Πάσχα 1984: Αιωνιότητα και Προπατορικό Αμάρτημα: Το Πάσχα του 1984 πλησίαζε όταν μόλις είχα μετακομίσει στο Norwich της Αγγλίας. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα στη νέα μου πόλη, εντελώς τυχαία, ήταν ο αγγλικανός Επίσκοπος της μεσαιωνικής πόλης. Αφού με ξενάγησε στον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό, πιάσαμε κουβέντα μακρά περί… οικονομικής θεωρίας – τον ενδιέφερε ιδιαίτερα επειδή η ανεργία τότε στη Βρετανία είχε χτυπήσει κόκκινο, ξεπερνώντας τα 3,5 εκατομμύρια ψυχές.
Μερικές μέρες αργότερα, έλαβα μήνυμα από τον γραμματέα του να επικοινωνήσω με τον Επίσκοπο. Ήθελε να με προσκαλέσει ως ομιλητή σε θεολογική ημερίδα στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου της Αγγλικανικής εκκλησίας, η οποία ήταν προγραμματισμένη να γίνει μερικές μέρες αργότερα στο York, εν όψει του Πάσχα. Τον ευχαρίστησα από καρδίας αλλά του θύμισα ότι είμαι αθεράπευτα άθεος και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα έπρεπε να παραβρεθώ. Μου απάντησε κατηγορηματικά: «Δεν έχει καμία σημασία. Απλά, θα οργανώσουμε μια συνεδρία που θα την ονομάσουμε «Η Γωνιά του Άθεου» – The Atheist’s Corner». Φυσικά, δέχθηκα.
Πριν κλείσουμε τον ρώτησα τι θα ήθελε να είναι το θέμα της ομιλίας μου. Μου απάντησε: «Θα ήθελα να διαπραγματευτείς, από τη σκοπιά του άθεου οικονομολόγου, δύο θεολογικά ζητήματα που θα μας απασχολούν ιδιαίτερα στη Σύνοδό μας: Την έννοια της Αιωνιότητας και το Προπατορικό Αμάρτημα. Μπορείς;». «Μπορώ» του απάντησα, όλο ενθουσιασμό με τα θέματα που έθιξε αλλά κάθιδρος από την αγωνία του τι θα έλεγα.
Το ζητούμενο δεν είναι τι είπα τελικά – αν και πιο κάτω παραθέτω μια περίληψη της ομιλίας εκείνης. Σημασία έχει, και για αυτό σας κουράζω με αυτή την ιστορία, η ανοιχτοσύνη αυτού του ανθρώπου, αλλά και των άλλων επισκόπων και θεολόγων που γνώρισα στο York. Μια χρήσιμη υπενθύμιση του πόσο σημαντικό είναι οι πιο έντονες διαφωνίες μας να αποτελούν γέφυρες που μας φέρνουν κοντά, αντί για δυναμίτη που τινάζει στον αέρα τις κοινωνίες μας.
Τέλος πάντων, Καλό Πάσχα σε όλους – ιδίως σε εκείνους με τους οποίους διαφωνούμε εντονότατα. Και για όσους και όσες ενδιαφέρεστε για το τι τελικά είπα τότε, το 1984, όσον αφορά την Αιωνιότητα και το Προπατορικό Αμάρτημα, συνεχίστε την ανάγνωση…
Η πτώση των πρωτοπλάστων, Benjamin West 1803, at Institute of Art Chicago
Περί της διάρκειας της αιωνιότητας: Στον Παράδεισο δεν μπορεί, εξ ορισμού, να μας λείπει τίποτα. Σε όρους οικονομικής θεωρίας, θα λείπει μόνον η… « σπανιότητα» (scarcity). Ακριβώς για αυτό, στον Παράδεισο η ανικανοποίηση, οι συγκρούσεις και οι αδικίες στερούνται λογικής, και λόγου ύπαρξης, στο διηνεκές. Και καθώς στον Παράδεισο η ζωή θα είναι αιώνια, δεν πρέπει να υπάρχει ούτε καν έλλειψη χρόνου.
