Ο Πλούτωνας (αρχαία ελληνικά: γενικά στην Ελληνική Μυθολογία σήμαινε τόσο τον κάτω κόσμο όπου μεταβαίνουν οι ψυχές μετά θάνατο όσο και την ίδια ιδεατή ανθρωπόμορφη δύναμη που κυβερνούσε αυτόν τον χώρο. Η λέξη αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στον θεό. Η γενική πτώση της λέξης (Ἅιδου), ήταν συντόμευση της φράσης “σπίτι του Άδη”, αλλά τελικά και η ονομαστική της λέξης άρχισε να περιγράφει την κατοικία των νεκρών.
Η αντίστοιχη Εβραϊκή λέξη είναι Σιεόλ, αφορά τον τόπο των νεκρών και σημαίνει κυριολεκτικά “αόρατος” ή “εκείνος που ζητάει”.
Ο αντίστοιχος Ρωμαϊκός θεός ήταν ο Πλούτο (από τον Ελληνικό Πλούτωνα), Ντις Πάτερ ή Όρκος.
Ο αντίστοιχος Ετρουσκικός θεός ήταν ο Άιτα. Ο όρος “Άδης” χρησιμοποιείται καμιά φορά από χριστιανούς ως κλασικιστικός ευφημισμός για την Κόλαση, η οποία κατά τ’ άλλα έχει λίγα από τα χαρακτηριστικά του Πλούτωνα. Ο Άδης ήταν ο απόλυτος, μοναδικός και αδιαμφισβητητος βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο θεός του θανάτου και των νεκρών. Αδερφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Εστίας, της Ήρας και της Δήμητρας. Γονείς του ήταν ο Κρόνος και η Ρέα. Πολέμησε εναντίον των Τιτάνων φορώντας μια περικεφαλαία, που τον έκανε αόρατο, δώρο των Κυκλώπων.
Μετά την ήττα των Τιτάνων, ο Άδης, ο Δίας και ο Ποσειδώνας διένειμαν με κλήρο την εξουσία του κόσμου. Ο Δίας πήρε σαν μερίδιο τον ουρανό, ο Ποσειδώνας τη θάλασσα και ο Άδης το πολυανθρωπότερο βασίλειο, το βασίλειο των νεκρών, τον Κάτω Κόσμο ή Τάρταρο. Είχε τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την Εστία, την Δήμητρα και την Ήρα, όπως επίσης δύο νεώτερους αδελφούς, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Μετά τη γέννησή του τον «κατάπιε» ο πατέρας του Κρόνος όπως και τ΄ αδέλφια του σε μια αλληγορική απόδοση της υπεροχής της ακολουθούμενης τότε «Κρόνιας θρησκείας», που τα πάντα σκίαζε η καταστροφή του χρόνου-Κρόνου.
Μετά τη δεύτερη μεγάλη θρησκευτική επανάσταση που συμβαίνει στην Ελληνική Μυθολογία φέρεται πως μόλις ενηλικιώθηκε ο Δίας, που είχε διασωθεί από την παιδοκτόνο τακτική του πατέρα του, κατάφερε να αναγκάσει εκείνον να εμήσει τα αδέλφια του. Μετά την απελευθέρωσή τους οι έξι νεώτεροι θεοί, μαζί με τους συμμάχους που κατάφεραν να συγκεντρώσουν, διεκδίκησαν από τους γονείς τους και τους θείους τους την εξουσία προκαλώντας την Τιτανομαχία.
Οι τρεις αδελφοί έλαβαν από τους Κύκλωπες τα όπλα που θα τους βοηθούσαν στη μάχη μεταξύ των θεών. Ο Δίας έλαβε τον κεραυνό, ο Ποσειδώνας μία τρίαινα και ο Πλούτωνας ένα κράνος που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε. Ο πόλεμος διήρκεσε 10 χρόνια και έληξε με τη νίκη των νεώτερων θεών. Μετά τη νίκη ο Πλούτωνας και οι δύο νεώτεροι αδελφοί του, ο Ποσειδώνας και ο Δίας, έριξαν κλήρο για να καθορίσουν τα βασίλεια που θα κυβερνούσαν. Ο Δίας ανέλαβε τον ουρανό και κυρίαρχος των πάντων, ο Ποσειδώνας τις θάλασσες και κάθε υγρό στοιχείο, ενώ ο Πλούτωνας τον κάτω κόσμο, το αόρατο βασίλειο στο οποίο πηγαίνουν οι νεκροί όταν αφήνουν τον επίγειο κόσμο.
