«The word of Sin is Restriction.»
Aleister Crowley - Liber Al, Chapter I
Σε αυτό το άρθρο προσπάθησα να φέρω σε συνάντηση τις ιδέες του Γερμανού ερευνητή και συγγραφέα Karlheinz Deschner, και του Βρετανού αποκρυφιστή και μαθητή του Crowley, Kenneth Grant. Μελετώντας, έστω και επιφανειακά τα δυο έργα τους, το «Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός» ή «Opus Diaboli», όπως προκλητικά τιτλοφορήθηκε από τον Karlheinz Deschner, και το «Aleister Crowley and the Hidden God» του Kenneth Grant ανακάλυψα ότι οι δυο συγγραφείς, αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης, καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα όσο αφορά στο θέμα της υποδούλωσης της σεξουαλικότητας.
Όπως αναφέρει ο Karlheinz Deschner, η σπουδαιότητα και αξία της σεξουαλικότητας εκφράζεται στην θρησκευτική πίστη όλων των λαών – πρωτογενώς πάντοτε με θετικό τρόπο. Για τους αρχαίους ανθρώπους το αιδοίο και ο φαλλός, ως φορείς γονιμότητας, ήταν ιερά, όπως ιερές ήταν και οι σεξουαλικές πράξεις, οι οποίες αποτελούσαν το βασικό στοιχείο της θρησκευτικής ζωής.
Ενώ η σεξουαλικότητα εξυμνήθηκε και τιμήθηκε επί χιλιετίες, στη συνέχεια ακολούθησε με την επίσημη κάλυψη της θρησκείας, μια εκπληκτική εχθρότητα προς την σεξουαλικότητα, αλλά και προς την γυναίκα που ήταν πολύ σεβαστή στους μητριαρχικούς πολιτισμούς. Άρχισε μια μάχη, τόσο ανάμεσα στα δυο φύλα, όσο και εναντίον του ίδιου του φύλου, υπό την επιρροή του Ιουδαϊσμού αλλά και των μυστηρίων της Ελληνιστικής Εποχής, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στον Χριστιανισμό.
Κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στον Απόστολο Παύλο, ο Deschner αποτυπώνει τη νέα, ζοφερή εικόνα της σεξουαλικότητας. Οι σωματικές αυτοτιμωρίες, η κατάπνιξη των συναισθημάτων και το μίσος για το σώμα, που θεωρήθηκε έδρα της αμαρτίας, έκαναν την εμφάνισή τους. Ο Χριστιανός κλήθηκε να νεκρώσει και να υποδουλώσει το σώμα του, η γυναίκα να ταπεινωθεί, ενώ ο γάμος υποβαθμίστηκε σε έναν απλό συμβιβασμό, που εγκρίνεται μόνο για την αποφυγή της πορνείας. Συγχρόνως, προπαγανδίστηκε η ασκητεία, καθώς οι θεολόγοι παρουσίασαν την εχθρική προς το σώμα και τις ορμές στάση των ασκητών, ως το πιο υψηλό ιδανικό.
Η εξύμνηση της σεξουαλικότητας και η ιερή θεώρησή της αντικαταστάθηκε από το φόβο και την ντροπή. Η ηδονή και κάθε εκδήλωση της σεξουαλικότητας χαρακτηρίστηκε ως αμαρτωλή και διαβολεμένη, ενώ η παθολογική αποχή και παρθενία, ιερή. Η σωματική αυτοτιμωρία επαινέθηκε και εκθειάστηκε.
Ο Ιωάννης της Άβιλας που το 1926 αναγορεύτηκε διδάσκαλος της Εκκλησίας, δίδασκε: «Να περιφρονείς το σώμα, να το θεωρείς κοπρώνα σκεπασμένο με χιόνι, κάτι που σου προκαλεί αηδία ακόμη και όταν το σκέφτεσαι.» ενώ ο «Άγιος» Φραγκίσκος της Ασίζης ορίζει ότι το σώμα πρέπει «να το μισούμε επειδή επιθυμεί μια σαρκική ζωή», ότι «η σάρκα πρέπει να απονεκρώνεται, να περιφρονείται και να ατιμάζεται.»
Κατά τον Deschner o ασκητής δεν είναι άνθρωπος με ισχυρή θέληση, αλλά ένας «ψευδοευλαβής αποδέκτης διαταγών». Δεν επιθυμεί αυθόρμητα να είναι αγνός, δεν είναι πνευματικά αυτάρκης, αλλά υποβάλλεται σε όσα του έχουν εντυπώσει στο μυαλό του από την παιδική ηλικία. Και είναι τόσο εξαρτημένος και αδύναμος, ώστε προκειμένου να ανταπεξέλθει, πρέπει να περιέλθει σε παραληρηματικές καταστάσεις.