Είναι όμως έτσι; Ακόμα κι αν η ζωή είναι αιώνια, και όλες μας οι επιθυμίες εκπληρούνται, εφόσον ο χρόνος εξακολουθεί να είναι «γραμμικός», θα παραμένει αδύνατον να κάνουμε κάποια πράγματα ταυτόχρονα – π.χ. να ψαρεύουμε και να μαγειρεύουμε την ίδια ώρα, να διαβάζουμε το αγαπημένο μας βιβλίο και να ορειβατούμε. Παρά το γεγονός ότι στον Παράδεισο θα γνωρίζουμε πως στο μέλλον θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που δεν κάνουμε τώρα, σε κάθε χρονική στιγμή (της Αιώνιας Ζωής μας) θα πρέπει να επιλέξουμε τι θα κάνουμε και τι δεν θα κάνουμε. Στον βαθμό που ανυπομονούμε να κάνουμε περισσότερα του ενός πραγμάτων την ίδια στιγμή, θα στερούμαστε «κάτι» κάθε φορά που επιλέγουμε κάτι άλλο – μια μορφή «σπανιότητας» θα έχει επιβιώσει στον Παράδεισο.
Στον βαθμό που η σπανιότητα δεν πρέπει να υφίσταται στον Παράδεισο, ακόμα και αυτό το ψήγμα σπανιότητας δεν είναι συμβατό με την ιδέα της απόλυτα Γαλήνιας Αιώνιας Ζωής. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, ίσως να μην υπάρχει πρόβλημα εφόσον ο χρόνος κυλά διαφορετικά στον Παράδεισο απ’ ό,τι στη Γη. Π.χ. αν αντί να μοιάζει μια λεπτή γραμμή που ξετυλίγεται στον χρόνο, ο χρόνος στον Παράδεισο μπορεί να είναι ένας «πλατύς» δρόμος με πολλές έτσι ώστε στο ίδιο σημείο, στην ίδια χρονική στιγμή, χωρούν πολλά «αυτοκίνητα», δηλαδή δράσεις ή εμπειρίες. Με άλλα λόγια, ίσως στον Παράδεισο να μπορείς να παίζεις πιάνο και να καταδύεσαι στα καταγάλανα νερά της θάλασσας, την ίδια στιγμή. Γιατί όχι;
Βέβαια, αν ισχύει κάτι τέτοιο, και η σπανιότητα (που είναι η πηγή όλων των δεινών στην Γη) εξαφανιστεί πραγματικά στον Παράδεισο, αρκεί ο Παραδείσιος Χρόνος να είναι απείρως πλατύς χωρίς να χρειάζεται να είναι «μακρύς». Όπερ μεθερμηνευόμενον, η Αιωνιότητα μπορεί να διαρκεί μία μόνον, απείρως «παχιά», στιγμή. Λέτε για αυτό ακόμα και οι πραγματικά πιστοί να φοβούνται τον θάνατο;
Προπατορικό αμάρτημα – μια παιγνιοθεωρητική προσέγγιση: Ως παντογνώστης, δεν γνώριζε ο Θεός ότι η Εύα θα δαγκώσει το απαγορευμένο μήλο την ώρα που τη δημιουργούσε; Πώς ένας πανάγαθος Θεός δημιουργεί ένα πλάσμα καταδικασμένο να αμαρτήσει και να τιμωρηθεί; Η απάντηση που δίνουν οι θεολόγοι είναι ότι της έδωσε, παράλληλα, ελεύθερη βούληση. Όμως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση ότι ο ίδιος είναι παντογνώστης.
