Το απόγευμα, μόλις γύρισε από την κηδεία της μητέρας του, ο Χρήστος ξεκίνησε να ψάχνει αγοραστές για το φούρνο και για το σπίτι. Καθώς έγραφε το κείμενο της αγγελίας θυμήθηκε ένα παλιό ανέκδοτο. Εκείνο με τον Εβραίο που παίρνει τηλέφωνο στην εφημερίδα για να δημοσιεύσει την αναγγελία του θανάτου της συζύγου του. Η υπάλληλος τον ενημερώνει ότι με το μικρότερο ποσό έχει δικαίωμα να δημοσιεύσει μια αγγελία τεσσάρων λέξεων. Οπότε ο Εβραίος της λέει να γράψει: «Ρουθ πέθανε. Πωλείται αυτοκίνητο».
Καθώς το σκεφτόταν άρχισε να γελάει. Ήρεμα και διακριτικά στην αρχή σαν να βρισκόταν σε μια διάλεξη ή σε συναυλία μουσικής δωματίου. Μετά τράβηξε το χέρι από το στόμα, αφήνοντας να φανεί η άψογη οδοντοστοιχία του. Ήταν πενήντα χρονών και δεν είχε κάνει ούτε ένα σφράγισμα, δεν του έλειπε κανένα δόντι –κι αυτό οφειλόταν στην εμμονή της μητέρας του για τη στοματική υγιεινή. Το γέλιο του υψώθηκε σε ένα κρεσέντο που ακόμα και ο Μπετόβεν θα ζήλευε. Έγινε επικό, εκκωφαντικό, τρομαχτικό. Ξαφνικά σταμάτησε να γελάει, ξάπλωσε στο κρεβάτι της μητέρας του και έμεινε να κοιτάει τις σκιές στους τοίχους.
Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι περίμενε το μπουκαλάκι με το λίθιο. Ήταν η πρώτη μέρα μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια που δεν είχε πάρει το φάρμακο του. Ο Χρήστος ήταν μανιοκαταθλιπτικός. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν απλά κυκλοθυμικός, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, με τη διαφορά ότι το δικό του θυμικό περιφερόταν σαν κομήτης στο διάστημα, ενώ των υπολοίπων έκανε μια πιο ασφαλή και πιο μικρή περιφορά στο ηλιακό σύστημα, κάτι σαν τους πλανήτες. Ήξερε ότι θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς τα φάρμακα του, αλλά η μητέρα του είχε διαφορετική άποψη. Και η μητέρα είχε πάντα δίκιο. Ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να μιλάει στις πελάτισσες για την «αρρώστια» -αυτό το έλεγε πάντα ψιθυριστά- του γιου της. Και οι πελάτισσες –καθώς πλήρωναν για το ψωμί σικάλεως και τα κουλουράκια- την κοιτούσαν με μάτια βουρκωμένα, γοητευμένες από το μαρτύριο και την αυτοθυσία εκείνης της γυναίκας.
Ήταν ανύπαντρη, αυτοδημιούργητη, είχε και την «αρρώστια» -πάντα ψιθυριστά- του μοναχογιού της. Ο πατέρας του Χρήστου ήταν ψυχαναλυτής, μεγάλου βεληνεκούς, με πάμπολλες περγαμηνές στο συρτάρι του και άλλα τόσα πτυχία κορνιζαρισμένα πάνω από το κεφάλι του. Όταν γνώρισε την Σοφία ήταν ήδη παντρεμένος με τρία παιδιά. Απαλλαγμένος από τις μικροαστικές αντιλήψεις περί μονογαμίας ξεκίνησε με την εικοσιπεντάχρονη Σοφία μια παράλληλη σχέση. Μόλις εκείνη έμεινε έγκυος και του δήλωσε την πρόθεση της να κρατήσει το παιδί ο ψυχαναλυτής θυμήθηκε πόσο πολύ αγαπούσε την ερίτιμο σύζυγο του και τα τέκνα του. Δέχτηκε να αναγνωρίσει το παιδί και να του δώσει το βαρύτιμο επίθετο του. Επιπλέον συμφώνησε, αντί για κάποια μηνιαία διατροφή, να δώσει στην Σοφία ένα ποσό εφάπαξ, προκειμένου να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση. Η Σοφία άνοιξε το φούρνο που πάντα ονειρευόταν και ο Χρήστος άνοιγε στα γενέθλια του ένα δώρο –που ερχόταν με το ταχυδρομείο. Αυτή ήταν η μόνη ανάμνηση που είχε από τον πατέρα του. Το πακέτο με το παιχνίδι που έπαιρνε κάθε χρόνο. Και –όχι αδίκως- ως παιδί είχε ταυτίσει τον ταχυδρόμο, έναν χαμογελαστό άντρα με κοιλιά τόσο χοντρή από το κρασί που θύμιζε σκαραβαίο (στο ανάποδο), με τον πατέρα του.
