Τα παιδιά δεν είναι ακόμα σε θέση ν’ αντιληφθούν από πόσες πολλές προϋποθέσεις εξαρτάται πραγματικά η επιβίωσή τους. Γνωρίζουν μερικές και νομίζουν πως αυτές είναι όλες. Φόβο νιώθουν μόνο αφού πέσει στην αντίληψή τους κάποια συγκεκριμένη απειλητική αλλαγή στο μικρό βιωματικό τους κόσμο και μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο την αντίδραση στρες που ακολουθεί μια εξίσου απλή όσο και θορυβώδη αντίδραση.
Κάθε παιδί και κάθε ενήλικος, που κατακτά στο πέρασμα της ζωής ένα όλο και πιο πολύπλοκο βιωματικό πεδίο, διαπιστώνει κάποια στιγμή ότι η «επιβίωσή» του, η διατήρηση της σωματικής, της πνευματικής και συναισθηματικής του ακεραιότητας εξαρτάται από όλο και περισσότερες προϋποθέσεις που μπορεί όλο και πιο δύσκολα να ελέγξει. Αναγκάζεται ν’ αναζητήσει κατάλληλες διεξόδους για ν’ αντιμετωπίσει το φόβο που γίνεται όλο και πιο μεγάλος.
Ο δρόμος που επιλέγεται συνήθως, που είναι η προσπάθεια ν’ αγνοεί κανείς όσα θα μπορούσαν να του προξενήσουν φόβο, οδηγεί δυστυχώς σε αδιέξοδο. Ξεκινάει κανείς άνετα, σαν σε περίπατο, χαίρεται για ένα διάστημα που δε συναντά πια ούτε προειδοποιητικές πινακίδες ούτε λακκούβες, ώσπου κάποια στιγμή φθάνει εκεί όπου δεν μπορεί να πάει παρακάτω, τουλάχιστον όχι όπως μέχρι τώρα.
Η ανεξέλεγκτη αντίδραση στρες που εκδηλώνεται τότε δεν του αφήνει παρά δύο επιλογές: είτε αυτοαμφισβήτηση και νέο ξεκίνημα είτε ανικανότητα και αρρώστια. Μακροπρόθεσμα η άρνηση ν’ αντιληφθεί κανείς υπαρκτούς κινδύνους και απειλές δεν είναι προφανώς ο κατάλληλος τρόπος για την αντιμετώπιση του φόβου.
Κανένα ζώο δεν έχει την ικανότητα να απωθεί το φόβο του για τόσο διάστημα και τόσο πεισματικά όσο ο άνθρωπος.
Κι αν είχε υπάρξει ποτέ ένα τέτοιο ον, θα είχε εξαφανιστεί προ πολλού και αυτό αλλά και το αναποτελεσματικό του πρόγραμμα. Υπάρχουν καταλληλότερες στρατηγικές για την αντιμετώπιση του φόβου και τις παρατηρούμε μάλιστα ακόμη και σε ζώα.
Το αγαπημένο πειραματόζωο των ερευνητών του στρες, το εργαστηριακό ποντίκι, έχει φέρει κάποιους εκπροσώπους του κλάδου στα πρόθυρα της απόγνωσης. Ως εκτροφείς αυτού του είδους ζευγάρωναν επί γενεές ολόκληρες εκείνα μόνο τα ζώα που δε χρειάζονταν ιδιαίτερη φροντίδα, που δεν ταράζονταν σχεδόν με τίποτα, δε δάγκωναν, δε χοροπηδούσαν άτακτα πέρα-δώθε και δεν αμύνονταν όταν τα έβγαζαν απ’ τα κλουβιά τους και τα χρησιμοποιούσαν έτσι για κάθε είδους, πιθανά κι απίθανα πειράματα.
Οι σημερινοί απόγονοι εργαστηριακών ποντικιών, που προέκυψαν απ’ αυτό το ιδιαίτερο είδος εκτροφικής επιλογής, χαρακτηρίζονται από στωική ηρεμία, αστείρευτη υπομονή και εξαιρετική καλοπιστία.