Ας θυμηθούμε τα ανδρικά μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων με την αισθησιακή – ιπποτική λατρεία της Παναγίας, μνηστήρες και σύζυγοι της Μαρίας, όπως αντίστοιχα και τις μοναχές, που το υποκατάστατο του συντρόφου τους είναι ο Ιησούς. Είναι «μνηστές», «ναοί του Κυρίου», «αρτοφόρια του Χριστού». Για τον Deschner οι έξαλλες καταστάσεις άγριων οραμάτων «θείας αγάπης» που περιγράφει διεξοδικά στο βιβλίο του, δεν είναι τίποτε άλλο από απλά υποκατάστατα της καταπιεζόμενης σωματικής ορμής, καθώς η ιπποτική αυτή αγάπη και λατρεία έχει καθαρά λιμπιντική βάση.
Οι λόγοι που η Καθολική Εκκλησία επέβαλε την αγαμία στους κληρικούς ήταν τρεις: Πρώτον, για να εμφανίζονται οι κληρικοί στα μάτια των πιστών ως σεβαστά και αξιόπιστα πρόσωπα. Δεύτερον, επειδή οι άγαμοι κληρικοί κόστιζαν στην Εκκλησία λιγότερο από έναν έγγαμο οικογενειάρχη. Τρίτον, επειδή η Εκκλησία χρειαζόταν άβουλα, άνευ υποχρεώσεων και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα όργανα, προκειμένου να μπορεί να κυβερνά άνετα.
Περιορισμοί όμως επιβάλλονταν και στη σεξουαλική επαφή των συζύγων, αφού κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα απαγορευόταν η συνουσία περίπου οκτώ μήνες το χρόνο! (Κυριακές και αργίες, τις ημέρες προσευχής και μετάνοιας, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, το οκταήμερο μετά το Πάσχα και την Πεντηκοστή, τη σαρακοστή πριν από τα Χριστούγεννα, πριν ή και μετά την μετάληψη, κατά την εγκυμοσύνη και μετά τον τοκετό!)
Οι μόνοι λόγοι που η Εκκλησία επέτρεψε τη συνουσία μεταξύ των συζύγων ήταν για να αποτρέψει την πιθανώς πιο ηδονική εξωσυζυγική σεξουαλικότητα και για να αποφεύγεται η μοιχεία. Άλλωστε η Εκκλησία χρειαζόταν το γάμο για να προστίθεται στους πιστούς της νέο αίμα. Ο Λούθηρος αναφέρει για τις γυναίκες : « Αλλά και αν η εγκυμοσύνη τις κουράζει ή τελικά τους κοστίζει τη ζωή, δεν πειράζει, αφήστε τις εγκύους να πεθάνουν, αυτός είναι ο προορισμός τους.»
Κατανοώντας η Εκκλησία ότι η σεξουαλική πράξη ήταν αναπόφευκτη, προσπάθησε τουλάχιστον να επιβάλλει το να τελείται σπάνια και χωρίς… απληστία! Η ηδονή ήταν πάντοτε έγκλημα και αμαρτωλή πράξη για τους Χριστιανούς.
Με ιδιαίτερα σκωπτικό ύφος, ο Deschner αναφέρει ότι οι Χριστιανοί ηθικολόγοι συνιστούσαν στα ανδρόγυνα να κάνουν σεξ μόνο σε μια συγκεκριμένη στάση – η γυναίκα ανάσκελα και ο άνδρας από πάνω – στάση η οποία θεωρείτο ως η μόνη «κανονική». Η «θεάρεστη» αυτή στάση, σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η πιο ανηδονική. Για τους ηθικολόγους όμως, το να εφαρμόζει ένα ζευγάρι άλλου είδους πρακτικές στο σεξ – πρακτικές που οι ίδιοι όμως έμοιαζαν να γνωρίζουν πολύ καλά – ήταν έγκλημα.
Και απορεί κανείς, πως μπορεί να είναι «θεάρεστο» το να συμβουλεύει κανείς ένα ζευγάρι να συνευρίσκεται στο σκοτάδι, με το σώμα του καλυμμένο με ένα ειδικό «νυχτικό» που κάλυπτε όλο το σώμα, αφήνοντας μόνο μια μικρή τρύπα στην περιοχή του υπογαστρίου και αισθανόμενος αηδία και αποστροφή για την σεξουαλική ηδονή.