Ο Χρήστος έμεινε όλη του τη ζωή στο μητρικό του. Κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τη μητέρα του μέχρι που έγινε δεκαπέντε. Μετά το λύκειο σπούδασε σε μια αδιάφορη σχολή –γιατί η μητέρα του πίστευε ότι κάθε νέος έπρεπε να σπουδάσει. Και η μητέρα είχε πάντα δίκιο. Αφού υπηρέτησε τη μειωμένη στρατιωτική του θητεία –αυτοί ήταν οι πιο ξέγνοιαστοι εννιά μήνες της ζωής του- επέστρεψε στην αγκαλιά της μητέρας του και ξεκίνησε να δουλεύει στο φούρνο. Τότε ήταν που είχε την πρώτη κρίση μανιοκατάθλιψης. Ένα βράδυ της είπε ότι ήθελε να φτιάχνει αεροπλάνα και έφυγε από το σπίτι. Τον βρήκανε μετά από μερικές μέρες, αξύριστο, βρώμικο και μεθυσμένο, να κοιμάται σε ένα χαρτόκουτο. Ο πατέρας του τους σύστησε έναν καλό ψυχίατρο και οι αναρχοαυτόνομοι νευροδιαβιβαστές του Χρήστου φόρεσαν κουστούμι και γραβάτα.
Από εκείνη τη μέρα έπαιρνε ανελλιπώς τα φάρμακα του. Δούλευε στο φούρνο και πουλούσε τρίχρωμες μπαγκέτες ολικής -με παπαρουνόσπορο, σουσάμι και λιναρόσπορο. Για να τον κατευνάσει η μητέρα του παραχώρησε ένα δωμάτιο του σπιτιού για τις κατασκευές του. Εκεί ο Χρήστος έφτιαχνε τα «αεροπλανάκια» του –όπως έλεγε χαριτολογώντας τα μοντέλα η μητέρα- διάβαζε τα βιβλία του, που είχαν πάντα να κάνουν με την αεροναυπηγική, και αυνανιζόταν μόλις άκουγε το ροχαλητό της. Ποτέ δεν παντρεύτηκε. Ακόμα κι αν δεν είχε την «αρρώστια» του, ακόμα κι αν η μητέρα του τον άφηνε, δε θα το άντεχε να φερθεί τόσο ποταπά σε μια γυναίκα –και τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί σε έναν άνθρωπο από το να έχει την κυρία Σοφία πεθερά; Μεγάλωσε μόνος στο μικρό του δωμάτιο, με υπέροχα δόντια και λίθιο.
Δεν έκλαψε όταν πέθανε η μητέρα του. Γέλασε πολύ με το ανέκδοτο που είχε θυμηθεί, αλλά τα μάτια του έμειναν πιο στεγνά και από την έρημο της Ατακάμα. Ο φούρνος πουλήθηκε σε λίγες μέρες. Το σπίτι άργησε λιγάκι, αλλά μόλις έκοψε μερικές χιλιάδες ευρώ από το ποσό που ζητούσε αρχικά, βρέθηκε αγοραστής. Ο Χρήστος αγόρασε ένα σπίτι στην ερειπωμένη επαρχία και έβαλε μπροστά το σχέδιο του.
Όταν ήταν παιδί –τότε που νόμιζε ότι ο ταχυδρόμος ήταν ο πατέρας του- είχε βρει στη δημοτική βιβλιοθήκη και είχε διαβάσει ένα σκονισμένο βιβλίο για τον Πατρίσιο Μονάρχεζ και το πρώτο μηχανοκίνητο ιπτάμενο όχημα.
Ο Μονάρχεζ (1869-1900) ήταν επιδιορθωτής ποδηλάτων και εφευρέτης. Ζώντας στη πιο μακρόστενη χώρα του πλανήτη, τη Χιλή, και σε μια πόλη που γευόταν την άνυδρη απεραντοσύνη της ερήμου Ατακάμα, κατάλαβε ότι η ελεγχόμενη πτήση ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας. Μελέτησε το έργο του άγγλου μηχανικού Κέιλι, του ανθρώπου που θεμελίωσε την επιστήμη της αεροδυναμικής και προσδιόρισε τη βασική συγκρότηση μιας πτητικής μηχανής. Έφτιαξε μοντέλα της διπτέρυγης μηχανής του Λίλιενταλ, του Γερμανού που σκοτώθηκε προσπαθώντας να κατακτήσει ένα από τα πανάρχαια όνειρα κάθε λαού και κάθε μυθολογίας. Διάβασε για το Δαίδαλο και τον ανυπάκουο γιο του, ανακάλυψε τα λάθη στις πτητικές μηχανές του Ντα Βίντσι. Χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος, στερώντας το φαγητό από την οικογένεια του, κατασκεύασε τον «Κόνδορα», το πρώτο αεροπλάνο. Το 1900, τρία χρόνια πριν από την πτήση των αδελφών Ράιτ, πέταξε για τριάντα τρία δευτερόλεπτα, καλύπτοντας απόσταση εφτακοσίων σαράντα πέντε μέτρων. Στην προσγείωση ο «Κόνδορας» συντρίφτηκε και ο Χιλιανός πρωτοπόρος βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα συντρίμμια του ονείρου του. Το μόνο που απέμεινε από την πρώτη πτήση στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν οι σημειώσεις του και μια δαγεροτυπία με τον «Κόνδορα» να ίπταται πάνω από την έρημο.