Για να μπορέσει κανείς σε τέτοια ποντίκια να μελετήσει αντιδράσεις στρες χρειάζεται μεγάλη επινοητικότητα. Καυτές ηλεκτρικές πλάκες, ηλεκτροσόκ, κρύο νερό, δέσιμο – όλα τα δοκίμασαν οι ερευνητές μας κι όλα λειτούργησαν μια φορά, δυο φορές, ίσως και μια τρίτη φορά απανωτά και … αυτό ήταν. Καμία αντίδραση πια. Τέλος.
Ακόμη και τα εργαστηριακά ποντίκια δε συνεργάζονται άλλο κάποια στιγμή, γιατί ένα πράγμα μπορούν ακόμη: μπορούν ακόμη να μαθαίνουν και να θυμούνται ότι όλο αυτό το βασανιστήριο δε διαρκεί αιώνια, ότι σε λίγο περνάει κι ότι δεν απειλεί πραγματικά τη ζωή τους. Πώς όμως να μετρήσει κανείς μια ανεξέλεγκτη αντίδραση στρες, όταν αυτή γίνεται σε κάθε παρόμοια φόρτιση όλο και πιο ελεγχόμενη;
Και τα πλέον ακριβή μέσα μέτρησης είναι άχρηστα, όταν το ποντίκι αλλάζει από πείραμα σε πείραμα. Τα πράγματα είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Απορημένοι κοίταζαν οι ερευνητές τ’ απροσδόκητα αποτελέσματα τους. Μέχρι που κάποια στιγμή αναλογίστηκαν πως –κάτι που θα έπρεπε να ξέρουν- οι εμπειρίες αποκτώνται στη διάρκεια της ζωής, η γνώση κατακτήθηκε απ’ την αντιμετώπιση μιας πολύ συγκεκριμένης απειλής είναι καθοριστικές για το πως κανείς (έστω κι αν αυτός είναι ποντίκι) αντιδρά, όταν παρουσιάζεται ξαφνικά και πάλι ένας παρόμοιος κίνδυνος.
Στα μικρά παιδιά μπορεί να το δει κανείς πολύ ξεκάθαρα πώς χαλάνε τον κόσμο με τις φωνές τους στην αρχή, όταν μείνουν για λίγο μόνα. Αυτή είναι η λύση τους, προκειμένου ν’ αποτρέψουν μια αντίδραση στρες που δεν ελέγχεται. Κάθε μητέρα το ξέρει, γι’ αυτό και παίζει μέρες και βδομάδες ολόκληρες το ίδιο παιχνίδι: κρύβεται για λίγο και βγαίνει ξανά.
Βλέπει πώς ο φόβος του παιδιού της λιγοστεύει σε κάθε νέα εξαφάνισή της, πώς η σιγουριά του μεγαλώνει καθώς αποκτά την εμπειρία ότι ακόμα και κάτι τόσο συνταρακτικό, όσο η ξαφνική απώλεια της μητέρας, μπορεί τελικά με κάποιον τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο.
Καθένας μας είχε στην πορεία της ζωής του τις προσωπικές του εμπειρίες. Έμαθε τι μπορεί να κάνει για ν’ αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα και δυσκολίες ή τουλάχιστον πώς να τα υπομένει.
Καθένας μας γνωρίζει με αρκετή ακρίβεια ποιες απαιτήσεις κι επιβαρυντικές καταστάσεις δυσκολεύεται πολύ ν’ αντιμετωπίσει.
Μερικοί άνθρωποι έχουν αναπτύξει εκπληκτικά ευαίσθητες κεραίες για ν’ αναγνωρίζουν πολύ γρήγορα τέτοιες καταστάσεις κι εφαρμόζουν περίτεχνες στρατηγικές για ν’ αποτρέψουν τις δυσκολίες που βλέπουν να έρχονται καταπάνω τους ή για να το βάλουν στα πόδια όσο είναι καιρός. Το πόσο μακριά μπόρεσε να φθάσει έτσι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος εξαρτάται –όπως και στο ποντίκι- από τα γενετικά του δεδομένα, από τις απειλητικές καταστάσεις τις οποίες αναγκάστηκε ν αντιμετωπίσει στη ζωή του και από τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε να τις ξεπεράσει.