Ο σεξουαλικός πόθος λοιπόν καταδικάστηκε αφού χαρακτηρίστηκε ως «υπόθεση του διαβόλου», «απαίσιος», «καταχθόνιος», σήψη», «αηδιαστική λάσπη», «αηδιαστικό πύον» για να αναφέρουμε μερικούς χαρακτηρισμούς από τον… «Άγιο» Αυγουστίνο. Όπως υποστηρίζει ο Deschner, σε όλες τις εποχές οι πιστοί εμπλέκονται με τον ίδιο τρόπο στη σεξουαλική αμαρτία. Η οξύτατη επίκριση της σεξουαλικότητας από τον Απόστολο Παύλο δεν διαφέρει πολύ από αυτή ενός Σχολαστικού θεολόγου της πρώιμης ή της μεσαίας περιόδου ή ενός ηθικολόγου του 20ου αιώνα.
Όσο για τον θεσμό της μετανοίας, κάθε άλλο παρά αποτρέπει τους πιστούς από την αμαρτία. Αυτό το γνωρίζει ο κλήρος. Αλλά αυτού του είδους τους οπαδούς χρειάζεται. Ο κλήρος δεν επιθυμεί την βελτίωση των ανθρώπων, αλλά την χειραγώγηση, τον έλεγχο και την καταπίεσή τους. Χρειάζεται την αμαρτία για να δημιουργεί εξαρτημένα άτομα. Και είναι αυτή η αμαρτία, η σεξουαλική, που είναι η πιο συχνή και αναπόφευκτη, γι αυτό είναι και το αγαπημένο του παιδί. Μέσω αυτής υποδουλώνεται ο πιστός στην Εκκλησία. Από μικρό παιδί εμποτίζεται με την αποστροφή προς τις ορμές του και την αίσθηση της ενοχής και της αποτυχίας, καθώς γνωρίζει ότι είναι αδύνατον να είναι αναμάρτητος.
Ο κλήρος προπαγανδίζει την θυσία και την παραίτηση. Κι ενώ θρηνολογεί υποκριτικά για την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, αυτή είναι το θεμέλιο της ύπαρξής του και η ύψιστη ευτυχία του.
Ας δούμε τώρα και την προσέγγιση του Kenneth Grant.
«Ο Χριστιανισμός δίδαξε ότι το σεξ είναι αμαρτωλό όταν δεν υπόκειται στα διάφορα είδη περιορισμών. Το σεξ αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για τις κυβερνήσεις και τους άρχοντες κατά τη διάρκεια της Οσιριανής εποχής, επειδή οι κυβερνούσες κλίκες ήταν αμυδρά ενήμεροι ότι το σεξουαλικό στοιχείο είχε μια αόριστη – μυστηριώδη σύνδεση με την ατομική δημιουργική δυνατότητα. Αν επιτραπεί να εκδηλωθεί, αυτή η δυνατότητα μοιραία βεβαιώνει την ανώτατη αρχή της και αρνείται να συμμορφωθεί με τα τεχνητά μέτρα – πρότυπα της ηθικής, τα οποία σχεδιάστηκαν για να την υποδουλώσουν. Με την υποδούλωση – ένας ισχυρός παράγοντας της οποίας ήταν ο θεσμός του γάμου – ειδικά ο μονογαμικός γάμος – το σεξουαλικό ένστικτο δεσμεύτηκε σε μαζική κλίμακα.Συγκρότησε ένα απόθεμα ενέργειας το οποίο οι ιερείς και οι κυβερνήτες απομύζησαν, προκειμένου να ενδυναμώσουν τις θέσεις τους στην κοινωνία και την πολιτεία. Έτσι αυτοί, ενδιαφερόμενοι για τους εαυτούς τους, επέβαλλαν στο κοπάδι περιορισμούς. Στην περίπτωση του μοναχού ή του λαϊκού – κοσμικού, ο πρώτος δεν είχε κανένα νόμιμο σωματικό διέξοδο, ενώ ο δεύτερος είχε ένα πολύ περιορισμένο. Με αυτόν τον τρόπο, καμιά τάξη δεν αποτελούσε κίνδυνο για τις δυνάμεις που τους υποδούλωναν και δρούσαν με βαμπιρικό τρόπο σε αυτές. Αντίθετα, τους παρείχαν μια τεράστια μπαταρία ενέργειας από την οποία οι δυνάστες συνεχώς αντλούσαν. Η αναπόφευκτη κατάρρευση αυτής της μορφής του περιορισμού είναι εγγύς και θα έχει ως αποτέλεσμα την ολική ρήξη του πολιτισμού.
