(Περί κρίσεων και διακρίσεων)
Προσπαθήσατε κι εσείς να βρείτε τον τρόπο να σύρετε τα κομμάτια της σκέψης μακριά από τις αρχικές τους θέσεις; Προσπαθήσατε να βρείτε τη σχισμή του κουτιού, να βρείτε αυτή την αρχική και τελική διάταξη των πραγμάτων που θα καταλαγιάσει τη φαυλότητα της λογοκρατίας του νου; Προσπαθήσατε αλλά το μόνο που καταφέρατε ήταν να δημιουργήσετε δέκα ακόμη γρίφους ή την ευκαιρία για έναν ακόμη λαβυρινθώδες εποικοδόμημα αντάξιο του προβλήματος της λογικής σας; Τι κι αν η επανατοποθέτηση εννοιών γινόταν ελεύθερα όπως πιστεύατε, ε; Τι κι αν η σημασιοδότηση της αίσθησης που αναβλύζει από παντού γινόταν με υφαντική ακρίβεια και η διαδικασία ανάπτυξης της συλλογιστικής σαν φιλοσοφικό δρώμενο, θύμιζε κάποια τελετουργική ανάγνωση των βαθύτερων ινών της μνήμης. Ξέρω, ξέρω, οι κόμβοι της όποιας διαδρομής γινόντουσαν ένα τοπίο αραχνοΰφαντο και η ταινία επανερχόταν σαν ένα γιγάντιο κουβάρι που τελειωμό δεν έχει. Όπως ίσως η χαρτογράφηση των βυθών ή ταξινόμηση των άστρων του ουρανού. Καλώς ήλθατε στο λαβύρινθο της σκέψης.
Πύργος της Βαβέλ |
Όλα τα λογικά συμπεράσματα δεν ξεκινούν από την ίδια πρόταση συλλογισμού. Αυτό είναι φυσικό. Μπορούν όμως κάλλιστα να παράγουν εξίσου «έγκυρα» αλλά τελικά αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους (αφού δε ξεκίνησαν από το ίδιο σημείο) συμπεράσματα και άρα να εξασθενούν τα θεμέλια του οποιουδήποτε οικοδομήματος συστηματικής σκέψης. Ακόμη και του πιο ψηλού. Ο Καντ περιέγραψε πως η φιλοσοφία μελετά και σχεδιάζει την ανέγερση ενός τέτοιου οικοδομήματος που η κορυφή του προσδοκά να φτάσει τον ουρανό. Αυτή η Βαβέλ όμως, είναι καταδικασμένη πάντα να αποτυχαίνει ως ένα παράτολμο εγχείρημα που στερείται υλικό για τις αντινομίες της λογικής που προκύπτουν από όλες τις άλλες καθόλα λογικές ακολουθίες οι οποίες όμως ξεκινούν από άλλες προτάσεις συλλογισμού. Είναι θα λέγαμε αναπόφευκτο η όποια φιλοσοφική διείσδυση ξεκινώντας την συλλογιστική της ακολουθία να μπορεί να θέσει ως αρχή μία πληθώρα από προτάσεις συλλογισμού. Μία πληθώρα αλλά όχι όλες. Ξεκινώντας λοιπόν από μία οποιαδήποτε διακριτή θέση, ή κάποιες εν πάσει περιπτώσει, η κάθε φιλοσοφική διείσδυση είναι καταδικασμένη να αποτυχαίνει όταν συνειρμικά παράγει διακρίσεις επί διακρίσεων, με τρόπους πεπερασμένους που σωρευτικά στοιβάζουν θεμελιακούς συλλογισμούς σα λίθους ενός οικοδομήματος που στοχεύει την πιο ψηλή από τις υψιτενείς αλήθειες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη , όπως είναι φυσικό, την ολότητα των πιθανών θεμελιωδών προτάσεων συλλογισμού. Όταν ο κεντρικός λίθος αφαιρεθεί όλο το οικοδόμημα καταρρέει.
