Στην φαντασία των περισσότερων η Αρχαιότητα μοιάζει να είναι η εποχή όπου ο καθένας είχε το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει αναφορικά με το σεξ - αλλά «μετά ήρθε ο Χριστιανισμός και τα απαγόρευσε όλα» . Δυστυχώς αυτό είναι ακόμη μια παρανόηση της εποχής αυτής, η οποία διαδόθηκε για λόγους πολεμικούς προς την άποψη του Χριστιανισμού για το σεξ. Δεν είναι γνωστό λ.χ. ότι η μοιχεία ήταν αδίκημα, ότι στην Αθήνα ο κερατωμένος μπορούσε και να σκοτώσει, δίχως νομικές συνέπειες, τον κερατά εάν τον έπιανε στα πράσα (Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 57, 3), ότι ο πατέρας κόρης που πιανότανε με άλλον μπορούσε να την σκοτώσει (Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 182) ή να την πουλήσει ως δούλα (Πλούταρχου, Σόλων 23, 2), ότι την μοιχαλίδα την έβαζαν πάνω σε λίθο ώστε να την δει όλη η πόλη, και μετά την ανέβαζαν πάνω σε ένα γαϊδούρι και τη διαπόμπευαν σε όλη την πόλη, κυκλικά.
Μετά, η πομπή επέστρεφε στην αρχική θέση και πάλι την έδειχναν σε όλο τον κόσμο. Από το σημείο αυτό και για όλη της τη ζωή, η μοιχαλίδα θεωρούνταν «άτιμη» και την αποκαλούσαν «Ονοβάτιν», επειδή την διαπόμπευσαν πάνω σε γάιδαρο (Θ.Β. Βενιζέλου, Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, α' έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία, σ. 45) ή ότι «[Ο νόμος] απαγορεύει εις την γυναίκα που θα απεκαλύπτετο ότι εμοιχεύθη, να φορή κοσμήματα, και να παρακολουθή τας δημόσιας ιεροπραξίας, δια να μη διαθφείρη και τας τιμίας γυναίκας, αναμιγνυόμενη μαζί των. Αν δε φορέση κοσμήματα ή μεταβή εις τον ναόν, επιτρέπεται στον καθένα να της πετάει τα κοσμήματα και να της σχίζη τα ρούχα και να την κτυπά και μόνον δεν δίδη δικαίωμα να την σκοτώσουν ή να την σακατέψουν. Έτσι ατιμάζει αυτού του είδους τις γυναίκες και κάμνει τον βίον των αβίωτο» (Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 183).
Δεν είναι διόλου ευρέως γνωστές επίσης ούτε οι απόψεις σημαντικών φιλοσόφων για το σεξ. Όπως μπορεί να δει κανείς πολλοί φιλόσοφοι είχαν πολύ συντηρητικές απόψεις, δίχως να είναι χριστιανοί. Ιάμβλιχου, Περί του πυθαγορικού βίου, 48, 55, 85, 210: «[ο Πυθαγόρας] τους είπε μάλιστα να προσέχουν και τούτο: να έχουν σχέσεις μονάχα με τους συζύγους τους (…) αν όμως [η γυναίκα] έρθει σε συνουσία με άλλον άνδρα [όχι το συζυγό της], ο θεός δε θα τη συγχωρέσει (…) [Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι] οι πόνοι είναι καλό, ενώ οι ηδονές από κάθε πλευρά κακό˙ διότι, αφού γεννηθήκαμε για να τιμωρηθούμε, πρέπει να τιμωρούμαστε (…) Το μικρό αγόρι