Ο Άδης βασίλευε στους νεκρούς και δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους υπηκόους του να ξαναγυρίσει στους ζωντανούς. Κοντά του βασίλευε και η Περσεφόνη. Είχαν σαν θεραπαινίδες τις Κήρες και τις Ερινύες που τις έστελναν στη γη σαν ψυχοπομπούς ή σαν τιμωρούς δαίμονες.
Την Περσεφόνη την είχε απαγάγει από τις πεδιάδες της Σικελίας, όπου είχε βγει με τις φίλες της για να μαζέψει λουλούδια. Η Περσεφόνη ήταν κόρη της Δήμητρας και του Δία. Ο Άδης ήθελε να τη νυμφευθεί, αλλά η Δήμητρα δεν έδινε τη συγκατάθεσή της για το γάμο, επειδή γνώριζε πως η κόρης της θα ήταν αναγκασμένη να ζει για πάντα στο κόσμο των σκιών. Έτσι ο Άδης την απήγαγε. Από τότε η Περσεφόνη μένει στο βασίλειο των νεκρών έξι μήνες και τους υπόλοιπους τους περνάει στη γη. Από το γάμο του Άδη και της Περσεφόνης δεν γεννήθηκε κάποιο παιδί.
Εκτός από την απαγωγή της Περσεφόνης, ο Άδης εμφανίζεται και σε έναν άλλο μύθο που σχετίζεται με τον Ηρακλή. Όταν ο ήρωας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, ο Άδης δεν του επέτρεψε την είσοδο στο βασίλειό του, και ο Ηρακλής τον πλήγωσε με ένα βέλος στον ώμο. Ο θεός μεταφέρθηκε στον Όλυμπο, όπου τον θεράπευσε ο Παιάνας, ο θεός θεραπευτής, με μια θαυματουργική αλοιφή.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να πουν το όνομά του, από φόβο μήπως προκαλέσουν την οργή του. Για αυτό χρησιμοποιούσαν άλλες προσωνυμίες.
Ονομαζόταν επίσης Άιδης (α στερητικό και ιδείν = αόρατος) και Αιδωνεύς. Οι αρχαίοι πίστευαν πως ο Άδης γινόταν αόρατος με την κυνή (περικεφαλαία) που φορούσε. Η κυνή τον έκανε αόρατο στα μάτια των θνητών αλλά και των θεών. Τον αποκαλούσαν ευφημιστικά Εύβουλο, Ευρύπυλο, Κλύμενο και Περίκλυτο.
Ο Αισχύλος τον αποκαλεί πολυξενώτατον Ζήνα των κεκμηκότων, δηλαδή Δία που φιλοξενεί στο παλάτι του πλήθος νεκρούς. Επίσης ονομαζόταν και Κλυτόπωλος, γιατί σύμφωνα με μία παράδοση, τους νεκρούς τους μετέφεραν στον Κάτω Κόσμο τα δαιμονικά άλογα που είχε στους στάβλους του ο θεός.
Για την αυστηρότητά του ονομαζόταν Αδάμας, Αδάμαστος, Άδμητος και Αμείλιχος και Νηλεύς (ανελέητος). Επίσης τον ονόμαζαν Ίφθιμο, Κρατερό και Πελώριο, ενώ για το πλήθος των νεκρών που δεχόταν τον ονόμαζαν Αγησίλαο, Παγκοίτη, Πολυρέγμων και Πολυδέκτη.
Ως χθόνια θεότητα ονομαζόταν Ζευς χθόνιος ή υποχθόνιος, Πλουτεύς ή Πλούτων, ο «πλούσιος», εξαιτίας του πλούτου που κρύβεται στη γη (καρποί – μέταλλα). Με το όνομα αυτό συνδέθηκε με το μύθο της Περσεφόνης και με την επίδραση των Ελευσίνιων Μυστηρίων έγινε ηπιότερος θεός και λατρεύτηκε σαν ο πάροχος του πλούτου που προέρχεται κάτω από τη γη. Συχνά παριστάνεται να κρατά το κέρας της αφθονίας, σύμβολο του πλούτου. Με αυτήν την επωνυμία είχε πολλά ιερά σε όλη την Ελλάδα.
