Οι τελευταίες εξελίξεις στην Τουρκία μας αφορούν, προφανώς, άμεσα. Ως η βασικότερη στρατηγική απειλή εναντίον της χώρας, η Τουρκία υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης και ανάλυσης εκ μέρους της χώρας μας, ιδιαίτερα καθώς αποτελεί ιστορικό της και όχι συγκυριακό αντίπαλο.
Αφήνοντας κατά μέρος τις αριστερών προελεύσεως αντιδράσεις – που αντανακλαστικά τάσσονται υπέρ του οποιουδήποτε αντιμετωπίζει την οποιαδήποτε αστυνομική αρχή – η γενική πεποίθηση που φαίνεται να σχηματίζεται στην κοινή γνώμη είναι πως τα επεισόδια θα αποδυναμώσουν το τουρκικό κράτος, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά, κι ενδεχομένως να θέσουν σε κίνηση μηχανισμούς διαλύσεώς του.
Ειδικότερα, ο συλλογισμός είναι ότι οι τελευταίες εξελίξεις έφεραν στην επιφάνεια ένα βαθύ και επί πολλές δεκαετίες υφέρπον χάσμα μεταξύ της εκκοσμικευμένης μεσαίας τάξης των πόλεων, και μάλιστα της δυτικής Τουρκίας, που αποτελούσαν τους στυλοβάτες του κεμαλικού κράτους, και μεταξύ των φτωχότερων αγροτικών, παραδοσιακών μαζών της Ανατολίας που αποτελούσαν τον ισλαμιστικό (ή, εν πάση περιπτώσει έντονα θρησκευόμενο) και καταπιεζόμενο πόλο της γείτονος. Η άνοδος του ισλαμιστικού κινήματος, με την ενίσχυση του κεμαλικού βαθέως κράτους κατά τη δεκαετία του ’70, η χαρακτηριστική πολιτική επιτυχία του Ερντογάν, καθώς και η εμφάνιση μιας ισλαμιστικού προσανατολισμού μεγάλης και μεσαίας επιχειρηματικής τάξης έδωσε για αρκετή πολιτική ισχύ στο δεύτερο πόλο ώστε αυτός να κυριαρχήσει και να επιχειρήσει να αντιστρέψει τους όρους, επιδιώκοντας την αλλαγή του προσανατολισμού της Τουρκίας από κοσμική σε ισλαμιστική. Σε μία δεύτερη, βαθύτερη ανάγνωση, η αναταραχή αυτή έχει φέρει στην επιφάνεια την πολυεθνική σύνθεση της Τουρκίας, η οποία αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τη συνοχή της.
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι η κρίση θα αποτελέσει βραχυπρόθεσμο πλήγμα για την Τουρκία, την οικονομική της ισχύ και την πολιτική της ισχύ.
Ο τουρκικός τουρισμός υπέστη ένα βαρύτατο πλήγμα, κι αυτό με τη σειρά του θα επιφέρει αλυσιδωτά προβλήματα στην ούτως ή άλλως παραφουσκωμένη τουρκική οικονομία. Επιπλέον, ο ρόλος της Τουρκίας ως ηγέτιδας σουνιτικής δύναμης στο Μεσανατολικό χώρο έχει υποστεί κι αυτός σημαντικό βραχυπρόθεσμο πλήγμα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ήταν στο ρόλο βασίζεται η υπομονή και η ανοχή των ΗΠΑ προς την Τουρκία τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια. Τα πλήγματα αυτά, δεδομένης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, είναι ένας μικρός από μηχανής θεός για τη χώρα μας.
