...Διότι σε μια πρώτη προσέγγιση, παρά το μικρό του μέγεθος, -ή μάλλον εξ αιτίας του μικρού του μεγέθους, που του επιβάλλει να αγωνιστεί για να φτάσει το στόχο του- το μικροσκοπικό ανδρικό κύτταρο εμφανίζεται ως το λίκνο της προόδου, ως το κύτταρο του ανικανοποίητου, που θέτει όλο και νέους στόχους, που αναζητεί καινούργιες ενασχολήσεις, με δυο λόγια σαν στοιχείο που αναπτύσσεται με την προσπάθεια και υπό το κράτος της ανάγκης. Μοιάζει με μια γραμμή που ανελίσσεται επ’ άπειρον, χωρίς να γνωρίζουμε πού θα καταλήξει, ενώ το θηλυκό ωάριο είναι εγγεγραμμένο σ’ έναν κλειστό κύκλο από τον οποίο ποτέ δεν εξέρχεται.
Για ποιό λόγο συμβαίνει αυτό με το θηλυκό στοιχείο; Διότι φαίνεται ότι φέρει μέσα του, σ’ ετούτη την εκδήλωση της ουσίας του, το πλαίσιο που του όρισε η Φύση, αυτό το οποίο το περιβάλλει. Ωσάν να μην είχε κάνει, κατά μία έννοια, τα έσχατα βήματα που θα το οδηγούσαν , μαζί με το αρσενικό, έξω από τον ίδιο του τον εαυτό στο άγνωστο, στο κενό, στις μυριάδες, τις τεράστιες δυνατότητες ζωής και ύπαρξης που προσφέρει ο έξω κόσμος.
Σαν να είχε στενότερη συνάφεια με το άπειρο Όλον, φύλακα άγγελο όλων των όντων, και να ήταν, ακριβώς γι αυτό, συνδεδεμένο μέσω μιάς ισχυρότερης αδράνειας με το αρχέγονο έδαφος και τα θεμέλιά του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο το γυναικείο στοιχείο περιέχει μέσα του, ήδη από την πιο στοιχειώδη και πρωτόγονη μορφή του, κάτι σαν το προσχέδιο μιας άθικτης αρμονίας, μιας πιο στέρεης σφαιρικότητας, μιας υψηλής τελειότητας και ολοκλήρωσης που του εξασφαλίζουν προσωρινά τη γαλήνη.
Είναι λοιπόν παρούσα εντός του, σύμφωνα με τους βαθύτερους σκοπούς της ουσίας του, μια αυτάρκεια, μια αυτονομία ασυμβίβαστη με την ανησυχία και την ακατάπαυστη κινητικότητα αυτού που τείνει άπληστα προς τα ακραία όρια και διαιρεί και διασκορπίζει όλες τις δυνάμεις του, με αυξανόμενη βία και ορμή, σε εξειδικευμένες δραστηριότητες.
Ό,τι αρχίζει περιοριζόμενο μέσα στα όριά του μπορεί, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, να κλειστεί στον εαυτό του, για να φτάσει σε μιαν αρμονικότερη ομορφιά και να αποτυπώσει σε όλες του τις εκδηλώσεις αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, παραμένοντας συγχρόνως άρρηκτα δεμένο με τη ζωή του καθολικού Όντος.
Έτσι, το θηλυκό στοιχείο συμπεριφέρεται απέναντι στο αρσενικό σαν κατάλοιπο μιας προαιώνιας και στο έπακρο ευγενούς αριστοκρατίας, με την παλαιότερη έννοια που είχε ο όρος αυτός: οικοδέσποινα του πύργου και των κτημάτων, σε αντίθεση μ’ έναν κατοπινό νεόπλουτο, σίγουρο ότι θα της επιβληθεί. Εκείνος, βέβαια, θα πάει μακρύτερα, αλλά σαν τίμημα γι’ αυτό του τον άθλο θα βλέπει να υψώνεται συνεχώς μπροστά του το πολυπόθητο ιδεώδες μιας ύστατης ομορφιάς, μιας έσχατης τελειότητας, όπως ο ταξιδιώτης που, όσο μακριά κι αν πάει η αδιάκοπη μετακίνησή του, βλέπει τον ορίζοντα όπου συγχωνεύονται γη και ουρανός σε μια ασύλληπτη απόσταση.
Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι ζωής, δύο δρόμοι που οδηγούν τη ζωή στην υπέρτατη άνθησή της, ενώ χωρίς τη διάσπαση των δύο φύλων η ζωή θα φυτοζωούσε στο χαμηλότερο επίπεδο. Είναι, όμως, μάταιο να αναρωτιώμαστε σχετικά με το ποιός από τους δύο τρόπους έχει μεγαλύτερη αξία ή ποιός προκαλεί τη δυναμικότερη ανάπτυξη της ζωτικής ενέργειας: αν, δηλαδή, πρόκειται για το στοιχείο, του οποίου οι ενέργειες επανέρχονται, κατά κάποιον τρόπο, στο ίδιο τους το κέντρο, και έτσι αγγίζουν την τελειότητά τους μέσα στα όρια που οι ίδιες έχουν προδιαγράψει για τον εαυτό τους.
Αυτοί οι δύο κόσμοι, οι οποίοι, στο μέτρο που η εξέλιξη παίζει καθοριστικό ρόλο, αποβαίνουν ο καθένας τόσο αξιοθαύμαστα περίπλοκος, δεν πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβαία μισά ο ένας για τον άλλο, πράγμα που συμβαίνει τόσο συχνά κι αποτελεί την αιτία πολύ σοβαρών παρεξηγήσεων, όπως π.χ., στις λαϊκές ρήσεις, που θέλουν το θηλυκό ως σπερματοδόχο αφηνόμενη παθητικά να την κατακλύζουν και το αρσενικό ως το ενεργητικό και δημιουργικό περιεχόμενό της.
Αν αναλογιστούμε την πράξη με την οποία, από τις απαρχές της ανθρωπότητας, ενώνονται τα μικροσκοπικά αρσενικά και θηλυκά κύτταρα – δηλαδή, τη σεξουαλική πράξη-, θα δούμε ότι η λαϊκή ονοματοθεσία που θέλει το ένα στοιχείο γεννήτορα και το άλλο δέκτη φανερώνει με ιδιαίτερη σαφήνεια την πλάνη η οποία την προκάλεσε.
Η γυναίκα και ο άνδρας εκκρίνουν κύτταρα, ως σημάδι της πλήρους ωριμότητάς τους και, κατά κάποιον τρόπο, σαν ύστατο υπερχείλισμα, το οποίο δεν μπορούν να ενσωματώσουν στην ανάπτυξή τους. Η συγχώνευση αυτών των κυττάρων αποτελεί τη φύτρα μιας νέας ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία περιέχει, κατά συνέπεια, από ένα πατρικό και μητρικό μόριο.
Σ’ αυτή την ένωση, για μια ακόμα φορά, το ωάριο της γυναίκας είναι το μεγαλύτερο από τα δύο σωματίδια, ενώ ο πολλαπλασιασμός των αρσενικών σπερματοζωαρίων, από τα οποία μόνο ένα ή δύο εισχωρούν στο ωάριο, αποτελεί τον ασταθέστερο παράγοντα. Και τα δύο στοιχεία αντιπροσωπεύουν, το καθένα από τη μεριά του, την ίδια την ουσία των δύο φύλων που έρχονται σε σύζευξη με αυτή τη πράξη.