Στις απεικονίσεις μοιάζει με το Δία και τον Ποσειδώνα, εκτός από τα μαλλιά του που πέφτουν κάτω από το μέτωπό του. Σε παλαιότερες απεικονίσεις παρουσιάζεται ηλικιωμένος, με γενειάδα, φορώντας χιτώνα ή μανδύα, με διάδημα στα μαλλιά, να κρατάει σκήπτρο και να κάθεται πάνω σε θρόνο. Δίπλα στα πόδια του βρίσκονται ο κέρβερος και τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου.
Ιερά φυτά του ήταν το κυπαρίσι και ο νάρκισος. Στις θυσίες του πρόσφεραν μόνο μαύρα ζώα και όσοι προσεύχονταν σε αυτόν, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει.
Το βασιλειό του ήταν σκοτεινό, δεν έμπαινε ποτέ σε αυτό ο ήλιος. Μέσα σε αυτό το αιώνιο σκοτάδι συναντιούνταν τρία ποτάμια. Ο Αχέροντας, ποταμός των στεναγμών που οι ψυχές έπρεπε να τον περάσουν πάνω στη βάρκα του Χάρωνα, η Στυξ, το μισητό ποτάμι, και ο Κωκυτός, το ποτάμι των θρήνων. Οι φλόγες των ηφαιστείων που εξορμούσαν από τα έγκατα της γης, δημιούργησαν στο θρύλο και ένα τέταρτο ποτάμι, τον Πυριφλεγέθοντα, στου οποίου την κοίτη κυλούσαν φλόγες αντί για νερό.
Ο Πλούτωνας κυβερνούσε τους νεκρούς, βοηθούμενος από δαίμονες επί των οποίων είχε απόλυτη εξουσία. Απαγόρευε αυστηρά στους υποτελείς του να φύγουν από την περιοχή του και οργιζόταν αν κάποιος προσπαθούσε να διαφύγει, (να επανέλθει στη ζωή), ή αν κάποιος προσπαθούσε να του αφαιρέσει ότι του ανήκε.
Εκτός από τον Ηρακλή, οι μόνοι άλλοι ζωντανοί άνθρωποι που τόλμησαν να εισέλθουν στον κάτω κόσμο και να επιστρέψουν, επίσης όλοι ήρωες, ήταν: ο Ορφέας, ο Θησέας, ο Οδυσσέας και ο Αινείας (συνοδευόμενος από την Σίβυλλα). Κανείς τους δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από ό,τι είδαν στο βασίλειο των νεκρών. Συγκεκριμένα, ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Αχιλλέας, τον οποίο ο Οδυσσέας συνάντησε στον Άδη είπε:
«Μη μου μιλάς καταπραϋντικά για τον θάνατο, ένδοξε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να υπηρετώ ως μισθοφόρος κάποιου άλλου, παρά να είμαι ο αφέντης των νεκρών που χάθηκαν.»
Σύμφωνα με τον Όμηρο στο βασίλειο του Άδη δεν υπάρχει ξεχωριστός χώρος για τις αγαθές και τις φαύλες ψυχές. Οι αμαρτωλοί εκτίουν τις ποινές τους κάτω από τα βλέμματα όλων.
Στην αρχαιότητα υπήρχε ειδική κατηγορία αναγνωσμάτων που περιέγραφαν το βασίλειο των νεκρών και είχαν το κοινό όνομα «Εις Άδου Κατάβασις».
Υπήρχαν πολλοί τομείς του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των Ηλυσίων Πεδίων και του Ταρτάρου.
Στην Ρωμαϊκή μυθολογία, μια είσοδος στον κάτω κόσμο που βρισκόταν στο Αβέρνους, έναν κρατήρα κοντά στην Κύμη της Καμπανίας, ήταν ο δρόμος που ο Αινείας χρησιμοποίησε για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Συνεκδοχικά, η λέξη Αβέρνους μπορεί να ήταν υποκατάστατο ολόκληρης της σημασίας κάτω κόσμος. Οι Ινφέριι Ντίι ήταν οι Ρωμαίοι θεοί του κάτω κόσμου.
