Όλοι μας κατά καιρούς ερχόμαστε ανιτμέτωποι με απογοητεύσεις που αφορούν στον ίδιο μας τον εαυτό, είτε για τον τρόπο που φερόμαστε, είτε για συμπτώματα που έχουμε, είτε για συμπεριφορές από τις οποίες δεν μπορούμε εύκολα να απεξαρτηθούμε. Κάποιοι εξ’ημών πασχίζουν με αυτήν την απογοήτευση και την βιώνουν ως κάτι αδιέξοδο, μιας και συχνά, ακόμα και κατόπιν των γενναιότερων προσπαθειών μας, μοιάζουμε να μην μπορούμε να τροποποιήσουμε πράγματα στο χαρακτήρα και στη συμπεριφορά μας ή στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας και τους άλλους που μας ματαιώνουν και μας απογοητεύουν.
Τέτοια θέματα μπορεί να είναι από το να θέλουμε να κάνουμε δίαιτα για να χάσουμε βάρος και να μην τα καταφέρνουμε, μέχρι, για παράδειγμα, κάτι βαθύτερο, όπως το να απεμπλακούμε από την ανάγκη μας να αρέσουμε στους άλλους, να μας θαυμάζουν, να είμαστε πάντα τα καλά παιδιά που διεκπεραιώνουν.
Συχνά βλέπω ασθενείς που αγωνιούν με την ερώτηση: «και πώς να το αλλάξω αυτό;» και ακόμα πιο συχνά τους απογοητεύω λέγοντας πως είναι νωρίς ακόμα να αλλάξουμε κάτι που καν δεν έχουμε καταλάβει, ούτε στο επίπεδο της αιτίας του, δηλαδή του γιατί πρωτοδημιουργήθηκε, αλλά ούτε και στο επίπεδο του γιατί συνεχίζει να υφίσταται και μήπως τελικά εξυπηρετεί και κάτι, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Είναι αφελές το να μεταπηδούμε στο ερώτημα του «πώς αλλάζω κάτι», όταν ακόμα δεν έχουμε καν καταλάβει και παρατηρήσει επαρκώς αυτό το κάτι, όταν ίσως δεν έχουμε διακρίνει το πότε, πώς και υπό ποιές συνθήκες μας προκύπτει αυτό το κάτι, όταν δεν έχουμε σκιαγραφήσει πλήρως το πώς επηρεάζει τη ζωή μας και τις σχέσεις μας σε όλα τα επίπεδα. Και βέβαια, όταν δεν έχουμε καν οραματιστεί με τι θα θέλαμε να το αλλάξουμε, τι θα θέλαμε να έρθει στη θέση του, πώς πιστεύουμε ότι αυτό θα άλλαζε τη ζωή μας.
Φορές στενοχωρώ τους ασθενείς μου όταν υπογραμμίζω πως ακριβώς αυτή είναι η διαδρομή που οφείλουμε να κάνουμε στην ψυχοθεραπεία για να έχουμε όφελος. Ότι, δηλαδή, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την πορεία αυτή και να πάμε κατ’ευθείαν σε λύσεις προκάτ, φαντασιωνόμενοι ότι αυτό θα αλλάξει τη ζωή μας και θα μας κάνει διαφορετικούς.