Όμως, θα ήταν υπερβολικό να εναποθέσουμε πολύ μεγάλες ελπίδες στον τελευταίο κλονισμό και στη δυναμική που αυτός απελευθέρωσε (ή ελπίζουμε ενδόμυχα ότι απελευθέρωσε) στην τουρκική κοινωνία. Και αυτό για εξής λόγους:
Μία οικονομική κρίση ενός έτους (ή και μεγαλύτερη) μπορεί να ανακόψει την τάση ανάπτυξης μιας οικονομίας, αλλά δεν την αντιστρέφει, τουλάχιστον όχι άμεσα, όχι γρήγορα και όχι εύκολα. Τα συνεχόμενα έτη ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας την έχουν φέρει σε ένα άλλο επίπεδο από αυτό που ήταν στο παρελθόν. Το επίπεδο αυτό είναι, πλέον κατακτημένο. Αν ανακοπεί η τάση, θα υπάρχουν διακυμάνσεις γύρω από τη νέο επίπεδο, αλλά το ίδιο το επίπεδο είναι, πλέον κατακτημένο. Πολύ περισσότερο, αυτό ισχύει για τις παραγωγικές δυνατότητες της Τουρκίας. Το μεγάλο άλμα βιομηχανοποίησης και τεχνολογικής προόδου που έκανε κατά την τελευταία δεκαετία η Τουρκία (και, που φυσικά, δεν έγινε εκ του μηδενός αλλά προετοιμαζόταν και με πιο αργούς συνέβαινε ήδη πιο πριν) δεν καταστρέφεται. Παραμένει κατάκτηση και δεδομένο της τουρκικής οικονομίας. Πολύ περισσότερο που το επίτευγμα αυτό δεν είναι απλώς “μακροοικονομικό”, αλλά αποτελεί κοινωνικό και οργανωτικό επίτευγμα. Όταν μια κοινωνία τα επιτυγχάνει, αυτά αποτελούν πλέον κτήμα της. Κι αν, σε μικρό βαθμό υποχωρήσουν, η δυναμική πλέον υπάρχει. Η Τουρκία έχει, δυστυχώς για εμάς, επιλύσει το πρόβλημα της παραγωγικότητάς της.
Με άλλα λόγια: η Τουρκία θα αντιμετωπίσει μια οικονομική δυσχέρεια, ασφαλώς. Αλλάς ας μην περιμένει κανείς ότι η Τουρκία θα επανέλθει στην κατάσταση που ήταν πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια. Και, κυρίως, μην περιμένει κανείς ότι η Τουρκία θα επανέλθει στην κατάσταση οικονομικής αδυναμίας που είχαμε συνηθίσει κατά τις πιο προηγούμενες δεκαετίες, και οι οποίες μας έδιναν μια σχετική άνεση στην αντιμετώπισή της.
Ας θυμηθούμε πως προσέγγισε το θέμα ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης δεκαεπτά χρόνια πριν, στο περίφημο “Επίμετρο” της Θεωρίας του Πολέμου, που τόσο ενόχλησε διάφορες ευαίσθητες και καλλιεργημένες ψυχές στη χώρα μας. Η ακρίβεια με την οποία προέβλεπε το δικό μας σημερινό χάλι, θα όφειλε να μας βάλει σε σκέψεις:
Όμως ποιά οικονομία δικαιούται να χαρακτηρισθεί ακμαία και με ποια κριτήρια; Επειδή ποικίλες οικονομολογικές αλχημείες συσκοτίζουν σήμερα τα πράγματα και τα πνεύματα στο σημείο αυτό, ας μου συγχωρεθεί να παραμείνω απλοϊκός και να πω: ακμαία είναι μια οικονομία όταν παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε χώρα δεν μπορεί ή δεν θεωρεί σύμφορο να παραγάγει η ίδια, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλεόνασμα. Η οικονομία συνίσταται ουσιωδώς στην παραγωγή αγαθών και σε όσες υπηρεσίες προσφέρονται πάνω στη βάση αυτή (και στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι υπηρεσίες συμμετέχουν στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος με ποσοστό περίπου 60%, όμως άλλο είναι το 60% πάνω στην παραγωγική βάση της Ελλάδας και άλλο πάνω στην παραγωγική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών). Δεν συνίσταται ούτε σε δείκτες παντοειδών μεγεθών ούτε σε χρήμα. Δείκτες ανάπτυξης του 2 ή 3% δεν σημαίνουν πολλά πράγματα, όταν η ανάπτυξη σημαίνει την αύξηση των «υπηρεσιών» (όπερ προ παντός στην Ελλάδα υποδηλοί τον φρέσκο αέρα)· και η μείωση του πληθωρισμού, δηλαδή το «υγιές χρήμα», επίσης είναι μικρό επίτευγμα, όταν προκύπτει από τη συρρίκνωση της οικονομίας: οπού κανένας δεν αγοράζει τίποτε και