Οι νεκροί εισέρχονταν στον κάτω κόσμο διασχίζοντας τον ποταμό Αχέροντα, με τη βάρκα του Χάροντα, ο οποίος χρέωνε έναν οβολό για το πέρασμα, τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του νεκρού από τους πιστούς συγγενείς του. Οι άποροι και όσοι δεν είχαν φίλους παρέμεναν για πάντα στην όχθη του ποταμού. Η αντίπερα όχθη φυλασσόταν από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο που νικήθηκε από τον Ηρακλή. Πέρα από τον Κέρβερο, οι σκιές των τεθνεώτων εισέρχονταν στον Τάρταρο, τη γη των νεκρών.
Οι πέντε ποταμοί του Άδη ήταν οι Αχέρων (o ποταμός της θλίψης), Κωκυτός (o ποταμός του θρήνου), Φλεγέθων (o ποταμός που έχει πύρινες φλόγες), Λήθη (o ποταμός της λησμονιάς) και Στυξ (o ποταμός του μίσους).
Η πρώτη περιοχή του Πλούτωνα περιλαμβάνει τους λειμώνες με τους ασφόδελους, που περιγράφονται στην Οδύσσεια, όπου οι σκιές των ηρώων περιφέρονται απελπισμένα μεταξύ κατώτερων πνευμάτων, που τιτιβίζουν γύρω τους σαν νυχτερίδες.
Πέρα από κει βρισκόταν το Έρεβος, που μπορεί να θεωρηθεί ως ευφημισμός του Άδη, το όνομα του οποίου προκαλούσε φρίκη. Υπήρχαν δύο πηγές, αυτή της Λήθης, όπου οι κοινές ψυχές συνέρρεαν για να σβήσουν κάθε μνήμη, και η πηγή της Μνημοσύνης, όπου αντιθέτως έπιναν οι μύστες των Μυστηρίων. Στο προαύλιο του οδυνηρού παλατιού του Άδη και της Περσεφόνης κάθονται τρεις κριτές του κάτω κόσμου: ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός. Εκεί, μέρος ιερό αφιερωμένο στην Εκάτη, όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, κρίνονται οι ψυχές και επιστρέφουν στους λειμώνες με τους ασφόδελους αν δεν είναι ούτε ενάρετες ούτε κακές, στέλνονται στον Τάρταρο αν είναι ασεβείς ή κακές, ή οδηγούνται στα Ηλύσια για να συντροφέψουν τις ηρωικές και τις ευλογημένες.
Λατρεία
Λατρεία
Ο Πλούτωνας ήταν τρομακτική μορφή για όσους ζούσαν. Μη έχοντας καμία βιασύνη να τον συναντήσουν, ήταν σιωπηλοί στους όρκους στο όνομά του. Για πολλούς, μόνο η εκφορά της λέξης Πλούτωνας ήταν τρομακτική. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε ένας ευφημισμός. Αφού πολύτιμα ορυκτά προέρχονται κάτω από τη γη (δηλ. τον κάτω κόσμο κυβερνώμενο από τον Πλούτωνα), θεωρήθηκε πως κυβερνούσε και αυτά, και αναφερόταν ως Πλούτωνας (Πλούτων, συγγενής της λέξης πλούτος), και από κει και το Ρωμαϊκό όνομα Πλούτο. Ο Σοφοκλής αναφερόμενος στον Πλούτωνα ως τον “πλούσιο” εξήγησε με αυτά τα λόγια: “ο καταθλιπτικός Πλούτωνας εμπλουτίζει τον εαυτό του με τους αναστεναγμούς μας και τα δάκρυά μας”. Επιπροσθέτως, αποκαλείτο Κλυμένος, Ευβουλεύς και Πολυδέγμων.
Αν και ήταν Ολύμπιος, πέρναγε τον περισσότερο χρόνο του στο σκοτεινό του βασίλειο. Φοβερός στη μάχη, απέδειξε την αγριότητά του στην περίφημη Τιτανομαχία, την μάχη των Ολυμπίων εναντίον των Τιτάνων, που καθιέρωσε την εξουσία του Δία.