Εξαρχής οι σημειώσεις του Μονάρχεζ θεωρήθηκαν πλαστές. Η φωτογραφία μια ερασιτεχνική σχεδόν εξαπάτηση –ένα trompe l’ oeil. Κάποιος βορειοαμερικάνος ιστορικός υποστήριξε ότι οι σημειώσεις, η πτήση του «Κόνδορα», ακόμα και ο ίδιος ο Πατρίσιο Μονάρχεζ, ήταν αποκυήματα της φαντασίας ενός ελάσσονα Μεξικάνου συγγραφέα, ονόματι Πέδρο Πάραμο. Όμως ο Όρβιλ Ράιτ πείστηκε ότι η ελεγχόμενη πτήση με όχημα βαρύτερο του αέρα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο σαν διάβασε τις σημειώσεις του Χιλιανού. Η κατασκευή του «Φλάιερ» των αδελφών Ράιτ βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου στο όραμα ενός Χιλιανού επιδιορθωτή ποδηλάτων –ή ενός Μεξικάνου συγγραφέα.
Το μόνο που ήθελε ο Χρήστος, από παιδί ακόμα, ήταν να κατασκευάσει ξανά τον «Κόνδορα» και να αποδείξει στον κόσμο ότι ο επιδιορθωτής ποδηλάτων δεν ήταν απατεώνας ή τρελός, αλλά οραματιστής. Με τα λεφτά που είχε βγάλει από την πώληση του φούρνου και του σπιτιού στην πόλη έφτιαξε το δικό του υπόστεγο. Εκεί μέσα νυχθημερόν μελετούσε το βιβλίο του Μονάρχεζ και έστηνε την πτητική του μηχανή. Δεν είχε ανάγκη πια το λίθιο. Βρισκόταν σε μόνιμη κατάσταση μανίας. Ξυπνούσε πριν να ξημερώσει και έκοβε ξύλα, στερέωνε πανιά, βίδωνε εξαρτήματα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Κοιμόταν δυο-τρεις ώρες πάνω στις σημειώσεις του και συνέχιζε τη δουλειά χωρίς να αισθάνεται κούραση. Οι συγχωριανοί του τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό, αλλά αυτό δεν τον πείραζε. Είχε ζήσει όλη του τη ζωή έτσι, πουλώντας τρίχρωμες μπαγκέτες και κοιτώντας κάτω κάθε φορά που η μητέρα του ανέφερε –ψιθυριστά- την «αρρώστια» του.
Ένα χρόνο μετά είχε ολοκληρώσει το έργο του. Ο «Κόνδορας ΙΙ», βαρύς κι ασήκωτος, κρυβόταν στο υπόστεγο, σαν να είχε επίγνωση της χωροχρονικής παλινδρόμησης. Ο Χρήστος τηλεφώνησε σε όλα τα κανάλια και όλες τις εφημερίδες. Ο μόνος που ενδιαφέρθηκε ήταν ο ιδιοκτήτης, αρχισυντάκτης και μοναδικός αρθρογράφος μιας τοπικής εφημερίδας. Πήγε με την φωτογραφική του κάμερα για να απαθανατίσει το γεγονός που ο Χρήστος περιέγραφε ως «την επανόρθωση της μεγαλύτερης αδικίας στην ιστορία της τεχνολογίας». Είχε γνώση της εκκεντρικότητας –στην καλύτερη περίπτωση- του μονήρη μεσήλικα. Αλλά πίστευε ότι οι αναγνώστες του θα επιθυμούσαν να διαβάσουν και κάτι άλλο, πέρα από την ετήσια παραγωγή πατάτας και τα διόλου ασυνήθιστα περιστατικά κτηνοβασίας.