«Παράδοξα συνολοταυτιστικής λογικής» |
Θα μπορούσα να αναφέρω σαν «παράδοξα της συνολοταυτιστικής λογικής» (ως τέτοιο θα χαρακτήριζα πχ το Bertrand Russell παράδοξο ή τον πίνακα του Escher πάνω) αυτά που μας δείχνουν πως οποιοδήποτε συστηματικό οικοδόμημα είναι αδύνατον να εποπτευθεί παρά από κάποιον «δαίμονα» ο οποίος είναι εξωσυστημικός : Όπως έδειξε με το θεώρημα της μη πληρότητας ο Kurt Godel είναι αδύνατον να περιγράψουμε ένα σύστημα με αποκλειστικά ενδογενείς συστημικούς όρους καθώς αυτομάτως προτείνουμε αξιωματικά κάποιες προτάσεις συλλογισμού κι έτσι αποκλείουμε στο εξωσυστημικό περιθώριο τα αντίθετα τους. Όπερ και σημαίνει πως δεν θα μπορέσουμε ποτέ μα ποτέ ξεκινώντας με αξιωματικές διακρίσεις να ορίσουμε το «σύνολο το συνόλων» αν θέλουμε να μην αντιβαίνουμε στις ίδιες μας τις θεμελιώδεις προτάσεις συλλογισμού που ορίσαμε αξιωματικά. Λόγω του ότι είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε την φιλοσοφική διείσδυση από κάπου, από μία συγκεκριμένη ποσότητα ή ένα συγκεκριμένο θεμελιώδη στοχασμό αν προτιμάτε, εισάγουμε εξ’ αρχής ένα σφάλμα διάκρισης που έχει να κάνει με την απόρριψη του αντιθέτου του από το σώμα του τελείως αφηρημένου συνόλου των πάντων. Με το που προσδώσεις ιδιότητα στο αφηρημένο σύνολο των πάντων, παύει να αναφέρεται στον εαυτό του καθότι του έχεις ήδη αφαιρέσει το αντίθετο της. Κατά την ίδια αντιστοιχία είναι αδύνατον να περιγράψεις οποιοδήποτε σύστημα αν αυτό δεν γίνει σε αναφορά με τα αντίθετα των θεμελιακών στοιχείων από αυτά που προσπαθείς να εντάξεις εσύ σε αυτό.
Εδέμ |
Από τέτοιες αόρατες αναγκαιότητες είναι που οι αντιλογίες ανεπαίσθητα ανακατώνουν όλες τις γλώσσες της πεπερασμένης σκέψης. Στο βιβλίο της «Γένεσης» διαβάζουμε πως ο θεός τοποθέτησε ένα Χερουβείμ κι ένα φλεγόμενο σπαθί να φυλά την είσοδο του Κήπου της Εδέμ μετά την πτώση των πρωτόπλαστων, ενώ νωρίτερα τους είχε θέσει συγκεκριμένες απαγορεύσεις όσον αφορά την βρώση από το δέντρο της Γνώσης. Και οι δύο διακρίσεις – αφαιρέσεις – απαγορεύσεις περιγράφουν αυτό το πρόβλημα της σκέψης και κατά συνέπεια της «Γνώσης» που περιγράψαμε νωρίτερα. Πλησιάζοντας το συγκεκριμένο (δέντρο) , χάνεις την έννοια του αφηρημένου (κήπος) ενώ τείνοντας προς το αφηρημένο απομακρύνεσαι από το συγκεκριμένο. Όταν ο άνθρωπος οικοδομεί συνθέσεις, που σαν Βαβέλ φιλοδοξούν να φτάσουν σε κάποιο ζενίθ, γεύεται το μήλο των συγκεκριμένων του διαχωρισμών που τον απομακρύνει από την γενέθλιο κήπο της αφηρημένης σκέψης. Αντιθέτως η κίνηση προς το αφηρημένο διαλύει μέσα στον ωκεανό της ομοιομορφίας όλο εκείνο το αλατοπίπερο των λεπτών διακρίσεων που δίνουν νοστιμιά σε κάθε πεπερασμένη θεώρηση που ψάχνει να πιαστεί από κάτι.
Όσο η σκέψη παλινδρομεί μεταξύ αφηρημένου και συγκεκριμένου είναι καταδικασμένη να βλέπει μακριά στον ορίζοντα τα κιγκλιδώματα κάποιου κήπου από τον οποίο είτε ακόμη δεν έχει κάνει τη μεγάλη έξοδο, είτε αντίθετα δεν έχει βρει τα μονοπάτια επιστροφής στη γη αυτή της επαγγελίας. Αντίστοιχα οι διακρίσεις της, σαν λεπτομερείς εξειδικεύσεις, άλλοτε την απομακρύνουν από τον Παράδεισο της με τη βρώση του απαγορευμένου καρπού, κι άλλοτε της προσφέρουν το «κόκκινο χάπι» ως έξοδο από τη χιμαιρική της Εδέμ - Matrix.