Αλλά αν κάνουμε μια νοερή αφαίρεση αυτής της ένωσης, αυτής της εξίσου δημιουργικής συνεισφοράς στη γέννηση ενός παιδιού, θα δούμε ότι το θηλυκό μέρος πλεονεκτεί στην τεκνοποίηση σε σχέση με το αρσενικό ως προς το γεγονός ότι, στα ανώτερα θηλαστικά, το παιδί ωριμάζει μέχρι τη γέννησή του μέσα στον οργανισμό της μητέρας του. Στο ανθρώπινο είδος, από τη στιγμή που το έμβρυο σχηματιστεί με τη δυναμική ύλη (αρσενική και θηλυκή), η γυναίκα εξασφαλίζει την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Το γυναικείο σώμα γίνεται ένα είδος Μητέρας Γης, στην οποία σπείρεται η μέλλουσα ύπαρξη για να μεγαλώσει και, τρεφόμενο από την ουσία της, να αναπτυχθεί σε ξεχωριστή ζωή. Όλα αυτά, βέβαια, αναιρούν την εικόνα της γέννησης ως πράξεως ανδρικής και της σύλληψης ως πράξεως γυναικείας.
Πρόκειται για μια σύγχιση (που έχει, άλλωστε, αποκρυσταλλωθεί ασυνείδητα σε γλωσσική μεταφορά) ανάμεσα στον τόπο, το χωράφι όπου επιτελείται το φύτρωμα του παιδιού, και στα κύτταρα, αρσενικό και θηλυκό, που συνιστούν το νέον ον.
Επιπλέον, η πράξη κατά την οποία, στο πλαίσιο των περιπτύξεων, το ανδρικό σπέρμα εισδύει μέσα στο σώμα της γυναίκας ευνοεί μια τέτοια παρανόηση, ενώ στην πραγματικότητα το γυναικείο σώμα αρκείται στο να στεγάζει αυτή τη συνάντηση. Όντως, αυτό που αποκαλύπτεται δεν είναι μόνο ότι το ωάριο είναι ίσο σε γεννητική ενέργεια με το σπερματοζωάριο, αλλά επίσης ότι συγκροτείται από μια ένωση κυττάρων που άλλοτε έφεραν το βάρος ολόκληρης της πρωτόγονης «αφυλικής» αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Το ωάριο, λοιπόν, μέχρις ενός σημείου ήταν το θεμελιώδες στοιχείο της γενετήσιας πράξης, το οποίο μπορούσε να αναπαράγει μόνο του τους πρωτόγονους οργανισμούς, διχοτομούμενο και σμικρυνόμενο, μέχρις ότου αργότερα, με το μετασχηματισμό που προκάλεσε η εξελικτική πορεία, αποδείχθηκε αναγκαία η συγχώνευση διαφορετικών κυττάρων. Αυτόν τον δευτερεύοντα ρόλο, για το σύνολο της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ανέλαβαν τα αρσενικά αναπαραγωγικά κύτταρα.
Η περιορισμένη διαφοροποίηση του θηλυκού κυττάρου αποτελεί ακριβώς την ουσία της δημιουργικής του δύναμης. Αυτό αποδεικνύεται ψυχολογικά και φυσιολογικά.
Το γυναικείο κύτταρο είναι το πλέον αυτόνομο από τα δύο και, συνεπώς, αυτό που πρέπει να εμμείνει για να μπορέσει το άλλο, το ανδρικό, εκκινώντας από το θηλυκό, να βρει ψηλαφητά το δρόμο του στην εξελικτική διαδικασία. Το θηλυκό είναι το στοιχείο στο οποίο το άλλο, αυτό που έχει υποστεί τον εντονότερο μετασχηματισμό, πρέπει πάντοτε να επανέρχεται σαν σε γενέθλιο τόπο. Στους κόλπους του θηλυκού πρέπει να σπείρεται για να διατηρείται ζωντανό.