Για να υπερβληθεί αυτή αντίφαση, ο Θεός πρέπει να κατάφερε να μειώσει τη δική του προβλεπτική ικανότητα ώστε να προικίσει την Εύα με ελευθερία βούλησης – αλλιώς η επιλογή της Εύας θα ήταν προδιαγεγραμμένη και, συνεπώς, όσο ελεύθερος και ένας αλγόριθμος που συγγράφει κάποιος προγραμματιστής. Ας δούμε το πρόβλημα που έθεσε ο Θεός στον εαυτό του, παιγνιοθεωρητικά. Έστω ότι, πριν καν δημιουργήσει την Εύα, ο Θεός σκαρφίστηκε το εξής παίγνιο τριών φάσεων, ή σταδίων, μεταξύ του ιδίου και της Εύας. Σκοπός του; Να καταφέρει να δημιουργήσει συνθήκες ελευθερίας βούλησης της Εύας χωρίς, παράλληλα, να μειώνει τη δική του παντογνωσία.
Στάδιο Α: Η επιλογή της Εύας: «Να αμαρτήσω ή να μην αμαρτήσω;»
Στο πρώτο στάδιο, ο Θεός θέτει στην Εύα το δίλημμα του να φάει το μήλο, της αμαρτίας δηλαδή, και του να υπακούσει την προσταγή του να μην το αγγίξει.
Περίπτωση Α1: Η Εύα αμαρτάνει και το παίγνιο λήγει εκεί. Ο Θεός γίνεται έξαλλος και εκείνη εισπράττει μια ελάχιστη ικανοποίηση από το μήλο, με τη σιγουριά μιας πολύ σκληρής ζωής κατόπιν, καθώς η εκπαραθύρωσή της από τον Παράδεισο είναι δεδομένη. Οι αποδόσεις του Θεού και της Εύας, σε όρους «Παραδείσιων Μονάδων Ικανοποίησης», είναι ΔΥΟ και ΜΙΑ αντίστοιχα – μία μικρή ικανοποίηση, 2 μονάδων, για τον Θεό (λόγω του ότι τιμώρησε την αμαρτωλή Εύα) και μια μόνο μονάδα για την Εύα (από το μήλο που έφαγε).
Περίπτωση Α2: Η Εύα δεν αμαρτάνει και αφήνει το μήλο ήσυχο, σεβόμενη τη θεϊκή απαγόρευση. Σε αυτή την περίπτωση το παίγνιο προχωρά στο δεύτερο στάδιο:
Στάδιο Β: Η επιλογή του Θεού: «Την εμπιστεύομαι ή όχι;»
Έχοντας παρατηρήσει ότι η Εύα σεβάστηκε τη θέλησή του στο Στάδιο 1, ο Θεός πρέπει τώρα να λάβει, στο πλαίσιο του παιγνίου που ο ίδιος δημιούργησε, μια δύσκολη απόφαση: Να κρατήσει την Εύα για πάντα στον Παράδεισο ή, παρά τον σεβασμό που του έδειξε στο Στάδιο 1, να τη διώξει κακήν-κακώς; Γιατί να τη διώξει; Επειδή μπορεί να φοβάται ότι η Εύα τον σεβάστηκε στο Στάδιο 1 όχι λόγω πραγματικού σεβασμού, αλλά ως μια στρατηγική κίνηση που στόχο είχε να τον κοροϊδέψει ώστε να της εξασφαλίσει «μονιμότητα» στον Παράδεισο στο Στάδιο 2, και όλα τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται – βλ. Στάδιο 3. Σε μια τέτοια περίπτωση, που η Εύα τον κορόιδεψε, ο Θεός θα ήθελε να την εκπαραθυρώσει στο Στάδιο 2, πριν εκείνη καταφέρει να εξασφαλίσει «μονιμότητα» την οποία δεν αξίζει.