Αρχιτέκτονας |
Ένας συνετός αρχιτέκτονας το λοιπόν θα κοιτάξει να κατοπτρίσει τον εαυτό του πάνω στις προσπάθειες του με τέτοιο τρόπο ώστε η συνεύρεση θεωρίας και πράξης να είναι σε συμφωνία με τις πρώτες ύλες που διαθέτει. Ακόμη δηλαδή και τις εσωτερικές. Αυτό σημαίνει πως ο σχεδιασμός οφείλει να επισκοπεί όχι μόνο την εξωτερική προσπάθεια αλλά να καθορίζει ακόμη και την ίδια άσκηση της σκέψης δια μέσω του αναστοχασμού. Είναι τότε που υπό την εγκατάσταση και του 2ου παρατηρητή όπως αναφέρουν οι παραδόσεις και όχι μόνο («διπλή προσοχή» κατά Γκούρτζιεφ , διαύγαση κατά Καστοριάδη, αυτοπαρατήρηση κατά Καστανέντα), που η συνουσία της εντός ουσίας του υποκειμένου και των κατηγορηματικών μορφών της ίδιας του της κρίσης μπορούν να καταλήξουν σε περαιτέρω αλληλοαπαλοιφές, τέτοιες που οι ίδιες οι αποφάσεις θα ξαναγίνουν εσωτερική πρώτη ύλη σε ένα κύκλο αυτοπαρατήρησης που οριακά σταυρώνει τη σκέψη. Η άνοδος της σκέψης στο απολύτως αφηρημένο, δια μέσω όλων των πιθανών κόσμων της φαντασίας, την καθιστά τον μεγάλο αρχιτέκτονα του συνόλου των πάντων που από το έσοπτρον παρακολουθεί -και μόνον-, ως ένας απλός «silent watcher», τις αλληλοαπαλοιφές των εσωτερικών του στοιχειωδών μονάδων.
Φορέας |
Αυτή η αυτοπαρατήρηση της σκέψης εκ φύσεως λαμβάνει διακριτά βήματα καθώς η σκέψη ακολουθεί ακολουθίες λογικές και άρα κατά συνέπεια είναι υποχρεωμένη – όσο δεν έχει φτάσει το υποκείμενο στη νοητική σταύρωση- να συνεχίζει να παράγει διακρίσεις που σημασιοδοτούν και ονοματίζουν. Αυτό που συμβαίνει κατά τη νοητική διεργασία είναι ότι κάθε κρίση εκ των πραγμάτων είναι καθορισμένη από τη μορφή και το περιεχόμενο της μεθόδου που χρησιμοποιεί. Η λογική δηλαδή της μεθοδολογίας διεκδικεί για τον εαυτό της την μορφή των διακρίσεων και διατυπώσεων που επιχειρεί η σκέψη. Η κρίση συνεπώς είναι συνάρτηση της μεθόδου που χρησιμοποιείται για να παραχθεί η λογική ακολουθία. Η μέθοδος έτσι, ως ο τρόπος εκείνος που προσδιορίζει το πώς θα εξαχθεί η λογική συνέχεια, διεκδικεί για τον εαυτό του και την ονοματοδοσία εκείνων που προσπαθεί να διακρίνει. Ο τρόπος ως φορέας του μηνύματος αξιώνει να γίνει το ίδιο το όνομα που προσπαθεί να ορίσει.
Και πάλι όμως κατά την περιελικτική άνοδο της όποιας αναστοχαστικής μεθοδολογίας που είναι η αναδρομική κρίση των κρίσεων, η σκέψη αποκρύπτει από τον ίδιο της τον εαυτό, τον μηχανισμό διάκρισης της μεθοδολογίας που επιλέγει ώστε υποτίθεται να σκοπεύσει εν τέλει εξωτερικευόμενη την σημασιοδοσία του ίδιου του εαυτού. Ο φορέας – μέθοδος κατά παράδοξο κατ’ αρχήν μόνον τρόπο δε μπορεί να προσδιοριστεί.