πρέπει ν’ ανατρέφεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να μην αναζητά κατά τα πρώτα του 20 έτη την συνουσία (…) [οι Πυθαγόρειοι] θεωρούσαν ότι πρέπει να περισταλούν όλες οι παρά φύση γεννητικές λειτουργίες καθώς και αυτές που γίνονται με ακόλαστο τρόπο και να παραμείνουν όσες γίνονται με σωφροσύνη και νομιμότητα, όσες δηλαδή στοχεύουν στην τεκνοποιία». Ο Πλάτων (Νόμοι 841d-e): «Μπορεί πάντως, με τη βοήθεια του θεού, να καταφέρουμε να επιβάλουμε το ένα από τα δύο πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφορά. Να μην έχει κανείς σχέσεις με οποιαδήποτε ελεύθερη γυναίκα εκτός από τη σύζυγό του και να μην κάνει νόθα παιδιά (…) να θεσπιστεί κανονισμός για τον άνδρα που έχει σχέσεις με κάποια γυναίκα, που αγόρασε ή απέκτησε με οποιονδήποτε τρόπο, εκτος από τη νόμιμη σύζυγό του, ο οποίος θα του επιβάλλει να την κρατήσει κρυφή από όλους τους άλλους». «Αν το ζευγάρι έχει κάνει παιδιά σύμφωνα με τους νόμους και ο άντρας έχει σχέσεις με άλλη γυναίκα ή η γυναίκα με άλλον άντρα, ενώ εξακολουθούν να βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποιίας, οι ένοχος θα υποστεί την ίδια ποινή με εκείνους που μπορούν ακόμα να τεκνοποιήσουν» (Νόμοι 784e). «Ξέρω κάποιο τρόπο για να επιβάλω τον νόμο που επιτρέπει τη σεξουαλική επαφή μόνο για λόγους τεκνοποιίας και απαγορεύει όχι μόνο τις σεξουαλικές σχέσεις στις οποίες σκοτώνεται σκόπιμα το ανθρώπινο γένος, αλλά και τη σπατάλη του σπέρματος πάνω σε πέτρες και χώματα, όπου δε θα ριζώσει ποτέ και δε θα δημιουργήσει νέους ανθρώπους. Πρέπει να αποφεύγουμε ακόμα και το θηλυκό έδαφος, στο οποίο δε θέλουμε να φυτρώσει ο σπόρος μας» (Νόμοι, 838e-839a). «Ο Δημόκριτος αποδοκίμαζε τις σαρκικές απολαύσεις, διότι, έλεγε, καταβάλλουν τη συνείδηση δια της ηδονής (…) [Ο Δημόκριτος] είχε κακή γνώμη για τις γυναίκες, και δεν επιθυμούσε παιδιά, γιατί η ανατροφή τους παρεμποδίζει τη φιλοσοφία» (Μπ. Ράσσελ, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τ. Α’, σελ. 146). Αρνείται την τεκνογονία: Στοβαίου, Εκλογαί, 4, 24: «Τεκνοτροφίη σφαλερόν˙ τὴν μὲν γὰρ ἐπιτυχίαν ἀγῶνος μεστὴν καὶ φροντίδος κέκτηται, τὴν δὲ ἀποτυχίαν ἐνυπέρθετον ἑτέρᾳ ὀδύνῃ. Οὐ δοκεῖ μοι χρῆναι παῖδας κτᾶσθαι˙ ἐνορῶ γὰρ ἐν παίδων κτήσει πολλοὺς καὶ μεγάλους κινδύνους, πολλὰς δὲ λύπας, ὀλίγα δὲ τὰ εὐθηλέοντα καὶ ταῦτα λεπτά τε καὶ ἀσθενέα». «[Ο Επίκουρος λέει ότι] ο σοφός δε θα συνευρευεί με γυναίκα, με την οποία οι νόμοι απαγορεύουν κάτι τέτοιο. (...) Οι Επικούρειοι πιστεύουν ότι ο σοφός δε θα ερωτευτεί. Ακόμη, ότι ο έρωτας δεν είναι θεόπεμπτος. (...)