Περίπτωση Β1: Ο Θεός εξορίζει την Εύα στο Στάδιο 2 και οι αποδόσεις του Θεού και της Εύας, και πάλι σε όρους «Παραδείσιων Μονάδων Ικανοποίησης», είναι ΜΙΑ και ΜΗΔΕΝ αντίστοιχα μονάδες – μια μικρή μονάδα ικανοποίησης για τον Θεό (από τη σκέψη ότι ίσως να μην «πέρασε» στην Εύα η τακτική κίνηση αποπροσανατολισμού του Θεού) και καμία μονάδα για την Εύα (η οποία και εξορίστηκε και δεν έφαγε το μήλο).
Περίπτωση Β2: Ο Θεός εμπιστεύεται την Εύα και της εξασφαλίζει μονιμότητα στον Παράδεισο. Τότε το παίγνιο περνά στο τρίτο και τελευταίο στάδιο:
Στάδιο Γ: Η Εύα έχει τον τελευταίο λόγο
Στο Στάδιο 3, αν ποτέ φτάσει σε αυτό, η Εύα έχει εξασφαλίσει μονιμότητα στον Παράδεισο. Έτσι έχει φτιάξει το παίγνιο ο Θεός! Οπότε τώρα το ερώτημα για την Εύα είναι: Με τη μονιμότητα δεδομένη, παραμένει πιστή και υπάκουη, ή πού-και-πού κάνει και καμιά αμαρτία, έτσι, για να περνάει η ώρα στον Παράδεισο πιο ευχάριστα;
Περίπτωση Γ1: Η Εύα παραμένει σεβάσμια και αιωνίως αποποιείται όλους τους αμαρτωλούς πειρασμούς. Οι μονάδες ικανοποίησης του Θεού φτάνουν το 1 τρισεκατομμύριο (καθώς χαίρεται που η ελεύθερα επιλέγουσα Εύα επέλεξε να τον σέβεται επ’ άπειρον) ενώ της Εύας αγγίζουν τις 100 μονάδες – καθώς η Αιώνια Ζωή έχει τα καλά της.
Περίπτωση Γ2: Η Εύα αμαρτάνει πού-και-πού γνωρίζοντας ότι η θέση της στον Παράδεισο είναι εγγυημένη. Έτσι, απολαμβάνει όλα τα καλά της Αιώνιας Ζωής, συν τις μικρές, αμαρτωλές χαρές. Σε αυτή την περίπτωση, οι μονάδες ικανοποίησης του Θεού εκμηδενίζονται (καθώς η ελεύθερα επιλέγουσα Εύα τον πρόδωσε) ενώ της Εύας ανεβαίνουν στις 101 (100 από την Αιώνια Ζωή και 1 από τις μικρές αμαρτίες).
Έστω ότι ο Θεός δημιούργησε αυτό το παίγνιο για να ελέγξει το ήθος και την αρετή της Εύας. Αν υποθέσουμε ότι την εμφύσησε με το χάρισμα του ορθολογισμού, κάτι που η Εύα γνωρίζει, τότε το αποτέλεσμα αυτού του παιγνίου είναι δεδομένο: Η Εύα θα αμαρτήσει, τρώγοντας το μήλο, στο Στάδιο 1.
Απόδειξη: Στο Στάδιο 1 η Εύα, όταν αναλογίζεται αν πρέπει να φάει ή όχι το απαγορευμένο μήλο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν είναι να εξοριστεί στο Στάδιο 2, καλύτερα να φύγει από τον Παράδεισο με τη «γλύκα» του μήλου στο στόμα. Οπότε, το ερώτημα για εκείνη είναι: Αν δεν το φάω τώρα, ο Θεός θα με εξορίσει ή όχι στο Στάδιο 2; «Τι θα έκανα στη θέση του;», αναρωτιέται. Η απάντηση είναι καταδικαστική: «Θα με εξόριζα!». Γιατί; Επειδή στο Στάδιο 3, η Εύα έχει την επιλογή μεταξύ 100 και 101 μονάδων ικανοποίησης.