Πίστη |
Στο παράδοξο αυτό του νου, η μέθοδος της νοητικής διεργασίας ως η πηγή της φαύλης διαδικασίας αναγνώρισης της όποιας πρωταρχικής διάκρισης που πυροδοτεί τη σκέψη στο να εκτοξεύσει μία θύελλα αναστοχαστικών διακριτικών μεθοδολογιών προς την αναγνώριση του εαυτού, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ακόμη μία διάκριση. Γιατί ακόμη κι αν σε πρώτο επίπεδο προσδιοριστεί η μέθοδος της νοητικής διεργασίας, η σκέψη θα συνεχίσει να αποκρύπτει από τον εαυτό της τη μέθοδο που ακολούθησε για αυτή την μετα-αναλυτική διαδικασία. Έτσι το ίδιο της το «είναι», στα πεπερασμένα χωροχρονικά όρια της, γίνεται κατ’ εξοχήν απροσδιόριστο, καθώς η συλλογιστική της ικανότητα αδυνατεί να βεβαιώσει τη συνειδησιακή επίγνωση της ίδιας της λειτουργίας της.
Η σκέψη δε μπορεί τότε παρά να εμπιστευτεί το ότι η μεθοδολογία που ακολούθησε για να απαλείψει εν τέλει όλες τις διακρίσεις είναι η εσωτερική αλήθεια όλων των διακρίσεων. Γεννιέται λοιπόν το πιο θεμελιώδες άρθρο που προτείνει πως αυτό δεν είναι μόνο αυτό που είσαι, αλλά δε μπορεί να βεβαιώσει τι είσαι. Γεννιέται η πίστη.
Ουτοπία |
Ξεκινώντας η σκέψη από την εσωτερική ομοιομορφία υποτίθεται της κρίσης της που όπως είδαμε αναστοχαστικά παραμένει απροσδιόριστη, η σκέψη την εξωτερικεύει για να ανακαλύψει πως εξωτερικώς διασπάται και αντιτίθεται στη ίδια. Ο όποιος «αρχιτεκτονικός» σχεδιασμός λοιπόν , ως ένας κατοπτρισμός των ενδόμυχων περιεχομένων της σκέψης, είναι αποσταθεροποιητικός από την πολύ αρχή του, υποβαθμίζοντας τελικά όλες τις φιλοσοφίες σε μία βαβελική πολυγλωσσία, στην οποία ο κάθε σκεπτόμενος οραματίζεται και ένα διαφορετικό ουτοπικό οικοδόμημα.
Η ουτοπία του ενός δε χωρά επ’ ουδενί την ουτοπία του άλλου και δε μπορεί να είναι ταιριαστές. Έτσι ο κάθε αρχιτέκτων σχεδιάζει τα πράγματα διαφορετικά από τους άλλους και καθώς αντανακλά και καθρεφτίζει τις όποιες διαφορές του, αμφιβάλλει εξ’ ίσου αν το οποιοδήποτε σχέδιο του είναι ικανό να τον ανυψώσει στο σημείο εκείνο, όπου είναι η ενότητα όλων των πραγματικοτήτων και όλων των αληθειών.
Θησαυρός |
Εκεί όμως κάπου χωμένος στο βάθος του λαβυρίνθου της σκέψης υπάρχει ένας θησαυρός. Ένας θησαυρός για τον οποίο ο κόσμος δεν είναι αρκετός. Παρόλο που η σκέψη ξεκινά βαλτωμένη σε μία αχανής και πολυποίκιλη θάλασσα διακρίσεων του αφηρημένου όντος και των πιθανών κόσμων (συνήθως κινούνται έως τη σφαίρα του μυθικού), δεν κάνει τίποτε λιγότερο από το να προσπαθεί να εμφανίσει όλες τις πιθανές εκφάνσεις του αφηρημένου αυτού όντος εντός της αποκρυσταλλωμένης αναγκαιότητας του πραγματικού κόσμου. Η στρέψη της προσοχής στον όποιον πιθανό ή απίθανο και φανταστικό κόσμο είναι και η πυξίδα για το κέρας της αμαλθείας που υποχρεωτικά είναι πάντα μπροστά στα μάτια της.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