Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους, το Σμυρναίικο τραγούδι, επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του Σμυρναίικου με το ρεμπέτικο. Αυτό όμως είχε ως συνέπεια να γίνει ευρύτερα αποδεκτό και να περάσει στην περίοδο της επώνυμης πλέον δημιουργίας του.
Με την είσοδο του ρεμπέτικου στη δισκογραφία, η θεματολογία των τραγουδιών διευρύνθηκε, υποχώρησαν οι λεκτικοί ιδιωματισμοί και η μουσική ορχήστρα εμπλουτίσθηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Ο Σμυρναίος δημιουργός Π. Τούντας με την ανάληψη της διεύθυνσης δισκογραφικής εταιρίας σχεδόν επέβαλε το ρεμπέτικο ηχόχρωμα, που έγινε εντέλει λαϊκή μουσική της πόλης. Με το ρεμπέτικο τραγούδι εκφράζεται η πολυσυλλεκτικότητα των νέων κατοίκων της Σύρου, του Πειραιά και άλλων πόλεων με λιμάνι. Η ασφάλεια που παρείχε η πατρογονική εστία στους πρόσφυγες έχει οριστικά χαθεί, γεγονός που δικαιολογεί την κυριαρχία και την έκφραση συναισθημάτων κοινωνικής έκπτωσης.
Παρόλο που η μουσική είναι σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση μιας φαντασιακής εθνικής ταυτότητας, δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο πολιτισμού που κατέφθασε στον ελλαδικό χώρο μαζί με το ρεύμα των προσφύγων. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Οι λογοτέχνες της νέας γενιάς αναζητούν διαφορετικά «εργαλεία» για να αποδώσουν ορθά αυτό που έγινε, αναζητούν νέες αρχές, αναθεωρούν τα ιδανικά τους και επαναπροσδιορίζουν την «ελληνικότητα» σε σχέση με το αρχαίο παρελθόν της και τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ο πρώτος άξονας διαμόρφωσης της ελληνικότητας είχε σχέση με το δόγμα της εθνικής ενότητας και τη θεωρία της ιστορικής συνέχειας, ιδεολογήματα που αναπτύχθηκαν μέχρι το 1922, όταν το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν το πρόβλημα της ενότητας και της συνέχειας. Ο δεύτερος άξονας διαμορφώνεται στη χρονική περίοδο μετά το 1923, δηλ. μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς. Η Ελλάδα οφείλει να ξεχωρίσει από τα άλλα έθνη και τούτο είναι δυνατό να γίνει αν προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα, κάτι που οδηγεί στη δημιουργία του ιδεολογήματος της «ελληνικότητας».
Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας, ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση κάθε είδους πολιτισμικής δραστηριότητας.
(Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Π., κ. Ν.Κ. Μουτσόπουλος, «Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού», εκδόσεις Κεσόπουλος) : Σε ερωτήσεις ξένων, κατά την αρχαιότητα, για τα γεωγραφικά όρια του Ελληνισμού, οι απαντήσεις των Ελλήνων ήταν ακαθόριστες αλλά χαρακτηριστικές: «είναι παντού οι Έλληνες, όπως τα βατράχια στις όχθες ενός τέλματος» και εξυπονοούσαν την εξάπλωση των Ελλήνων σε όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου, ιδιαίτερα στα Μικρασιατικά παράλια. «Έλληνες υπήρχαν παντού όπου βλαστάνει η άμπελος και φύεται ελαία και συκή», ήταν μια άλλη, επίσης χαρακτηριστική, άποψη. Και οι δύο απαντήσεις σκιαγραφούν την ιδέα που κυριαρχούσε κατά την αρχαιότητα για τους τόπους εξαπλώσεως του Ελληνισμού.
Εκεί, σ’ αυτές τις χώρες, ήρθαν οι πρόγονοι μας σε επαφή με άλλους αρχαίους λαούς και πολιτισμούς. Και τις εμπειρίες του στερημένου από παρόμοια ευημερία και πλούτο αρχαίου ελλαδικού Ελληνισμού, κάλυψαν με τα πέπλα τους οι μύθοι και διέσωσαν μαρτυρίες για τον άπειρο πλούτο που τους μάγεψε, όπως ο μύθος του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα που ότι άγγιζε γινόταν χρυσός ή ο άλλος που και μόνο το όνομα του βασιλιά της Λυδίας, του Κροίσου, έγινε συνώνυμο με τον ανυπολόγιστο πλούτο. Στα χρόνια του Μ.Αλεξάνδρου τα όρια αυτά καθορίστηκαν με ακρίβεια και στα χρόνια των Επιγόνων ο Ελληνισμός είχε επεκταθεί παντού, σ’ όλον τον γνωστό κόσμο στην Ανατολή και τα Βορειοαφρικανικά παράλια.