Ξεκινάμε λοιπόν το ταξίδι για την κατανόηση της ιστορίας πίσω από το σύμπτωμα, όποιο κι αν είναι αυτό – ψυχοσωματικό, συμπεριφορικό, σχεσιακό – πώς δηλαδή μπορεί να δημιουργήθηκε η έξη προς αυτό το σύμπτωμα, κάτω από ποιές βιωματικές συνθήκες, κατά κανόνα πρώιμες. Πώς τα πρωταρχικά μας βιώματα έχτισαν τον ψυχισμό μας και επηρέασαν την κοσμοθέασή μας και κυρίως τον τρόπο που βιώνουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους γύρω μας. Αυτό το ταξίδι μπορεί να πάρει κάποιο καιρό και συνήθως σε αυτό υπάρχουν μεγάλες αντιστάσεις, γιατί είναι δύσκολο κανείς να ξεγυμνώσει το παρελθόν του και να το γδύσει από ειδυλλιακές φαντασίες. Κάποιοι βέβαια είναι πιο έτοιμοι από άλλους να το κάνουν αυτό, συνήθως εκείνοι των οποίων τα τραύματα ήταν πιο τρανταχτά ή συνέβησαν με τρόπους πιο ευδιάκριτους, έκδηλους και χρόνιους. Αυτών των οποίων όμως τα τραύματα έχουν προκύψει σε εξαιρετικά μικρές ηλικίες ή με τρόπους κάπως υπόγειους και ασυνείδητους ακόμα και για τους ίδιους τους ενήλικες που περιστίχιζαν το παιδί, το ταξίδι θα είναι δυσκολότερο.
Αφού όμως διαβούμε αυτό το μονοπάτι και παράλληλα με αυτήν την διαδικασία, προσπαθούμε και να σκιαγραφήσουμε τον αντίκτυπο αυτών των βιωμάτων στις ενήλικες πια σχέσεις μας. Πώς μας έχει επηρεάσει η ιστορία μας και κατά πόσο είμαστε όπως είμαστε ως αποτέλεσμα πρωτίστως αυτής και δευτερευόντως του γονιδιώματός μας; Ακόμα κι όταν κάνουμε όλην αυτή τη διαδρομή και, η αλήθεια είναι πως κάποιοι ασθενείς είναι εξαιρετικά καλοί σε αυτό το κομμάτι της διαδικασίας, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι μπορούμε και να εγκαταλείψουμε συμπεριφορές ή τρόπους συσχέτισης με τους άλλους και με τον ίδιο μας τον εαυτό, ακόμα κι αν έχουμε διαπιστώσει ότι αυτές καθιστούν πια την καθημερινότητά μας δυσλειτουργική σε επίπεδο ανθρώπινης επαφής. Κι εκεί έρχεται συν άλλη μία ματαίωση... Λέει κανείς «μα έχω κάνει τόσο δρόμο, τόσα έχω καταλάβει, τόσα έχω δει, τόσες συνδέσεις έχουν πια αποκρυπτογραφήσει το παζλ της ζωής μου, πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να αλλάξω αυτά που με πονάνε»;
Καμιά φορά δεν μπορούμε. Αυτό έχει και μια πνευματική διάσταση, ότι δηλαδή ποτέ δεν μπορούμε κάτι από μόνοι μας, παρά με την Χάρη του Θεού αρωγό στους δικούς μας αγώνες, εκτός του ότι το να συνεχίζουμε να παραμένουμε σε έναν αγώνα τέτοιου τύπου μπορεί να παραχωρείται από τον Θεό για λόγους ακατάληπτους για εμάς που όμως, εάν έχουμε πίστη, γνωρίζουμε πως είναι για όφελός μας. Όχι βέβαια πως έχουμε πάντα τη διάκριση να ξέρουμε τι είναι εκ Θεού και παραχωρείται για καλό ή τι μπορεί να υποδηλώνει δικό μας φόβο και δισταγμό απέναντι σε κάποια αλλαγή.
Κάποιες φορές, το κόστος του να εγκαταλείψουμε τα συμπτώματα που μας συντροφεύουν για πολλά πολλά έτη μπορεί να φαντάζει πολύ μεγαλύτερο από το κόστος του να συνεχίσουμε ως έχει. Ο κόσμος γύρω μας, οι φίλοι, ο σύντροφος, η οικογένεια έχουν όλοι στοιχιθεί γύρω από αυτό που μέχρι τώρα είμαστε και η όποια αλλαγή, ενόσω μπορεί να υπόσχεται ευεργεσία για τον ίδιο μας τον εαυτό, πάραυτα ταράζει τα νερά στις άμεσες κοντινές μας σχέσεις, οι οποίες, απειλούμενες συχνά – συνειδητά ή ασυνείδητα – από την επεκείμενη αλλαγή, ενδέχεται να σαμποτάρουν με αφανείς ή ακόμα και φανερούς τρόπους την όποια νέα κατάσταση.
