Κάποτε στο βάθος μίας λαγκάδας δίπλα στο ποτάμι κοντά σε μία πόλη, βρισκόταν ένα φτωχικό και χαμηλό σπίτι. Εκεί κατοικούσε ένα αγαπημένο ηλικιωμένο ζευγάρι, ο Φιλήμων και η Βαυκίς. Το σπίτι τους ήταν τόσο χαμηλό, όσο να χωράει τον έρωτα των δύο ενοίκων του, και τόσο φτωχικό και άμεμπτο, που ήταν αντάξιο μίας θεϊκής επίσκεψης.
Διότι των Θεών οι συνήθειες καθώς λένε, είναι στην φτώχεια να συχνάζουν, και από αυτή πρώτα να ξεκινούν.Παραμονή της εορτής του Κάρνειου Απόλλωνα, το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν περίμενε κανέναν να μοιραστεί την γιορτινή χαρά καθώς οι συντοπίτες τους δεν τους επισκέπτονταν επειδή ηταν γέροι και φτωχοί, παρόλα αυτά φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, και μοίρασαν τα λίγα αγαθά που είχαν, καθώς οι ημέρες αυτές ήταν για αυτούς πιο πολύ γιορτή αγάπης, και λιγότερο πληθώρα αγαθών... !
Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και στο κατώφλι εμφανίστηκαν δύο ρακένδυτοι ζητιάνοι, με παράστημα όμως αρχοντικό, και με τρόπους που πρόδιδαν ευγένεια καταγωγής. «Δεν έχουμε που να περάσουμε την νύχτα», είπε ο ένας από τους δύο ξένους.«Όπου και να χτυπήσαμε στην πόλη κανείς δεν μας φιλοξένησε, τιμώντας τον ξένιο Δία. Δεχτείτε μας, δεν έχουμε που να περάσουμε την νύχτα μας» .
«Περάστε σαν στο σπίτι σας», είπαν με μία φωνή τα δύο γεροντάκια. «Χαρά μας να σας φιλοξενήσουμε, ελπίζουμε να καταδεχτείτε να μοιραστείτε μαζί μας το φτωχικό μας δείπνο».
Οι δύο κουρελήδες ξένοι ήταν στην πραγματικότητα ο Ξένιος Δίας και ο Ψυχοπομπός Ερμής, και πέρασαν το βράδυ τους με το καλόκαρδο γέρικο ζευγάρι.
Οι φιλόξενοι οικοδεσπότες Φιλήμων και Βαυκίς, πρόσχαροι και καλοσυνάτοι, κουβέντιαζαν χαμογελαστά στους ασυνήθιστους ξένους, ευχαριστώντας τους για την συντροφιά τους. Είχαν λίγο ψωμί και τυρί, έτσι το φιλόξενο ζευγάρι, αργομασούσε τρώγοντας πολύ μικρές ποσότητες, έτσι ώστε να φάνε περισσότερο οι επισκέπτες τους. Το ίδιο συνέβαινε και με το κρασί.
Παρόλο όμως που ο Φιλήμονας γέμιζε συνέχεια τα ποτήρια με το λιγοστό ΚΡΑΣΙ αυτό δεν τελείωνε, κάτι που τον έβαλε σε υποψίες.... Μόλις έγινε αυτό οι ξένοι άρχισαν να λαμποκοπούν, φωτοστέφανο σκέπασαν τα κεφάλια τους και ένα εκτυφλωτικό φως κάλυψε το μικρό δωμάτιο.
Ο Φιλήμων και η Βαυκίς έπεσαν αμέσως στο έδαφος μόλις κατάλαβαν ποίοι Θεοί είχαν εμφανιστεί μπροστά τους. . . !!!
«Οι συμπολίτες σας θα ανταμειφθούν για την ύβρη που διέπραξαν», είπε ο Δίας, και έδειξε την ασεβή πόλη, με το δάχτυλο του εκπέμποντας την οργή του. Κύματα άγρια ορθώθηκαν από το ποτάμι και πλημμύρισαν την πόλη στο βάθος.
Οι Φιλήμων και Βαυκίς εκλιπαρούσαν για να σωθούν οι συμπολίτες τους καθώς δεν είχαν μετρήσει ποτέ την κακία που τους είχαν δείξει, οι Θεοί όμως δεν ακύρωσαν την ποινή, αλλά για να τιμήσουν το ευσεβές ζευγάρι, έκαναν το φτωχικό τους σπίτι ένα περίλαμπρο ναό, και τους όρισαν θεράποντες ιερείς για να δέχονται τους ευσεβείς προσκυνητές.
Τους ζήτησαν επίσης να πουν την μεγαλύτερη επιθυμία τους.
Η μόνη επιθυμία τους, ήταν να ζήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί, αλλά και να πεθάνουν μαζί.
Κάποια μέρα μετά από χρόνια, κάθονταν στα σκαλιά του άλλοτε φτωχικού τους σπιτιού, και έβλεπαν την λίμνη , που άλλοτε ήταν η πόλη και πλημμύρισε ο Δίας.
Ξαφνικά άρχισαν να «σβήνουν» να χάνονται, ενώ ταυτόχρονα τα πόδια τους άρχισαν να γίνονται ρίζες, τα χέρια τους κλαριά, έως ότου ο Φιλήμονας μεταμορφώθηκε σε Πλάτανο, και η Βαυκίς σε Λεύκα.
Από τότε τα Πλατάνια και οι Λεύκες βρίσκονται κοντά, για να μεταφέρει ο άνεμος την αγάπη τους που ακούγεται με το θρόισμα των φύλλων τους... !
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