Εξαιτίας της σκοτεινής και μακάβριας προσωπικότητάς του δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους. Ο χαρακτήρας του περιγράφεται ως “άγριος και αμείλικτος”, και από όλους τους θεούς ήταν κατά πολύ ο πιο μισητός από τους θνητούς. Ωστόσο, δεν ήταν κακός θεός, γιατί, αν και ήταν αυστηρός, ανηλεής και χωρίς επιείκεια, ήταν όμως δίκαιος. Ο Άδης κυβερνούσε τον κάτω κόσμο και επομένως ήταν πιο συχνά συνδεδεμένος με τον θάνατο και τρομακτικός στους ανθρώπους, αλλά δεν ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Η πραγματική προσωποποίηση του θανάτου ήταν ο Θάνατος.
Όταν οι Έλληνες προσεύχονταν στον Πλούτωνα, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει. Μαύρα ζώα, όπως πρόβατα, θυσιάζονταν προς τιμήν του. Το αίμα από τις θυσίες στον Άδη έσταζαν σε λάκκο για να τον φτάσουν. Το πρόσωπο που πρόσφερε τη θυσία έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του. Κάθε εκατό χρόνια λάμβαναν χώρα εορτές προς τιμή του.
Το όπλο του Πλούτωνα ήταν ένα δίκρανο, με το οποίο διέλυε ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του ή ό,τι δεν του ήταν αρεστό, σχεδόν ότι έκανε και ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του.
Στα αντικείμενα που κατείχε και τον προσδιόριζαν ανήκε και ένα περίφημο κράνος, δοσμένο από τους Κύκλωπες, που καθιστούσε όποιον το φορούσε αόρατο. Είναι γνωστό πως ο Πλούτωνας μερικές φορές δάνειζε το κράνος του αυτό και σε θεούς και σε ανθρώπους (όπως στον Περσέα). Το σκοτεινό του άρμα, συρόμενο από τέσσερα μαύρα άλογα, πάντοτε ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό στη θέα. Επίσης στον Πλούτωνα αποδίδονται ο Νάρκισσος και τα κυπαρίσσια, το Κλειδί του Πλούτωνα και ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος σκύλος. Καθόταν σε έναν εβένινο θρόνο.
Ο Πλούτωνας στην τέχνη. Ο Πλούτωνας δεν απεικονίζεται πολύ συχνά στις κλασικές τέχνες. Εμφανίζεται συχνότερα σε απεικονίσεις της Αρπαγής της Περσεφόνης, αλλά υπάρχουν και παραστάσεις σε αγγεία της κλασικής εποχής όπου εμφανίζεται μαζί με την Περσεφόνη (ως ζεύγος αριστοκρατικό σε ανάκλιντρο κλπ) ή και με τη Δήμητρα, ως θεός του Άδη και της βλάστησης. (Ερυθρόμορφη πελίκη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 430-420 π.κ.ε., ο Άδης ρίχνει σπόρους από ένα κέρας στο οργωμένο χωράφι και η Δήμητρα παρακολουθεί κρατώντας ένα αλέτρι.)
Περσεφόνη. Η σύζυγος του Πλούτωνα, και αρχαϊκή βασίλισσα του κάτω κόσμου, προτού καθιερωθούν οι Ελληνικοί Ολύμπιοι, ήταν η Περσεφόνη, παρουσιαζόμενη από τους Έλληνες ως κόρη του Δία και της Δήμητρας. Η Περσεφόνη δεν υπέκυψε με τη θέλησή της στον Άδη, αλλά απήχθη από αυτόν ενώ μάζευε λουλούδια με την παρέα της. Ο Πλούτωνας αγάπησε την Περσεφόνη τόσο πολύ που δεν την απελευθέρωσε από τον κάτω κόσμο. Η μητέρα της Περσεφόνης πενθούσε για την απώλεια της κόρης της και έριξε κατάρα στη γη προκαλώντας μεγάλη πείνα.