Οπότε ερχόμαστε στο εξής αμέσως ερώτημα που προκύπτει: «Και τώρα τι κάνουμε; Πώς ζούμε με κάτι που γνωρίζουμε πως είναι προβληματικό ή δυσλειτουργικό ή που δεν μας προάγει ψυχικά ή πνευματικά»; Αν έχουμε κάνει όλη την παραπάνω διαδρομή, πραγματικά πιστεύω δεν αξίζει καθόλου να αγωνιούμε για οτιδήποτε περεταίρω. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάψουμε να αγωνιούμε και να αποδεχτούμε ότι τα πράγματα έτσι έχουν για εμάς, τουλάχιστον προς το παρόν. Κι έτσι όπως έχουν για εμάς, έχουν και για τους γύρω μας. Δεν είμαστε οι μόνοι που κουβαλάμε έναν σταυρό, αφήστε που μάλλον, αν κοιτάξουμε γύρω μας καλά, θα δούμε ότι είμαστε κι από τους τυχερούς, αν ήδη είχαμε τη δυνατότητα και την ευλογία να κάνουμε την μέχρι εδώ διαδρομή.
Η πρότασή μου είναι η εξής αν και εφόσον έχουμε φτάσει στο παραπάνω σημείο. Να αποδεχτούμε αυτό που είμαστε και να αποκολληθούμε από κάθε βίαιη προσπάθεια αυτό να το αλλάξουμε, να το κρίνουμε, να το κρύψουμε, να το κατακρεουργήσουμε και να ασεγλήσουμε σε αυτό, διότι αυτό είναι ο πολύτιμος και μοναδικός εαυτός μας, το σαρκίο αυτό που μας δώρισε ο Κύριος για να Τον γνωρίσουμε παλεύοντας με αυτό. Δεν είναι ούτε για βία, ούτε για κρίση την οποία ούτε ο Χριστός δεν θα έκανε με τόση αυστηρότητα! Η αποδοχή δεν είναι μια παθητική κατάσταση. Δεν είναι μοιρολατρεία, ούτε τεμπελιά οποιασδήποτε μορφής, αλλά ούτε και αποποίηση προσωπικής ευθύνης. Είναι μια ενεργητική κατάσταση, ασκητική, θα έλεγα, της αγάπης προς τον εαυτό, όπως φανταζόμαστε ότι ένας αγαθός και υπομονετικός πατέρας θα στεκόταν δίπλα στο μικρό του παιδί που παλεύει με την ενηλικίωσή του και τις υπαρξιακές του αγωνίες. Με στοργή, όχι αδιάφορα. Με αγάπη, όχι βία. Με ζεστασιά κι όχι ψυχρή λεπίδα ακρωτηριασμού αυτού που φαίνεται να χαλάει την εικόνα της τελειότητας. Μα η τελειότητα είναι η απέραντη αγάπη αυτού που δεν είναι τέλειο – αυτήν την αγάπη μας δίδαξε ο Χριστός κι αυτή η αγάπη ουδεμία παθητικότητα ή μοιρολατρεία γνωρίζει.
Έχει άπειρη υπομονή, χαρίζει άπειρες ευκαιρίες, δίνει το χέρι σε κάθε πτώση... και φυσικά, αν μπορέσουμε αυτό να το κάνουμε για τον εαυτό μας, να το προσφέρουμε στον εαυτό μας, τότε αυτό θα το προσφέρουμε και στον διπλανό μας. Νομίζω δεν χρειάζεται καν να πω πόσο πιο όμορφες θα γίνονταν οι σχέσεις μας μέσα από έναν τέτοιο δρόμο. Όταν λοιπόν κολλάμε, ας μην απελπιζόμαστε. Αυτό δεν σημαίνει εφησυχασμό, ούτε αδρανοποίηση. Όπως έλεγε ο Άγιος Σιλουανός, το μήνυμά του από τον Κύριο ήταν «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι», δηλαδή, έχε επίγνωση του λίγου σου, των περιορισμών σου, της δυσκολίας σου, να αγρυπνείς για αυτήν, αλλά συγχρόνως να μην χάνεις την ελίδα σου, διότι η ελπίδα έχει μέσα καρτερικότητα, αγάπη, εμπιστοσύνη.