κανένας δεν πουλάει τίποτε, εκεί δεν υπάρχει φυσικά ούτε πληθωρισμός. Πλείστοι όσοι χαίρουν, γιατί στην Ελλάδα ο πληθωρισμός περιορίσθηκε το 1997 στο ύψος του 5 ή 6%. Όμως η βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη πάνω από μια δεκαπενταετία (δεν είναι τυπογραφικό λάθος), ενώ τα ετήσια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου φτάνουν πλέον τα 16, 17 και 18 δισεκατομμύρια δολλάρια (ούτε αυτό είναι τυπογραφικό λάθος). Αμφιβάλλω τα μέγιστα αν αυτός είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει σε μιαν ακμαία οικονομία, ικανή να στηρίξει την άμυνα της χώρας. Η μείωση του πληθωρισμού διόλου δεν αποτελεί επαρκή όρο για την ενθάρρυνση παραγωγικών-βιομηχανικών επενδύσεων, και αυτό θα αποδειχθεί προσεχώς. Εδώ το δραστικό φάρμακο είναι ένα μόνο, και είναι οδυνηρό. Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονομούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και όσα κεφάλαια εξοικονομηθούν έτσι πρέπει με τη σειρά τους να επενδυθούν πράγματι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μιαν αξιόλογη σύγχρονη βιομηχανική υποδομή. Τέτοιες επενδύσεις είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερες από τις επενδύσεις σε παντοειδή «δημόσια έργα» συχνά αμφίβολης χρησιμότητας, γιατί θέτουν πολύ επιτακτικότερα το πρόβλημα της εκπαίδευσης, της τεχνογνωσίας και της παραγωγικότητας. Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού, με τον οποίο έχει συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, προσκρούει, πάλι, στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος σε πελατειακή βάση.
Κι ακόμη:
Οι αριθμοί είναι συντριπτικοί και καλύπτουν συμμετρικά όλους τους τομείς, από τους οικονομικούς με την ευρύτερη ίσαμε τους εξοπλιστικούς με τη στενότερη έννοια. Αν το 1980 το ελληνικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν αποτελούσε σχεδόν το 80% του τουρκικού, το 1995 είχε πέσει στο 40% περίπου. Αν το 1980 η ελληνική βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε το 60% της τουρκικής, το 1995 δεν ήταν πάνω από το 30%, καί ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού η σχέση πέρασε από το 70% του 1980 στο 35% του 1995. Ενώ το 1980 οι ελληνικές εξαγωγές ήσαν σχεδόν τριπλάσιες των τουρκικών, δεκαπέντε χρόνια αργότερα αποτελούσαν μόλις το 60% εκείνων. Η επίπτωση της δραστικής αυτής μεταβολής των οικονομικών συσχετισμών πάνω στο ύψος των στρατιωτικών δαπανών ήταν γενικότατα η εξής: από το 1985 και μετά οι κατά κεφαλήν στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 80% στην Τουρκία καί μειώθηκαν κατά 20% στην Ελλάδα. Τα συνολικά μεγέθη εξελίχθηκαν ως εξής (σε σταθερές τιμές του 1990): η Ελλάδα ξόδεψε το 1980-1984 κατά μέσον όρον 3.820 εκ. δολλ. καί το 1995 3.893 (περίπου τα ίδια), ενώ η Τουρκία ξεκινώντας από λιγότερα την περίοδο 1980-1984 (ήτοι 3.765 εκ. δολλ.) έφτασε τα 6.379. Αυτό σημαίνει: πρίν από 15 χρόνια η Ελλάδα υπερτερούσε, έστω και κατά 1%, σήμερα υστερεί, και μάλιστα σχεδόν κατά 40%! Ακόμα πιο αισθητή είναι η διαφορά όχι πλέον στις γενικές στρατιωτικές, αλλά ειδικά στις νευραλγικές εξοπλιστικές δαπάνες. Στο διάστημα 1980-1984 η Ελλάδα έδινε για εξοπλισμούς 665 εκ. δολλ. κατά μέσον όρον, για να φτάσει τα 771 το 1995, ενώ η Τουρκία πέρασε στην ίδια δεκαπενταετία από τα 343 στα 2.405 εκ δολλ. – από το διπλάσιο υπέρ της Ελλάδας στο τριπλάσιο υπέρ της Τουρκίας! (Το ίδιο από άλλη οπτική γωνία: το 1977 η Ελλάδα εισήγαγε όπλα αξίας 752 εκ. δολλ. και η Τουρκία 245, το 1987 τα ελληνικά εισαγόμενα όπλα στοίχισαν 187 εκ. δολλ., ενώ τα τουρκικά 925!). Ίσως ακόμα σημαντικότερο μακροπρόθεσμα είναι το γεγονός ότι η Τουρκία συνέδεσε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα με την ανάπτυξη δικής της πολεμικής βιομηχανίας μέσω εκτεταμένων προγραμμάτων συμπαραγωγής· έτσι, σήμερα είναι αυτάρκης κατά το 30% περίπου, με ανοδική τάση και με εξαγωγική κατεύθυνση (προ καιρού π.