Βλέπουμε τώρα τον τεράστιο ωκεανό ενέργειας που ζητά διέξοδο, να αρχίζει να ξεσπά και να ξεχειλίζει τα φράγματα σε όλες τις πλευρές. Νοητικές ασθένειες, νευρικές ενοχλήσεις, σωματικές διαταραχές οι οποίες «γεννήθηκαν» από την επίπλαστη ζωή κάτω από την Οσιριανή εξουσία, διογκώνονται τώρα σε τεράστιες αναλογίες.»
«Μια από τις κοινωνικές εξελίξεις που επιταχύνθηκαν από τους πρόσφατους πολέμους ήταν η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας από τη δουλεία των θρησκευτικών κυρώσεων. Οι ιερείς των Οσιριανών δογμάτων – θρησκειών, ειδικά ο Χριστιανισμός, περιόρισαν το σεξ με τις απειλές του «πυρ και θείον εξ ουρανού» και απαίτησαν τις νοσηρές καταπιέσεις που σχετίζονταν με αυτές τις πίστεις. Επέμειναν στην ολική αγαμία για το ιερατείο και τον μονογαμικό γάμο για τους λαϊκούς – κοσμικούς.
Η ομοφυλοφιλία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των ιερέων και, όπως γνωρίζουν οι Μυημένοι, αυτό είναι το κλειδί σε κάποια ορισμένα είδη αποκρυφιστικής δύναμης. Ακόμα και σήμερα τα ολέθρια επακόλουθα αυτής της διαστρέβλωσης της φόρμουλας δεν έχουν εντελώς αποδυναμωθεί . Προκαλούν μεταβολές και ενοχλήσεις οι οποίες προς το παρόν γίνονται φανερές σε νοσηρές σεξουαλικές πρακτικές αυτοκαταστροφικής φύσης. Εκεί που οι λαϊκοί – κοσμικοί θεωρούνταν μονογαμικοί, αποδυνάμωσαν την δημιουργική χρήση και ανάπτυξη της σεξουαλικότητας, εξουδετερώνοντας την χρήση της σε δημιουργικούς σκοπούς (σημ, εννοεί μάλλον την τεκνοποίηση) και γειώνοντάς την μέσα σε στείρους αυτό-ερωτισμούς ή σε στερούμενες έμπνευσης συζυγικές συνουσίες. Ο χρόνος και η συνήθεια αδρανοποιούν και έπειτα καταστρέφουν την ηλεκτρική αλληλεπίδραση των διδύμων πολικοτήτων οι οποίες είναι απαραίτητες για την διείσδυση των πιο λεπτών επιπέδων ύπαρξης. Όσο αφορά στο σωματικό μέρος, ο θεσμός της μονογαμίας οδήγησε σε απονέκρωση των ίδιων των σεξουαλικών εκκρίσεων.
Κουράστηκαν και τελικά πεθαίνουν από αδράνεια, προκαλούμενη από την αποκλειστική μορφή συνουσίας που επιβάλλει η μονογαμία, η οποία δεν επιτρέπει καμιά νέα παρόρμηση ή νέα έμπνευση. Τα οχήματα της αστρο-αιθερικής ενέργειας (desired bodies) πολώνονται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής συνουσίας και προσελκύουν ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα της αστρικής ατμόσφαιρας. Αυτά επιβαρύνονται και φθείρονται από μια συσσώρευση δηλητηρίου μέσα στο ψυχοσεξουαλικό σύστημα, πρώτα σε ατομικό επίπεδο και έπειτα στην κοινωνία ως όλον. Τώρα το φράγμα έχει ξεχειλίσει και βιώνουμε την βία αυτής της αντίδρασης. Το αποτέλεσμα μέσα στην κοινωνική σφαίρα ήταν να παράγει πειθήνιους σκλάβους οι οποίοι θα ήταν υπερβολικά απαθείς για να εναντιωθούν στους δυνάστες τους και από την άλλη απάνθρωπα ρομπότ, ζόμπι που παρακινούνται αποκλειστικά από αντενεργείς και άσκοπες βιαιοπραγίες. Αυτές ξεσπούν από τις κολάσεις της καταστολής ως ειδεχθείς θεϊκές μορφές (godforms) μιας παραμορφωμένης ενέργειας, όπου αναδύονται κακοδιαμορφωμένες σκέψεις και διαστροφικές επιθυμίες. Και η ασθένεια έχει διεισδύσει σε βαθύτερα επίπεδα από εκείνα της ψυχοσωματικής φύσεως. Έχει προκαλέσει πραγματική παράλυση των βαθύτερων κέντρων της συνείδησης όπου η Θέληση (Will) έχει τις ρίζες της.»
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