Ο Πλούτωνας ξεγέλασε την Περσεφόνη να φάει έξι σπόρους ροδιού, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα μπορούσε να φύγει από τον κάτω κόσμο ακόμα και με τη βοήθεια του Δία. Η Περσεφόνη ήξερε για την κατάθλιψη της μητέρας της και ζήτησε στον Πλούτωνα να την επιστρέψει στην γη των ζωντανών, με τον όρο να μείνει έξι μήνες κάθε χρόνο μαζί του, έναν για κάθε σπόρο που έφαγε. Κάθε χρόνο ο Πλούτωνας ταξιδεύει στη γη των ζωντανών με την Περσεφόνη στο άρμα του. Στους μήνες που η Περσεφόνη πηγαίνει στον κάτω κόσμο υπάρχει πάντα πείνα (χειμώνας).
Ορφέας και Ευρυδίκη. Ο Πλούτωνας έδειξε έλεος μόνο μία φορά: Επειδή η μουσική του Ορφέα ήταν τόσο λυπητερή, του επέτρεψε να επαναφέρει την σύζυγό του, Ευρυδίκη, στη γη των ζωντανών υπό τον όρο πως θα περπατούσε πίσω του και δεν θα γύριζε να την κοιτάξει μέχρι να βγουν στην επιφάνεια. Ο Ορφέας συμφώνησε αλλά, ενδίδοντας στον πειρασμό να κοιτάξει πίσω του, απέτυχε και έχασε την Ευρυδίκη ξανά. Ενώθηκε μαζί της ξανά μόνο μετά το θάνατό του.
Λευκή και Μινθώ. Όπως ο αδελφός του Δίας και οι άλλοι αρχαίοι θεοί, ο Πλούτωνας δεν ήταν ο πιο πιστός σύζυγος. Κατεδίωξε και ερωτεύτηκε την νύμφη Μινθώ και για να την τιμωρήσει γι’ αυτό, η ζηλιάρα σύζυγός του Περσεφόνη μετέτρεψε την Μινθώ στο φυτό μίνθη (μέντα). Παρομοίως, η νύμφη Λευκή, η οποία επίσης αρπάχτηκε από τον Πλούτωνα, μεταμορφώθηκε από αυτόν σε λευκή λεύκα μετά τον θάνατό της.
Ηρακλής. Ο τελευταίος άθλος του Ηρακλή ήταν να πιάσει τον Κέρβερο. Αρχικά, ο Ηρακλής πήγε στην Ελευσίνα για να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αυτό το έκανε για να απαλλάξει τον εαυτό του από τις ενοχές επειδή σκότωσε τους Κενταύρους και για να μάθει πως να εισέλθει και να εξέλθει από τον κάτω κόσμο ζωντανός. Στον άθλο του αυτό είχε τη βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή. Ο Ηρακλής ζήτησε την άδεια του Άδη για να πάρει τον Κέρβερο. Ο Άδης δέχτηκε με τον όρο πως ο Ηρακλής δεν θα του κάνει κακό, αν και σε άλλες εκδοχές, ο Ηρακλής έριξε ένα βέλος στον Άδη. Όταν ο Ηρακλής έσειρε τον σκύλο έξω από τον Άδη, πέρασε μέσα από τη σπηλιά Αχερουσία.
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου. Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν το σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου) καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν.
Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν συχνά τον Κέρβερο με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν εκδοχές που τον εμφανίζουν ως ένα συνηθισμένο σκύλο, αλλά και με πόδια λιονταριού, ουρά ερπετού ή φίδια σε όλο του το σώμα.
Χαρακτηριστικές αναφορές στον Κέρβερο υπάρχουν:
Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη.
Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία.
Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄).
Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη.
Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία.
Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄).
Επίσης εκτός από τον Ηρακλή τον Κέρβερο επεχείρησαν να συλλάβουν και να απαγάγουν ο Πειρίθους και ο Θησέας που όμως απέτυχαν. Μόνο ο Ορφέας κατάφερε με τους ήχους της μαγικής λύρας του να τον εξημερώσει έτσι ώστε να τον αφήσει να παραλάβει την Ευρυδίκη από τον Άδη.
Ο αστεροειδής 1865 Κέρβερος (1865 Cerberus), που ανακαλύφθηκε το 1971, πήρε το όνομά του από τον τερατόμορφο αυτό σκύλο.
*Αδης, Θάνατος … Συνεχίζεται
Αν θέλεις να ζήσεις καλή ζωή … κανε τον θάνατό σου φίλο !
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