Τα λάθη που γίνονται σχετικά με την πραγματική φύση της θηλυκότητας, είτε υπογραμμίζοντας τη γυναικεία εξάρτηση και παθητικότητα, όπου η γυναίκα υποβιβάζεται σε παράρτημα του άνδρα, είτε τονίζοντας τη μητρότητα, οφείλονται κατά βάθος σε μία και μόνη αιτία. Διότι η μητρότητα, επιτρέπει να συνάγονται όλα εκείνα τα απατηλά συμπεράσματα περί παθητικής αποδοχής, στα οποία καταλήγουν όλες εκείνες οι φεμινίστριες που εκπροσωπούν αυτή την τάση.
Παραγνωρίζουν κι αυτές το γεγονός ότι η γυναίκα πριν και πάνω απ’ όλα είναι κάτι εντελώς αυτόνομο, ότι, όπως ακριβώς και ο άνδρας, δωρίζει αυτή την αυτονομία και ότι όλες οι άλλες σχέσεις της είναι απόρροια αυτής ακριβώς της αυτονομίας.
Η συνάντηση των δύο φύλων, με όλα συνεπάγεται, είναι η αντιπαράθεση δύο κόσμων, ο καθένας των οποίων διατηρεί την αυτονομία του, και όπου ο ένας τείνει μάλλον να συγκεντρώνεται στον εαυτό του ενώ ο άλλος να καταμερίζεται.
Δυνάμει αυτής ακριβώς της διαφοράς καθίστανται ικανοί να δημιουργούν κάτι νέο, αφού γεννούν από κοινού ένα νέο, εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο. Κατά τα λοιπά, οι δύο αυτοί κόσμοι αλληλοσυμπληρώνονται και ο ένας βοηθά τον άλλο κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε να ανυψωθούν σε μια ανώτερη δύναμη. Σε αντίθεση με την εσωτερική εμπειρία της μητρότητας, είναι στη ζωή του σώματος που εκδηλώνεται αυτή η γόνιμη αντιπαραβολή ανάμεσα στην ουσία των δύο φύλων, κατά τρόπο μάλιστα σαφέστατο και υποδειγματικό.
Από τη μια μεριά ο άνδρας, μολονότι είναι το πιο βίαιο και τολμηρό μέρος του ζεύγους, εμπλέκεται στο σύνολο της διαδικασίας εν μέρει μόνο και στιγμιαία, και η συμμετοχή του συνίσταται σε μία και μόνο πράξη, στην οποία προσφέρεται ολόκληρος. Κι αυτό, γιατί στη ζωή του υπάρχει διαρκώς ένας έντονος μετασχηματισμός τόσων ενεργειών, ο οποίος τον ωθεί σε πολλαπλές μορφές δράσης, εντελώς διακεκριμένες μεταξύ τους. Η αξία του συνίσταται στο ότι με αυτόν τον τρόπο υλοποιεί κια ανπτύσσει.
Η γυναικεία φύση, παραμένοντας αρμονικότερη, γαληνεύει και αναπαύεται σε ό,τι αφομοίωσε και ενσωμάτωσε μια για πάντα. Δεν πραγματώνει τη δημιουργική της δραστηριότητα με ενέργειες μεμονωμένες και αποσπασματικές, που τείνουν προς έναν εξωτερικό σκοπό. Γίνεται οργανισμός ενιαίος με το δημιούργημά της, τελειοποιείται με κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πράξη, γιατί αυτό συνίσταται απλώς στην ακτινοβολία και την ανάβλυση, από τη δική της αρμονικά οργανωμένη ζωή, μιάς άλλης, εξίσου αρμονικής ζωής. Έτσι η γυναίκα, ακόμα και κατά την εμπειρία της μητρότητας, παραμένει το έδαφος που τρέφει τον ισχνό διφυή σπόρο τον οποίο φέρει μέσα της, και τον αφήνει να φύγει μόνον όταν έχει πια γίνει όχι απλώς ένα μέρος, μια πράξη, ένα έργο των γεννητόρων του, αλλά μια αυτόνομη ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αφ’ εαυτής, η οποία, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, θα μπορεί με τη σειρά της να δημιουργήσει μια άλλη.
LU ANDREAS SALOME (1861-1937)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