Η συνουσία ποτέ δεν ωφέλησε˙ καλό θα ήταν και να μην έβλαπτε» (Διογένης Λαέρτιος, X, 118). «Να απαγορεύεται ρητά η σεξουαλική επαφή με άλλη ή άλλον για οποιονδήποτε λόγο, από τη στιγμή που κάποιος θα γίνει νόμιμα σύζυγος. Κι αν κάποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο σε εποχή τεκνοποιίας, πρέπει να τιμωρείται με ποινή ανάλογη με το αμάρτημά του» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Η’, 14 (1335b 37)). «Για τούτο οι σύζυγοι αυτό πρέπει να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη ευλάβεια, μένοντας αγνοί από κάθε ανίερη και άνομη συναναστροφή μέ άλλους, να μη σπέρνουν εκεί απ’ όπου δεν θέλουν να φυτρώσει αλλά και, αν καρπίσει, ντρέπονται και προσπαθούν να το κρύψουν» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 42 (144b)). «Πρέπει να επιχειρούμε τους επιρρεπείς στις ηδονές και τους αδιάφορους στις επιπλήξεις να δένουμε με το ζυγό του γάμου˙ γιατί αυτός είναι το ασφαλέστατο χαλινάρι της νεότητας» (Πλούταρχου, Περί παίδων αγωγής, 19). «Πρέπει να απορρίψουμε τους πολλούς χιτώνες της ψυχής μας, και τούτον τον ορατό και σάρκινο, επειδή συνδέονται με το δέρμα μας» (Πορφύριου, Περί αποχής εμψύχων, 1, 31). «Επειδή όλα τα πάθη είναι ασφαλώς αισχρά, πρέπει να τα αποφεύγωμε όλα, όπως ακριβώς τα αφροδίσια» (Περί αποχής εμψύχων, 1, 40). «Οι ερωτικές πράξεις μιαίνουν. (…)
Τα αφροδίσια πάθη και οι σχέσεις αυτές μολύνουν οπωσδήποτε˙ το ίδιο και οι ονειρώξεις, διότι αναμιγνύεται η ψυχή με το σώμα» (Περί αποχής εμψύχων, 4, 20). «χρὴ μόνα μὲν ἀφροδίσια νομίζειν δίκαια τὰ ἐν γάμῳ καὶ ἐπὶ γενέσει παίδων συντελούμενα, ὅτι καὶ νόμιμά ἐστιν˙ τὰ δὲ γὲ ἡδονὴν θηρώμενα ψιλὴν ἄδικα καὶ παράνομα, κἂν ἐν γάμῳ ᾗ» (Μουσώνιου, Περί Αφροδισίων, εκδ. Hense, Λειψία 1905, σ. 64). «Όσο για τα αφροδίσια, πρέπει να μείνεις αγνός πρίν το γάμο, αλλά αν είναι ανάγκη να γευτής την ηδονή, πράξε μόνο ό,τι είναι νόμιμο» (Επίκτητου, Εγχειρίδιο 33, 8). «Ο Ιππόλυτος (Αιρέσεων έλεγχος, 7, 30 = Εμπεδοκλής Β 110) κατηγορεί τον Μαρκίωνα ότι αντιγράφει τους καθαρμούς του Εμπεδοκλή στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τον γάμο: διαίρει γὰρ ὁ γάμος κατὰ Ἐμπεδοκλέα τὸ ἓν καὶ ποιεῖ πολλά.
Αυτό εξηγείται από ένα άλλο δόγμα που ο Ιππόλυτος (ό.π., 7, 29 = Εμπεδοκλής Β 115) αποδίδει στον Εμπεδοκλή, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις οδηγούν στην καταστρεπτική λειτουργία του Νείκους» (E.R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο, σ. 266). Ο Ξενοκράτης «καί ποτε καὶ Φρύνην τὴν ἑταίραν ἐθελῆσαι πειρᾶσαι αὐτόν, καὶ δῆθεν διωκομένην ὑπό τινων καταφυγεῖν εἰς τὸ οἰκίδιον. τὸν δὲ ἕνεκα τοῦ ἀνθρωπίνου εἰσδέξασθαι, καὶ ἑνὸς ὄντος κλινιδίου δεομένῃμεταδοῦναι τῆς κατακλίσεως· καὶ τέλος πολλὰ ἐκλιπαροῦσαν ἄπρακτον ἀναστῆναι. λέγειν τε πρὸς τοὺς πυνθανομένους ὡς οὐκ ἀπ' ἀνδρός, ἀλλ' ἀπ' ἀνδριάντος ἀνασταίη» (Διογένης Λαέρτιος, IV, 7). «[Η Νεοπλατωνική Υπατία] έφτασε την κορυφή της ηθικής αρετής˙ παρέμεινε παρθένα» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 43A). «Ο [Νεοπλατωνικός] Θεοσέβιος, ο πιο σώφρων από τους ανθρώπους, είχε συμφωνήσει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα με σκοπό την τεκνογονία.
