας δίκασες κι έκαψες την καρδιά μας.
Χονδρή πού μας δίκασες την άμμο να μετρούμε αχ, και να ημπορούσαμε ούλοι να σε χυθούμε.
Για να σε εξολοθρεύσουμε, να μη μας βασανίζης, άγιασμα μας πότιζες για να μας θανατώνης,
και το μαχαίρι πού κρατάς, βαρεία μας πληγώνει. και όταν γεννήθηκες σου δόθηκε ή χάρις κι όταν σε βαπτίζανε στραβός έγινε στο λάδι (δηλαδή στην κολυμβήθρα έγινε σταυρός)!»
Όπως είπα και προηγουμένως, ή γιαγιά και ο παππούς μου μάζεψαν τις ελιές εις τον Αγιον Γιάννη, εις ένα ερημοκλήσι. Εκεί είχαν κτήμα με ελιές οι παππούδες μας. Είχαν πάρει μαζί τους και την μητέρα μου, πού ήτο 3 ετών κοριτσάκι και έπαιζε εκεί, στο μισογκρεμισμένο ερημοκλήσι. και εκεί μέσα βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν. Πήγε αμέσως στην γιαγιά μου και λέγει: «Μαμά, βρήκα ένα λιλάκι»" δηλαδή το θεώρησε για παιχνίδι. «Παιδί μου, λέγει ή γιαγιά μου, αυτός είναι Σταυρός και στον έστειλε ο Χριστός». Πήγανε σπίτι, τον καθάρισαν τον λιβάνισαν και τον προσκύνησαν. Το ίδιο βράδυ ή γιαγιά στον ύπνο της βλέπει μία λάμψη να γεμίζει το δωμάτιο και ακούει φωνή:
«Το δώρο πού έδωσα στο παιδί σον, να το πάρεις εσύ, να τον λατρεύεις προσωρινώς και όταν το παιδί σον γίνει 15 ετών, θα της τον παραδώσης. Είναι δώρο ιδικό της. Να πηγαίνετε εις την εκκλησία, να λιβανίζης και να τιμάτε τον Τίμιον Σταυρό και πριν τον αναλάβει το παιδί σον, θα ιδείτε και το πρώτο Θαύμα».
Πράγματι, όταν ή μητέρα μου ήταν επτά ετών, τότε στο διπλανό χωριό δαιμονίσθηκε μία λεχώνα, την οποίαν είχε βλασφημήσει ο άνδρας της και ονομάζετο Ζηζήνα. Λέγει ή γιαγιά μου: «Αντε παιδί μου, να πάμε να σταυρώσομε την Ζηζήνα, πού είναι άρρωστη». Μόλις πήγαν ή δαιμονισμένη άρχισε να λέγει:
«Ό Μεγάλος Καπετάνιος έστειλε τον στραβόν! και αν την στραβώσετε την Ζηζήνα Θα φύγωμε! Εμείς μπήκαμε μέσα της, διότι μας έστειλε ο άντρας της».
Ή μητέρα μου μικρό κοριτσάκι, δεν ένοιωθε. Ή γιαγιά έβαλε τον Τίμιον Σταυρόν εις το δεξί χέρι της μητέρας μου' τότε ο Τίμιος Σταυρός φεύγει από το χέρι της μητέρας μου και πηγαίνει και κολλά μόνος του, εις το στήθος της Ζηζήνας! Έπαθε εκείνη την στιγμή μεγάλη κρίση. Σε μία ώρα σηκώθηκε τελείως υγιής και δεν θυμότανε τίποτε. Κάθε φορά, όταν την έπιανε κρίσης προηγείτο μία ζάλη' από εκεί και υστέρα, τι έκανε, τι έλεγε, δεν ήξερε, δεν θυμότανε!
Όταν έφθασε 15 ετών, την ζήτησε ένα παιδί την μητέρα μου. Τότε ο παππούς και ή γιαγιά μου της το είπαν. Εκείνη απήντησε: «Όχι, εγώ δεν παντρεύομαι. Μια και βρήκα την χάριν του Τιμίου Σταυρού, ίσως γίνω καλόγρια, ίσως μείνω έτσι. Πάντως δεν παντρεύομαι». Το ίδιο βράδυ βλέπει τον Χριστόν εις τον ύπνο της και ακούει φωνή:
«Να παντρευτείς. Ό Σταυρός πού σον έδωκα θα είναι κληρονομικός., των παιδιών σον των παιδιών και θα κάνης 12 παιδιά, θα σου δοθεί πίστης και με την χάριν τον Τιμίου Σταυρόν, θα πολεμάς τα δαιμόνια, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς γογγυσμό. Θα σε καλούνε και θα πηγαίνεις και εγώ πάντοτε θα σε βοηθώ και θα είμαι πάντοτε μαζί σον και να μη φοβάσαι πού τα πονηρά πνεύματα θα τσιτώνουν τους αρρώστους, να σε στενοχωρούν ποικιλοτρόπως. Να τα αντιμετωπίζεις με ανδρεία όλα. Θα σον αποκαλύψω δε, πότε θα κτίσης εκκλησία, έπ' ονόματι τον Τιμίου Σταυρού!»
Έτσι ή μητέρα μου είπε το Ναι' παντρεύτηκε. Αρχικώς ο πατέρας δεν πήγαινε στην εκκλησία, δεν έξομολογείτο, δεν κοινωνούσε. Ή μητέρα μου προσηύχετο συνεχώς" εις τον Χριστόν και εις την χάριν του Τιμίου Σταυρού να φωτιστή και να πάρη τον δρόμο της σωτηρίας. Τελικά φωτίσθηκε από τον Θεόν και μία ημέρα λέγει εις την μητέρα μου:
«Κατίνα, αποφάσισα με την καλή σου συμπεριφορά και με την χάριν τον Τιμίου Σταυρού, να πάω να εξομολογηθώ και να μεταλάβω».
Άπαντα ή μητέρα: «Ή χάρις του Τιμίου Σταυρού να σε φώτιση, να το κάνης».
Ή μητέρα μου έλεγε μετά: «Δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου, όταν είδα τον πατέρα σου να εξομολογείται και να κοινωνεί των Άχραντων Μυστηρίων».
Μετά τόσο πολύ άλλαξε ο πατέρας μου, πού έγινε από τους καλύτερους χριστιανούς. Έλεγε κατόπιν στη μητέρα μου:
«Ό Θεός να στο πλήρωση πού με βοήθησες και εξομολογήθηκα, κοινώνησα και γνώρισα τον Χριστόν! Ό Θεός να στο πλήρωση!»
Στο σημείο αυτό, αγαπητοί, οφείλομε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες στον σεβαστό μοναχό π. Σάββα πού πήρε αυτές τις ζωντανές διηγήσεις με πρόσωπα θεραπευθέντα και πού είχαν άμεσες και έμμεσες εμπειρίες των φοβερών γεγονότων με τους δαιμονισμένους των Κεραμειών, και έτσι διασώθηκαν και δημοσιεύονται προς δόξα Θεού και ψυχική ωφέλεια μας.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