Οι Έλληνες δεν περιορίστηκαν μόνο στα γνωστά τους, από την Προϊστορία, Μικρασιατικά παράλια, τα αντίστοιχα του Εύξεινου Πόντου ή τα άλλα της μεσογειακής λεκάνης. Ταξίδευαν παντού, σ’ όλη τη γη. Ας αναλογιστούμε πως αρχαία ελληνικά υφάσματα βρέθηκαν στο Νοέν Ουλά της Μογγολίας, ρωμαϊκό λυχνάρι στο Πονγκ Τουκ της Ινδοκίνας, ενώ το μακρινότερο ταξίδι το έκανε ένα αρχαίο κρασοπότηρο που βρέθηκε σε βασιλικό τάφο της Κορέας.
Και σήμερα ακόμα ο Μύθος του Μ. Αλεξάνδρου πλανιέται σ’ όλη την Ασία. Υπάρχουν φυλές που πιστεύουν ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων του Μ. Αλεξάνδρου (όπως οι Καλάς του Αφγανιστάν). Οι Μακεδόνες έφθασαν τότε στα πέρατα του γνωστού κόσμου γιατί, όπως έγραφε πρόσφατα με βαθύ λογισμό μια σοφή Ελληνίδα (η Ελένη Γλύκατζη), είναι λάτρεις μιας πνευματικής και όχι μόνο μιας γεωγραφικής πατρίδας. Μιας πατρίδας που τα όρια της επεκτείνονται και αγκαλιάζουν όλη τη γη, που εκτινάζονται και φθάνουν στον άπειρο κόσμο του έναστρου ουρανού, που οι ίδιοι φρόντισαν να χοροθετήσουν ονοματίζοντας με τα πιο όμορφα ελληνικά ονόματα, εκεί που η σύγχρονη τεχνολογία ονειρεύεται να φθάσει και να διερευνήσει. Προηγήθηκαν όμως οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που πνευματικά είχαν φθάσει ήδη παντού, από την Ανδρομέδα μέχρι το Σείριο και από τον Ωρίωνα μέχρι τις Πλειάδες. Είχαν οριοθετήσει το χάος και είχαν επιβάλει την τάξη!
Ένας στοχαστικός ταξιδιώτης διαπιστώνει, εύκολα σχετικά, στον ευρύτερο συροπαλαιστινιακό χώρο τις βαθύτατες καταβολές ενός ελληνισμού – που δεν επαληθεύονται μονάχα από την ελληνοπρέπεια των κτισμάτων και την απανταχού παρουσία των ελληνιστικών επιγραφών, που προϋποθέτει κατανόηση της ελληνικής λαλιάς – αλλά και ένα αδιόρατο ελληνικό ύφος διάχυτο στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, ιδιαίτερα στους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Δεν είναι εύκολη η διερεύνηση της καταγωγής των πληθυσμών, ούτε άλλωστε κάτι τέτοιο έχει σημασία. Έγιναν τόσες επιμειξίες στους τόπους αυτούς, τόσοι πολιτισμοί γεννήθηκαν και έσβησαν, τόσες θρησκείες γεννήθηκαν και επιβίωσαν. Τόποι το ίδιο ιεροί για τους Εβραίους, για τους Άραβες και για τους χριστιανούς, το ίδιο αγαπημένοι. Για μας τους Έλληνες είναι «η καθ’ ημάς Ανατολή» των θρύλων και των παραδόσεων, αυτών που γαλούχησαν το Γένος και το μετέπλασαν σε νεοελληνικό έθνος, μαζί με το έπος του Διγενή και τους θρύλους του Μαρμαρωμένου βασιλιά.
Θα συνεχίσουμε την πορεία μας στο χώρο και στο χρόνο με τα παλιά αγαπημένα κείμενα και τη σκιά των ιερών λειψάνων που διανθίζουν την έρημο. Η νοσταλγική αυτή διάθεση αποτελεί κάποτε ένα μέσο για μια πιο βαθιά και πιο αποτελεσματική διείσδυση στην ουσία των πραγμάτων. Ο μύθος, άλλωστε, είναι ότι ουσιαστικά απομένει από το ιστορικό συμβάν.