Ωστόσο, καθώς δεν γεννιόνταν παιδιά, ο Θεοσέβιος εμφάνισε την ζώνη εγκράτειας [σωφροσύνης δακτύλιον] και είπε στη γυναίκα του: "γυναίκα, πριν από καιρό σου έδωσα ένα δακτυλίδι, για να κυβερνά μια ένωση προορισμένη για τεκνογονία˙ τώρα σου δίνω αυτήν την ζώνη εγκράτειας, η οποία θα σε βοηθήσει να ζήσεις στο εξής μια αγνή ζωή (…)"» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 46E). «[Ο Νεοπλατωνικός Μαρίνος] παρέμεινε μέχρι να πεθάνει δίχως καμμία σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 97B). «Τόσο μεγάλη ήταν η περιφρόνηση [του Νεοπλατωνικού Σαραπίωνα] για τα υλικά αγαθά που (…) έμεινε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αδιάφθορος από σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 111). «Ενώ απαρνιόταν όλες τις αισθήσεις [ο Νεοπλατωνικός Ισίδωρος] αποκήρυξε την αίσθηση της αφής περισσότερο από τις άλλες, γιατί είναι γήινη και στερεά, και τραβάει την ψυχή προς τα κάτω» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 12C).
Σύμφωνα με τον Κέλσο (Λόγος Αληθής, Ζ’) μόνο αν κάποιος αποστρέψει τα μάτια της ψυχής του από τη σάρκα θα δει τον θεό (ἐὰν σαρκὸς ἀποστραφέντες ψυχῆς ὀφθαλμοὺς ἐγείρετε… μόνον οὕτως τὸν θεὸν ὄψεσθε).
Επιπλέον δεν είναι απαραίτητο πράγμα το να προέρχεται τέτοιος φόβος λόγω σεξουαλικής ελευθεριότητας από την σκέψη για εκδικητική τιμωρία ενός παντοδύναμου όντος το οποίο προσβάλλεται εάν κάποιος είναι (σεξουαλικά) «ανήθικος», αλλά αρκεί – για την εμφάνιση φόβου και τον ηθικό αυτοπεριορισμό λόγω του φόβου αυτού – η πίστη ότι η ίδια η φύση των πραγμάτων οδηγεί σε μεταθανάτια ή επίγεια τιμωρία και δυστυχία όποιον είναι «ακόλαστος».
Έτσι, ο Πλάτων αναφέρει ότι οι ακόλαστοι κ.λπ. θα τιμωρούνταν είτε με επαναφορά στη ζωή μετενσαρκωνόμενοι σε κατώτερα ζωικά είδη είτε με την αιώνια παραμονή στον Άδη. Κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει την τιμωρό επέμβαση ενός θεού ο οποίος ενδιαφέρεται ειδικά για την τιμωρία των «ανήθικων», ούτε καν την ύπαρξη κάποιου παντοδύναμου θεού, αλλά προκύπτει από την ίδια τη φύση του κόσμου – όπως τον αντιλαμβάνεται ο Πλάτων – και των νόμων που τον διέπουν. Συνεπώς ο φόβος για τέτοια δυστυχή μοίρα αν δεν ακολουθηθεί η «ορθή» ηθική δεν έχει να κάνει με την πιθανότητα τιμωρίας από κάποιο υπέρτατο προσωπικό ον (και, συνεπακόλουθα, ούτε με την πίστη στην ύπαρξη τέτοιου όντος) και, γι’ αυτό, δεν ισχύει η άποψη ότι η νεοπλατωνική ηθική διέφερε από την χριστιανική επειδή μόνο η δεύτερη βασιζόταν στο φόβο για κακή τύχη της ψυχής, εάν ο άνθρωπος είχε «ακόλαστη» συμπεριφορά. Είτε τέτοια ηθική την επιτάσσει η «φύση των πραγμάτων» (με συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες, αν παραγνωρισθεί) είτε ένας προσωπικός εξωκοσμικός θεός, πάλι υπάρχει φόβος για τις αρνητικές συνέπειες.