Καθένας που μεγάλωσε περισσότερα από ένα παιδιά ξέρει ότι ήδη ως βρέφη αντιδρούν διαφορετικά απέναντι σε καθετί το ξένο, το ασυνήθιστο, το άγνωστο. Στη συνέχει μεγαλώνει κάθε άνθρωπος σ’ έναν κόσμο χαρακτηριστικό για το άτομό του και μόνο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι ποτέ ταυτόσημος με τον κόσμο των άλλων. Ποτέ δε βιώνει τις ίδιες προκλήσεις, τις ίδιες απώλειες ή επικίνδυνες καταστάσεις στην ίδια ηλικία με τους άλλους και ποτέ δεν θα έχει ακριβώς τις ίδιες εμπειρίες με άλλους κατά την επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι σε κάθε φάση της εξέλιξής του μοναδικός.
Φέρει το δικό του ιστορικό εμπειριών και επιπλέον, με τη μορφή των προγραμμάτων που κληρονόμησε από τους γονείς του, το ιστορικό των προγόνων του. Αυτός ο απόλυτα προσωπικός πλούτος εμπειριών ενός ανθρώπου θα καθορίζει τις αποφάσεις του για κάθε βήμα που πρόκειται να κάνει στη μελλοντική του πορεία.
Αυτά που έχουν καταξιωθεί μέσα από την πείρα καθορίζουν προς τα που θα πάει ο δρόμος μας, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι και είτε συμβαδίζει είτε όχι με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ελευθερίας την ανθρώπινης σκέψης, αίσθησης και δράσης.
Τότε μόνο θα μπορέσουμε ελεύθερα να πάρουμε αποφάσεις, όταν δε θα είμαστε σε θέση πια να προχωρήσουμε όπως πρώτα, όταν όλες μας οι μέχρι τότε καταξιωμένες στρατηγικές ως προς τον τρόπο που σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε και ενεργούμε αποδειχθούν ανεφάρμοστες κι ακατάλληλες για να αναστείλουν μια επικίνδυνη εξέλιξη, που πλησιάζει όλο και πιο απειλητικά και μοιάζει αναπόφευκτη. Τότε νιώθουμε πάλι, επί μέρες ολόκληρες, αυτήν τη δυσάρεστη αίσθηση στο στομάχι και δε χρειάζεται να μετρήσουμε το επίπεδο των ορμονών του στρες στο αίμα μας για να καταλάβουμε πως πρόκειται για μια αντίδραση στρες που δεν μπορούμε να θέσουμε υπό έλεγχο.
Ανεξάρτητα από το πόσο ικανοί θεωρούσαμε μέχρι τότε πως είμαστε στο να τα βγάζουμε πέρα με κάθε είδους προκλήσεις, αυτή η αίσθηση που πηγάζει από μέσα μας μάς λέει πως έτσι όπως βαδίζουμε ως τώρα δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Κι όσο κι αν είμαστε μέχρι τώρα περήφανοι και σίγουροι πως όλα τα προβλήματα τα λύνουμε εντελώς μόνοι, με τη δική μας δύναμη και τις δικές μας αντιλήψεις, αυτή η ασίγαστη αίσθηση μέσα μας μάς λέει πως αυτό ήταν προφανώς λάθος.
Ακόμα και ο μεγαλύτερος ατομιστής, ακόμα κι ο αποτελεσματικότερος μάνατζερ εξαναγκάζεται απ’ αυτή την αίσθηση κάποια στιγμή να καταλάβει ότι μόνος δεν τα βγάζει πέρα, ότι χρειάζεται έναν άλλο άνθρωπο να τον βοηθήσει ή αν δεν μπορεί να τον βοηθήσει πραγματικά, να είναι τουλάχιστον παρών, να τον ακούσει, να τον παρηγορήσει, να σταθεί με κάποιον τρόπο δίπλα του.
Έτσι μπορεί καθένας που ο τρόπος σκέψης, αίσθησης και δράσης του τράβηξε ως τώρα δρόμους συγκεκριμένους, ταχείς και διευρυμένους από την επιτυχία και τη συνεχή χρήση να έχει κάποια στιγμή στη ζωή του την τύχη ν’ αναχαιτιστεί ξαφνικά σ’ αυτήν του την πορεία. Είναι βέβαια οδυνηρό, αλλά είναι και η μόνη ευκαιρία να ξανανακαλύψει δρόμους που είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό και που έχουν πια χορταριάσει. Αυτή είναι η στιγμή που απελευθερώνεται και πάλι.