χ. η Αίγυπτος αγόρασε αεροπλάνα F-16 τουρκικής παραγωγής). Αντίθετα, ο ελληνικός βαθμός αυτάρκειας έπεσε από το 15-20%, όπου βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο 5% περίπου – και φοβούμαι ότι σ’ αυτό το 5% περιλαμβάνονται στατιστικά και προϊόντα ουσιαστικώς άχρηστα, όπως λ.χ. το στατικό αντιαεροπορικό σύστημα ΑΡΤΕΜΙΣ 30, στο όποιο επί μία δεκαετία σπαταλήθηκαν αδίκως 110 δισ. δρχ. Πολιτικά σφάλματα εμπόδισαν να μετριασθεί κάπως η ελληνική οργανωτική και τεχνική ανικανότητα μέσω προγραμμάτων συμπαραγωγής.
Αυτή την κατάσταση αποτύπωσε ο Π. Κονδύλης το 1997, πριν από την παραγωγική απογείωση της τουρκικής οικονομίας, και πριν από την παραγωγική κατάρρευση της “ισχυρής Ελλάδος”, και αν τα μεγέθη αυτά προβληθούν στο σήμερα, η εικόνα θα είναι μάλλον εφιαλτική.
Η κατάσταση αυτή δεν αντιστρέφεται από μια κρίση στον τουρισμό της Τουρκίας…
Ο δεύτερος λόγος που θα έπρεπε να περιορίσει την κρυφή μας ικανοποίηση ή και την ανακούφισή μας για την εκδήλωση του ρήγματος μεταξύ κοσμικών και ισλαμιστών στην Τουρκία είναι η ιστορική συνέπεια αυτής της σύγκρουσης. Και πάλι, το ζητούμενο δεν είναι η βραχυπρόθεσμη επιρροή της κρίσης επί του αντι-σιιτικού ρόλου της Τουρκίας, αλλά η γενικότερη ιστορική προοπτική. Επειδή συχνά, ρητά ή υπόρρητα, υπάρχει η εκτίμηση – αξεδιάλυτη από την ενδόμυχη επιθυμία – να οδηγήσει το ρήγμα αυτό σε διάσπαση της γείτονος, και άρα σε άμβλυνση της πίεσης που δεχόμαστε εξ αυτής.
Ιδού μια άλλη εκτίμηση για την πιθανή εξέλιξη της τουρκικής εσωτερικής ένταση, όπως την αποτύπωνε ο Κονδύλης 13 έτη πριν:
Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων» «δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» καί άρνηση της «κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες – μάζες τέτοιες, καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα μπουν και με ποια πρόσημα θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον στρατιωτικο-κεμαλική ή μάλλον οικονομικο-πολιτική («δυτική») χροιά. Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του 1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τις χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού· το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα αλλά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους ανίσχυρους, ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρουν αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την επέκταση.
Ασφαλώς, κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει το μέλλον. Όμως, αν η εσωτερική ένταση στην Τουρκία δεν οδηγήσει σε διάσπαση, όπως πολλοί νομίζουν ή προβλέπουν, αλλά απλώς σε μία ισορροπία δυνάμεων – καθώς η συνεχής άνοδος των ισλαμιστών θα ανακοπεί κι αυτοί θα εξαναγκαστούν να αναγνωρίσουν τα όρια της ισχύος τους, και να κληθούν να συμβιώσουν με τους διαφόρων αποχρώσεων κοσμικούς – τότε το νέο κράμα που θα προκύψει θα είναι όντως νέο-οθωμανικό. Κι ο δυναμισμός ενός τέτοιου κράματος θα είναι απείρως πιο επικίνδυνος για εμάς, αν δεν έχουμε βγει από την παρούσα ιστορική αφασία μας.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