Δεν είναι διόλου γνωστό ότι τα ομοφυλοφιλικά κριτήρια των Αρχαίων Ελλήνων ήταν εντελώς αντίθετα από τα σύγχρονα κριτήρια αποδοχής της ομοφυλοφιλίας: οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν «φυσιολογικές» τις ομοσεξουαλικές σχέσεις μόνο μεταξύ ενήλικα και ανήλικου που δεν είχε αναπτύξει ακόμη τριχοφυΐα. Οι Αρχαίοι θεωρούσαν «κοινωνικά αποδεκτό» ό,τι θεωρείται σήμερα έγκλημα: το σέξ μεταξύ ενήλικα και άτριχου αγοριού (από τα 11-12 – ή και νωρίτερα – ώς τα 17), ενώ θεωρούσαν ανωμαλία και διαστροφή το ομοφυλοφιλικό σεξ, όταν το αγόρι είχε αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυΐα. Στα μάτια των Αρχαίων Ελλήνων η σημερινή ομοφυλοφιλία (αυτό που έχουμε σήμερα όλοι κατά νου ως ομοφυλοφιλία), το σεξ ανάμεσα σε δύο ενήλικες άντρες, θα τους φαινόταν αηδιαστική (ή άξια ειρωνίας) ανωμαλία, που μόνο κτηνοβάτες τσοπάνοι – όπως λέει ο παιδεραστής Μελέαγρος σ’ ένα ποίημά του (Παλατινή Ανθολογία, XII, 41) – αρέσκονταν να διαπράττουν. Αντί ορισμένοι να διαστρεβλώνουν την Αρχαιότητα, για να υπερασπιστούν τη σύγχρονη ομοφυλοφιλία, θα 'πρεπε να επαινέσουν το σεξ με άτριχα ακόμη αγοράκια (αφού αυτό ήταν το πραγματικό κριτήριο των Ελλήνων – δες, μεταξύ άλλων, το ποίημα του παιδεραστή Αλκαίου (Παλατινή Ανθολογία, XII, 30), όπου προειδοποιείται το, άτριχο ακόμη, αγοράκι πως αρχίζοντας να βγάζει τρίχες, θα το εγκαταλείπουν οι εραστές του) και να καταδικάσουν το σεξ μεταξύ ενηλίκων ανδρών, αφού «αυτό έκαναν και οι Αρχαίοι». Ωστόσο ένα σωρό αφελείς υψώνουν, ως λάβαρο υπεράσπισης της σημερινής ομοφυλοφιλίας, την αρχαιοελληνική παιδεραστία, αγνοώντας ότι αυτά τα δύο είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα αναμεταξύ τους. Ασφαλώς δεν χρειάζονται και πολλές αποδείξεις για να καταδειχθεί ο μισογυνικός χαρακτήρας της αρχαίας παιδεραστίας («Παιδός τοι χάρις ἐστί˙ γυναικὶ δὲ πιστὸς ἑταῖρος / οὐδείς, ἀλλ’ αἰεὶ τὸν παρεόντα φιλεῖ» = «Η ευγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τα αγόρια. Στη γυναίκα κανείς σύντροφος δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη, αλλά κάθε φορά αυτή αγαπάει όποιον είναι μπροστά της» (Θέογνις, Ελεγειών Β’, 1367-1368). «Το άλογο το ζώο ξέρει / να σμίγει μόνο με το θηλυκό του / Όμως εμείς οι λογικοί έχουμε τούτο ακόμα˙ / βρήκαμε τη δουλειά την απο πίσω. / Κι αυτοί που περιορισμένοι είναι στις γυναίκες / σε τίποτε δε διαφέρουν των αλόγων ζώων» (Στράτωνα, Παλατινή Ανθολογία, XII, 245)).