Ίσως πρέπει να ξαναμάθει αυτό που οι άλλοι, οι λιγότερο βιαστικοί δεν ξέχασαν τόσο γρήγορα: ότι ο φόβος είναι αυτός που βρίσκεται στην απαρχή κάθε αντίδρασης στρες κι ότι η απόκτηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων για την όλο και καλύτερη επίλυση προβλημάτων είναι η μία μόνο από τις δύο δυνατές στρατηγικές για την αντιμετώπιση του φόβου, που ζωντανεύει κάθε τόσο μπροστά σε ανεξέλεγκτες φορτίσεις και απειλές.
Διότι σε καμία περίπτωση δεν ισχύει ότι μόνο οι γνώσεις κι οι ικανότητες που απέκτησε κανείς στην πορεία της ζωής του συντελούν στην αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης φόρτισης ή απειλής και αποτρέπουν έτσι την εμφάνιση μιας ακραίας αντίδρασης στρες. Και η αίσθηση ότι δεν είναι κανείς μόνος, ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να του δώσει μια συμβουλή, που στέκει στο πλάι του, που τον ακούει, τον παρηγορεί και του συμπαραστέκεται, βοηθά να διαλυθεί ο φόβος και να ανακοπεί η αντίδραση στρες.
Και αν οι ερευνητές είχαν απελπιστεί ήδη από το γεγονός ότι η αντίδραση στρες του ποντικιού τους εξαφανιζόταν μόλις αυτό καταλάβαινε πως ό,τι θεώρησε στην αρχή ως απειλή προφανώς ήταν μόνο ένα πείραμα, τα έχασαν εντελώς όταν διαπίστωσαν πως ούτε ο φόβος ούτε η επακόλουθη αντίδραση στρες ήταν δυνατό να προκληθεί σ’ έναν πίθηκο απ’ τη στιγμή που έβαζαν δίπλα του το «φίλο» του.
Οι ερευνητές είχαν σχεδιάσει ένα πολύ απλό πείραμα για να δοκιμάσουν ένα νέο φάρμακο κατά του στρες. Έκλειναν έναν πίθηκο σε κλουβί κι ύστερα έφερναν ένα σκύλο που γύριζε γύρω απ’ το κλουβί γρυλίζοντας. Φυσικά και φοβόταν ο πίθηκος και το επίπεδο ορμονών του στρες στο αίμα του ανέβαινε ραγδαία. Έφερναν τότε ένα δεύτερο πίθηκο, του έδιναν το φάρμακο κατά του στρες, τον έβαζαν μαζί με τον πρώτο, ξανάβαζαν το σκύλο να τριγυρίζει το κλουβί και ο πίθηκος που είχε πάρει το φάρμακο δεν παρουσίαζε αντίδραση στρες. Είναι αποτελεσματικό το φάρμακο λοιπόν, σκέφτηκαν οι ερευνητές.
Όμως μόνο μέχρις ότου μέτρησαν και το επίπεδο των ορμονών στρες του πιθήκου που είχε μπει πρώτος στο κλουβί και δεν είχε πάρει ηρεμιστικό χάπι: ούτε και σ’ αυτόν υπήρχε πια μετρήσιμη αντίδραση στρες. Έβγαλαν το δεύτερο πίθηκο πάλι απ’ το κλουβί, έφεραν το σκύλο και η αντίδραση στρες εμφανίστηκε και πάλι. Άφησαν να περάσει μια μέρα κι έκαναν όλη τη διαδικασία πάλι απ’ την αρχή. Αυτή τη φορά δεν έδωσαν στο δεύτερο πίθηκο ηρεμιστικό χαπάκι. Όλα κύλησαν όπως την προηγουμένη. Όταν ένας πίθηκος, μόνος μες στο κλουβί, έβλεπε το σκύλο, φούντωνε μέσα του το στρες.
Όταν βρίσκονταν και οι δυο πίθηκοι μες στο κλουβί, όσο κι αν γρύλιζε απ’ έξω ο σκύλος, δε φοβούνταν πια. Αν όμως έβαζαν δύο πιθήκους μαζί, που προέρχονταν από διαφορετικές αποικίες κι επομένως δε γνωρίζονταν, τότε δεν παρατηρείτο καταστολή της αντίδρασης στρες. Αυτό το κατάφερνε μόνο ο παλιός γνώριμος, ο καλός φίλος, όχι ένας οποιοσδήποτε πίθηκος.