Όμως ο τρόπος αυτός προσέγγισης δεν είναι δική μας επιλογή. Αυτή την αγωνία για την αναγνώριση όποιου ελληνικού στις ίδιες περιοχές, την συναντούμε και στα χρόνια του Χριστού, σ’ έναν από τους τελευταίους απολογητές της παλιάς θρησκείας, τον μεγάλο μύστη Απολλώνιο τον Τυανέα (1ος αι. π.Χ.), όπως γνωρίζουμε από το «Βίο» του, που έγραψε ο ρήτορας Φλάβιος Φιλόστρατος από τη Λήμνο.
Ταξιδεύοντας λοιπόν στους ίδιους τόπους ο Απολλώνιος συνάντησε στην Κισσία, κοντά στη Βαβυλώνα, να ζουν ακόμα στις μέρες του και να θυμούνται την μακρινή τους καταγωγή απόγονοι των Ερετριέων, που είχαν μεταφέρει και εγκαταστήσει εκεί οι Πέρσες.
Από τους 780 αιχμαλώτους Ερετριείς είχαν ζήσει μονάχα 400 και ανάμεσα τους 10 γυναίκες. Οι άλλοι χάθηκαν στην μακρινή και κοπιαστική πορεία. Του έδειξαν τους παλιούς τάφους με τις ελληνικές επιγραφές. Σταμάτησε μπροστά σε ένα ελεγείο χαραγμένο επάνω σε μια ταφόπλακα. Τον συγκίνησε, το αντέγραψε και έτσι διασώθηκε μέχρι τα χρόνια μας:
«Οίδε ποτ’ Αιγαίου βαθύρροον οίδμα πλέοντες
Εκβατάνων πεδία κείμεθ’ ενί μασάτω.
Χαίρε, κλυτή ποτέ πατρίς Ερέτρια.
Χαίρετ’ Αθήναι, γείτονες Ευβοίης.
Χαίρε θάλασσα, φίλη»,
που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ελεύθερα:
«Εμείς, που άλλοτε ταξιδεύαμε στα βαθιά κύματα του Αιγαίου
είμαστε θαμμένοι στη γη των Εκβατάνων.
Χαίρε ξακουσμένη πατρίδα, Ερέτρια.
Χαίρε Αθήνα, γειτόνισσα της Εύβοιας.
Χαίρε αγαπημένη θάλασσα».
Υπάρχει αλήθεια, πιο γνήσια και δραματική κραυγή νοσταλγίας για την πατρίδα από αυτόν τον δραματικό χαιρετισμό των Ερετριέων; Σ’ όλη την Ασία και τη Μέση Ανατολή αποκαλούσαν τους Έλληνες Ίωνες «Γιοβάν», που μεταπλάστηκε αργότερα σε Γιουνάν, γιατί η γνωριμία των λαών αυτών έγινε με τους Έλληνες της Ιωνίας. Η πολιτιστική ακτινοβολία της Ιωνίας προς τη Μέση Ανατολή και του Πόντου προς τον Εύξεινο και τις ρωσικές χώρες υπήρξε κεφαλαιώδης στα αρχαία χρόνια και συνεχίστηκε επάξια στα βυζαντινά χρόνια από τη βυζαντινή αυτοκρατορία,που συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό με τη χριστιανική θρησκεία.
Δυστυχώς, η κατάκτηση των βυζαντινών εδαφών στη Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο από τους Άραβες και στη Μικρασία και Ανατ. Θράκη από τους Τούρκους κατάφερε ανεπούλωτο πλήγμα στον Ελληνισμό της ανατολής. Παρόλα αυτά τον 18ο και 19ο αιώνα οι κατακτημένοι Έλληνες, ιδίως στη Μικρασία και τη Β. Θράκη, δημιούργησαν με την εργατικότητα τους μια νέα – τελευταία – αναλαμπή του ελληνικού πολιτισμού μέσα στις ελληνικές παροικίες που όμως έσβησε κάτω από τον άγριο άνεμο της τουρκικής γενοκτονίας, που οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή και στην Προσφυγιά.
Τώρα, τις Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού οι σύγχρονοι Έλληνες και ιδίως οι απόγονοι των προσφύγων εκείνων, τις επισκέπτονται με προσκυνηματικές εκδρομές δακρυσμένοι ή τις σκέφτονται νοσταλγικά καθώς θυμούνται τις δακρυσμένες διηγήσεις της γιαγιάς ή του παππού για «τα περασμένα μεγαλεία» και τον ξεριζωμό».
ΕΠΑΙΝΟΣ «ΝΑΝΑ ΚΟΝΤΟΥ», 2010, ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