Η σεξουαλική ελευθερία στην Αρχαιότητα αφορούσε τους ενήλικες άντρες μόνο, και πάλι υπό προϋποθέσεις (μόνο με εταίρες κλπ). Δεν είναι γνωστό ότι οι Αρχαίοι άνδρες παντρεύονταν όχι από έρωτα αλλά για να αποκτήσουν παιδιά τα οποία θα τους γηροκομούν. Ποινικό αδίκημα ήταν για τους Σπαρτιάτες (και γενικά για τους Αρχαίους Έλληνες) το να μην παντρευτείς. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο υπήρχαν ειδικοί κανόνες γι’ αυτό το «αδίκημα». Το Αρχαίο Κράτος είχε απόλυτο δικαίωμα να επιβάλλει στους πολίτες του να παντρεύονται και τιμωρούσε όσους δεν παντρεύονταν ή αργούσαν να παντρευτούν ή έκαναν «κακό – κακό κατά την άποψη του Κράτους, βέβαια – γάμο».
Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς που είχε εξετάσει τα αρχαία χρονικά της Ρώμης, λέει (IX, 22) ότι ανακάλυψε έναν παλαιό νόμο που υποχρέωνε τους νέους να παντρεύονται. Τα ίδια λέει κι ο Κικέρωνας (De legibus, 3, 2) κι ο Πολυδεύκης (3, 48: «ἦσαν καὶ ἀγαμίου δίκαι πολλαχοῦ καὶ ὀψιγαμίου καὶ κακογαμίου ἐν Λακεδαίμοσι»). Οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν την «γραφήν αγαμίου», δηλαδή την καταγγελία με την οποία ο ανύπαντρος δικαζόταν δημόσια επειδή δεν παντρεύτηκε, επειδή άργησε να παντρευτεί (δίκη οψιγαμίου), ακόμα και διότι παντρεύτηκε αταίριαστα (δίκη κακογαμίου). Στη Ρώμη, με απόφαση του τιμητή επέβαλλαν πρόστιμο στους άγαμους (Βαλέριος Μάξιμος, 2, 9˙ Α. Γέλλιος, 1, 6 & 2, 15). «Κατά τον χειμώνα οι άρχοντες διέτασσον τους αγάμους να περιέρχωνται γυμνοί κυκλικώς την αγοράν, αυτοί δε, καθ’ όν χρόνον περιεφέροντο, απήγγελλον τραγουδούντες έν ποίημα, το οποίον είχε κατασκευασθή δια την ιδικήν των περίπτωσιν, ότι δηλαδή δικαίως υποβάλλονται εις αυτήν την τιμωρίαν, διότι επιδεικνύουν ανυπακοήν εις τους νόμους της πατρίδος. Επίσης οι άγαμοι είχον αποστερηθή των τιμητικών διακρίσεων και των περιποιήσεων, τας οποίας οι νέοι εσυνήθιζον να προσφέρουν εις τους μεγαλύτερους των κατά την ηλικίαν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Όσο για τη γυναίκα, αυτή παντρευόταν όποιον διάλεγαν οι δικοί της (Ναυμάχιος στον Στοβαίο, στίχ. 12 των Γαμικών Παραγγελμάτων· Πλάτωνα, Νόμοι 774e· Ξενοφώντα, Οικονομικός, 7, 10-11). Ωστόσο επιστρατεύονται διαφορα παραμύθια, για να καταδειχθεί ο δήθεν σκοταδισμός του Χριστιανισμού, από τους πιο διαφορετικούς ημιμαθείς, από αντιχριστιανούς πολυθεϊστές έως Νεοέλληνες "ευρωπαϊστές". Λες και στην Αρχαιότητα δεν επικρατούσε το ίδιο πράγμα, ελαφρώς πιο σοβινιστικό. (24/2/2007)
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