Τον υποδέχτηκε εγκάρδια και του ζήτησε να περιμένουν λίγο ακόμα για τους υπόλοιπους. Όταν κατάλαβε ότι κανείς άλλος δε θα ερχόταν σήκωσε τους ώμους και άνοιξε την πόρτα του υπόστεγου. Έσπρωξε τον «Κόνδορα ΙΙ» έξω και ο αρχισυντάκτης εντυπωσιάστηκε σαν να έβλεπε ζωντανό δεινόσαυρο. Πήρε φωτογραφίες και έκανε στην άκρη για να ξεκινήσει η πτήση.
Ο Χρήστος είχε καταφέρει να βρει μέχρι και καύσιμα παραπλήσια με εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει ο Χιλιανός. Έβαλε μπρος τη μηχανή, φόρεσε τα γυαλιά του –ήταν του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αλλά δεν είχε κάτι καλύτερο- και ξάπλωσε μπρούμυτα στη θέση του πιλότου. Χαιρέτησε στρατιωτικά το μόνο μάρτυρα του επικείμενου κατορθώματος και έλυσε τα φρένα. Ο «Κόνδορας ΙΙ» τροχοδρόμησε στον πρόχειρο αεροδιάδρομο για πολλά μέτρα και μετά, με τη βοήθεια του ανέμου που φυσούσε κόντρα, υψώθηκε στον αέρα.
Η πτήση διήρκεσε πέντε δευτερόλεπτα και ο «Κόνδορας ΙΙ» αποδείχτηκε κότα. Δεν μπόρεσε να υψωθεί πάνω από τα δύο μέτρα. Μετά έπεσε αδέξια στο έδαφος και διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη.
Ο Χρήστος βγήκε μέσα από τα συντρίμμια αλώβητος -σωματικά. Αγνόησε τον χαμογελαστό αρχισυντάκτη που προσπαθούσε να του πάρει μια συνέντευξη και έτρεξε στο εργαστήριο του. Βάλθηκε να μελετάει από την αρχή τις σημειώσεις του Μονάρχεζ, για να ανακαλύψει που είχε κάνει λάθος. Αργά τη νύχτα παραδέχτηκε, αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει: Ο «Κόνδορας» του Χιλιανού δεν μπορούσε να πετάξει. Η περίφημη πρώτη πτήση του, καθώς και η δαγεροτυπία, ήταν απάτη. Οι σκεπτικιστές είχαν δίκιο.
Μέχρι τα ξημερώματα πηγαινοερχόταν από το εργαστήριο στην τουαλέτα. Κοιτιόταν για λίγο στον καθρέφτη του μπάνιου, μετά άνοιγε το ντουλάπι και άπλωνε το χέρι για να πιάσει το μπουκαλάκι με το λίθιο. Το κρατούσε για λίγο τρέμοντας, για να το ξαναφήσει στη θέση του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Επέστρεφε στο εργαστήριο και παρατηρούσε τον «Κόνδορα» πάνω από την Ατακάμα.
Όταν ανέτειλε ο ήλιος μάζεψε όλες τις σημειώσεις και τις πήγε ως τα συντρίμμια του «Κόνδορα ΙΙ». Τρύπησε το ντεπόζιτο και έβαλε φωτιά στο δημιούργημα του. Με τις φλόγες να υψώνονται πίσω του κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Χρειαζόταν το φάρμακο του. Η εποχή της μανίας είχε περάσει και η κατάθλιψη ερχότανε αλαλάζοντας –ψιθυριστά.
Έβαλε ένα χάπι στο στόμα του και έσκυψε να πιει νερό για να μπορέσει να το καταπιεί. Έμεινε με τη βρύση ανοιχτή και το χέρι του κάτω από το νερό. Γυρνούσε την παλάμη του παρατηρώντας την υδροδυναμική αντίσταση. Έπειτα έφτυσε το χάπι και ξεκίνησε να γελάει. Πήρε το μπουκαλάκι και άδειασε το περιεχόμενο του στη λεκάνη.
Γύρισε τρέχοντας στο εργαστήριο. Μπορεί πράγματι ο Μονάρχεζ να ήταν απατεώνας ή το αποκύημα της φαντασίας ενός λογοτέχνη, αλλά αν δεν είχε υπάρξει αυτός ο Όρβιλ Ράιτ δε θα είχε ποτέ πετάξει. Είχε πιστέψει κι εκείνος σε ένα ψέμα, όμως το ψέμα και η αλήθεια είναι αλληλένδετα σαν τη μανία με την κατάθλιψη στη διπολική διαταραχή. Και αν ο «Κόνδορας ΙΙ», όπως και ο πρόγονος του, δεν μπορούσε να πετάξει, ο Χρήστος θα παραδειγματιζόταν από τους προπάτορες του για να κατακτήσει τους αιθέρες.
Πήρε μια λευκή σελίδα και έγραψε στην κορυφή της: «Φλάιερ ΙΙ». Θα ανακατασκεύαζε το αεροπλάνο των Ράιτ.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