Αυτό πια, πραγματικά δεν το περίμεναν οι ερευνητές. Είχαν βρει επιτέλους το πιο σπουδαίο και πιο αποτελεσματικό αντίδοτο κατά του φόβου και του στρες για όλα τα κοινωνικά οργανωμένα θηλαστικά και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο, ακριβώς αυτό δηλαδή που αυτοί και πολλοί άλλοι σ’ όλο τον κόσμο αναζητούσαν τόσον καιρό. Μεμιάς εξηγούνταν τόσα πράγματα που πολλοί, σήμερα ακόμη δεν εννοούν να καταλάβουν.
Σ’ εμάς τους ανθρώπους δεν είναι ανάγκη, όπως στους πιθήκους, ο φίλος ή η φίλη να κάθεται οπωσδήποτε δίπλα μας για να μας διώξει το φόβο. Μας φθάνει να ξέρουμε πως υπάρχει κάποιος, ένας φίλος ή μια φίλη, μια μάνα, ένας παππούς, απλά κάποιος κοντινός μας άνθρωπος που μας σκέφτεται και θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να μας βοηθήσει. Δε χρειάζεται μάλιστα ούτε καν να είναι υποχρεωτικά ένας άνθρωπος.
Φθάνει ίσως κι ένας σκύλος, μια γάτα ή ένα καναρίνι, κάτι το ζωντανό που να μπορούμε να του μιλάμε, ακόμα και η μουσική ή μια ζωγραφιά που εσωτερικεύουμε κι έτσι νιώθουμε την παράξενη αίσθηση μέσα μας να εξαφανίζεται σαν από θαύμα. Και πέρα απ’ όλα αυτά μπορούμε, όταν όλοι μας έχουν απογοητεύσει κι εγκαταλείψει, να πιστεύουμε. Μπορούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος που απλώνει προστατευτικά το χέρι του πάνω μας και θα μας δείξει το σωστό δρόμο.
Πως λέγεται αυτό το αίσθημα που είναι τόσο δυνατό ώστε να υπερνικά το φόβο, που μπορεί να γίνει τόσο δυνατό ώστε να πάρει από τους ανθρώπους το μεγαλύτερό τους φόβο, το φόβο μπροστά στο θάνατο, που τους έκανε να τον ξεχάσουν και να κάνουν τραγουδώντας τα τελευταία τους βήματα, προτού ριχτούν απ’ τους βασανιστές τους στην πυρά ή καρφωθούν στο σταυρό;
Είναι το ίδιο αίσθημα που κάνει έναν άνθρωπο να πηδήξει σ’ έναν ορμητικό ποταμό για να σώσει ένα παιδί, να ορμήσει σ’ ένα σπίτι που καίγεται για να τραβήξει από μέσα τη γυναίκα του, να πάει στον πόλεμο για να προφυλάξει την πατρίδα του από έναν υποτιθέμενο εχθρό.
Γιατί δεν έχουμε ένα όνομα γι’ αυτό το δυνατό αίσθημα;
Κάπου στο βάθος ξέρουμε πώς μπορεί να ονομάζεται το αίσθημα αυτό που υπερνικά το φόβο: είναι η αγάπη. Ξέρουμε όμως επίσης ότι είναι λίγοι οι άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο που η ικανότητά τους ν’ αγαπούν φθάνει για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα τους περιβάλλουν. Αυτοί δε φοβούνται πια σχεδόν καθόλου.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μπορούν ν’ αγαπούν μόνο ό,τι κατόρθωσε ν’ απωθήσει τους συγκεκριμένους φόβους που είχαν στη ζωή μέχρι τώρα: συχνά αγαπούν τον εαυτό τους, τις δικές τους ικανότητες και επιτυχίες, ίσως μάλιστα και το αυτοκίνητό τους, ίσως εξακολουθούν ν’ αγαπούν τους γονείς τους, καμιά φορά το σύντροφο, σχεδόν πάντοτε τα παιδιά, ίσως ακόμα το σκύλο ή το άλογό τους.