Μπορούμε λοιπόν να παρατηρούμε τον εαυτό μας, αφού έχουμε κάνει μια διαδρομή και καταλάβει κάποια πράγματα. Μπορούμε δίχως κρίση απλά να συλλέγουμε εικόνες του εαυτού μας, να παρατηρούμε τον τρόπο που είμαστε, να κρατάμε σιωπηλά σημειώσεις στο νου και στην καρδιά για το πώς μας επηρεάζει ο τρόπος που είμαστε, πώς επιδρά στους άλλους και στις σχέσεις μας και άρα επιστρέφει σε εμάς, την κάθε δεδομένη στιγμή γιατί αγκιστρωνόμαστε από αυτόν, τι φοβόμαστε να χάσουμε, τι συντηρούμε; Και θα διαπιστώσουμε, πως, σιγά σιγά, θα εμφανίζονται σχεδόν αυθόρμητα μικρές μικρές αλλαγές στον τρόπο μας και στη ζωή μας, δίχως βία, με ηπιότητα, αργά, όπως άλλωστε αρμόζει σε τέτοιες αλλαγές, δίχως έπαρση, γιατί αυτές οι αλλαγές δεν θα είναι για να πάρουμε κάποιο μετάλλιο, παρά μόνο για να χαρούμε περισσότερο το δώρο της ζωής μας. Πώς θα το χαρούμε αυτό αν όχι τιμώντας την αλήθεια μας; Τιμώντας την εννοώ μην στρεβλώνοντάς την, μην αρνούμενοι τον ρόλο της στη ζωή μας, αναγνωρίζοντας ότι ακόμα και τα δύσκολά μας μας έχουν φέρει μέχρι εδώ που είμαστε σήμερα και αυτό από μόνο του έχει μέσα μια συγκίνηση.
Την αλήθεια μας, ακόμα και όταν είναι δύσκολη και μπορούμε μόνο να την υπομένουμε, καλό είναι να την παρατηρούμε, να την γνωρίζουμε, να την αποδεχόμαστε και να την αγαπάμε. Γιατί αυτήν έχουμε, αυτή είμαστε και με τη Χάρη του Θεού μπορεί να γίνουμε αυτό το κάπως καλύτερο που θα θέλαμε, με κίνητρο να ευχαριστηθούμε το δώρο της ζωής μας και της ζωής των γύρω μας και των αγαπημένων μας. Παρατηρώντας, μην κρίνοντας, θα έρθουν οι αλλαγές, γιατί θα έρθουν δίχως βία και ίσως και με χαμόγελο. Μπορεί και να πιάσουμε τον εαυτό μας συμπονετικά να χαμογελά με τους περιορισμούς και το λίγο μας και τότε ήπια θα σπρώξει η ψυχή μας προς ένα μικρό βήμα αλλαγής, με τη Χάρη Του, με την προσευχή μας και με μια στάση αγαπητική. Κι αν δυσκολευόμαστε να φανταστούμε πώς γίνεται αυτό, πώς, δηλαδή, καταφέρνει κανείς να έχει μια τέτοια στάση, ας φανταστούμε πώς θα θέλαμε ιδανικά να φερθούμε σε ένα βρέφος, ένα μωρό που κάνει δειλά δειλά βήματα να ανακαλύψει τον κόσμο, που πέφτει, που τρομάζει, που ματαιώνεται, που κοπιάζει, που εμπιστεύεται, που ανακαλύπτει και φυσικά που έχει μπροστά του την υπόσχεση της ομορφιάς της ζωής – αυτής της τόσο ανεξάντλητης!
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