Σπανιότερα περικλείει αυτή η αγάπη όλα εκείνα που αποκαλούμε «ο τόπος μου», όπως τους γείτονες, το δάσος, τα πουλιά, τη φύση. Μπορούμε όμως ν’ αγαπάμε και ιδέες και είδωλα, να μας συνεπαίρνουν ανεκπλήρωτα όνειρα, θρησκευτικές αντιλήψεις, πολιτικοί στόχοι και πολλά άλλα.
Όποτε όμως βρίσκει ένας άνθρωπος σ’ αυτό τον κόσμο κάτι πολύ συγκεκριμένο που τον βοηθά να κάνει το φόβο του πιο υποφερτό, έχει δημιουργήσει αμέσως στον εαυτό του έναν νέο φόβο. Είναι ο φόβος πως θα χάσει πάλι αυτό που αγαπά. Μόλις νιώσει πως κάποιος απειλεί να του πάρει αυτό που τόσο χρειάζεται για ν’ αντέξει, να ελέγξει όλες τις άλλες απειλές στη ζωή του, τότε ο φόβος του αυτός αποκτά ένα πολύ συγκεκριμένο όνομα: μίσος.
Γι’ αυτό και κάθε ανολοκλήρωτη αγάπη προκαλεί μίσος, οργή, επιθετικότητα, εχθρότητα, πόλεμο και δημιουργεί και πάλι φόβο, αυτή της φορά σ’ εκείνους που είναι αποδέκτες του μίσους.
Όσο πιο λεπτό είναι το κάλυμμα της αγάπης και της επάρκειας που έχει βρει ένας άνθρωπος για να σκεπάσει τη μεγαλύτερη γύμνια του, τον απροκάλυπτο φόβο, τόσο πιο έντονα κι ασυμβίβαστα πρέπει να μισεί εκείνους που απειλούν να του πάρουν ακόμα και το πιο μικρό κομματάκι αυτού του καλύμματος που είναι γι’ αυτόν ζωτικής σημασίας, γιατί τον προστατεύει απ’ τις συνέπειες μιας ακραίας αντίδρασης στρες.
Αυτοί μπορεί να είναι κάποιοι άγνωστοι που θέτουν την ισχύουσα τάξη υπό αμφισβήτηση, ανταγωνιστές που απειλούν να πάρουν τη θέση του ή υφιστάμενοι που δε συμμορφώνονται με τις εντολές του. Μπορεί όμως να είναι και άτομα για τα οποία νιώθει υπεύθυνος, όπως ο σύντροφος, οι γονείς, τα παιδιά που προβάλλουν υπερβολικές απαιτήσεις ή που αμφισβητούν την εικόνα που έχει για τον εαυτό του.
Και ενάντια σ’ αυτούς που έχουν την ανάγκη τους, σ’ αυτούς που βρίσκονται κοντά του μπορεί να στραφεί το μίσος ενός ανθρώπου, μόλις νιώσει ότι τον αποστρέφονται, ότι δεν είναι πια πρόθυμοι ή σε θέση να συνεχίσουν να του συμπαραστέκονται, όπως έκαναν μέχρι τότε, στην προσπάθεια να υπερνικήσει τους φόβους του.
Πολλές φορές το μίσος προς άλλους ανθρώπους εκφράζεται με τυφλή μανία καταστροφής ενάντια σε ό,τι έχει για κείνους κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία. Ένας άνθρωπος μπορεί όμως και να νιώθει οργή και μίσος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό κι ίσως και ν’ αυτοτραυματίζεται, όταν νομίζει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες τις δικές του ή άλλων, όταν διαπιστώσει ότι ο προστατευτικός μανδύας που εξασφάλισε για τον εαυτό του δεν επαρκεί για να του προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται.
Γι’ αυτό και ο φόβος μπορεί τότε και μόνο να εκλείψει απ’ αυτόν τον κόσμο, όταν και εφόσον κάποτε όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν έτσι, ώστε να μπορούν ν’ αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και ίσως τότε και ν’ αγαπούν όλα όσα τους περιβάλλουν…
Από το βιβλίο του Gerald Hüther (νευροβιολόγος και ερευνητής του εγκεφάλου): “ΒΙΟΛΟΓΙΑ του ΦΟΒΟΥ” Πως από το στρες γεννιούνται συναισθήματα, εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