Προφανώς θα επιλέξει τις 101, δηλαδή την ολίγην αμαρτία, δεδομένης της «μονιμότητας» που έχει ήδη εξασφαλίσει. Ο Θεός όμως αυτό θα το ξέρει στο Στάδιο 2, οπότε ποτέ δεν θα της δώσει μονιμότητα, προτιμώντας τη μία μονάδα ικανοποίησης (εξορίζοντάς τη στο Στάδιο 2) παρά τις μηδέν μονάδες που θα λάβει στο Στάδιο 3, αν τη μονιμοποιήσει στον Παράδεισο. Αυτό είναι το συμπέρασμα της ορθολογικής Εύας στο Στάδιο 1 του παιγνίου: Και να μη φάει το μήλο στο Στάδιο 1, η εξορία την περιμένει στο Στάδιο 2. Άρα, ας το φάει να γλυκαθεί και λιγάκι!
Τα παραπάνω προσφέρουν μια εξήγηση του λόγου που η Εύα δεν ήταν παράλογη να αμαρτήσει στον Παράδεισο, παρά την τεράστια τιμωρία που ήξερε ότι θα υποστεί μετά. Εξηγεί γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε ένα ανόητο πλάσμα. Από την άλλη, δεν απαντά στο ερώτημα: Γιατί την έβαλε σε μια τέτοια θέση, σε ένα τέτοιο παίγνιο, όπου η ίδια δεν είχε επιλογή (δεδομένες τις επιθυμίες που ο Θεός της εμφύσησε) παρά να αμαρτήσει;
Μία απάντηση είναι ότι η Εύα, παρ’ όλα τα πιο πάνω, είχε μια ακόμα επιλογή: Την επιλογή να σκεφτεί ανατρεπτικά: Να αναρωτηθεί: «Ο Θεός γνωρίζει ότι, εφόσον ορθολογική, θα φάω το απαγορευμένο μήλο στο Στάδιο 1. Ως παντογνώστης, το ξέρει. Το περιμένει με πιθανότητα 100%. Τι θα γίνει, πώς θα αντιδράσει, αν εγώ κάνω κάτι που εκείνος δεν περιμένει να κάνω; Δηλαδή, αν εγώ πάω κόντρα στην ίδια μου τη λογική και αποφασίσω να ΜΗΝ το φάω;».
Αυτή η σκέψη δεν έχει νόημα παρά μόνον αν υπάρχει πιθανότητα ο Θεός να ξαφνιαστεί από μια ενάρετη επιλογή της Εύας που έρχεται σε αντίθεση με τον ορθολογικό υπολογισμό των σχετικών οφελών της από κάθε δυνατή επιλογή. Αν θεωρήσει ότι απλά προσπαθεί να τον κοροϊδέψει, σεβόμενη τις βουλές του στο Στάδιο 1 ώστε να μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις της στο Στάδιο 3, θα την εξορίσει και δεν έχει νόημα εκείνη να μη φάει το μήλο στο Στάδιο 2.
Αν όμως η Εύα έχει τη δυνατότητα να καταλήξει ότι μπορεί να είναι λογικό να πάει κόντρα στο συμφέρον της, όπως το όρισε ο Θεός, τότε ξάφνου ο Θεός δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η Εύα τον κοροϊδεύει επιλέγοντας να μη φάει το μήλο. Όμως αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα η Εύα να κάνει το «καλό» έτσι, χωρίς λόγο. Αν και απολύτως ορθολογική, να δράσει κατά του συμφέροντός της!
Συμπερασματικά, η μόνη εξήγηση του γιατί ο Θεός έβαλε την Εύα στη δύσκολη αυτή θέση, σε ένα παίγνιο όπου είναι αδύνατον να κερδίσει την παραμονή στον Παράδεισο, είναι ότι ήθελε να ελέγξει κατά πόσον η Εύα είναι πραγματικά ελεύθερη. Όμως, όπως είδαμε, αυτό απαιτεί τρία πράγματα: Πρώτον, η Εύα να είναι βαθιά ορθολογική, καθώς κανείς ηλίθιος δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος.
Δεύτερον, η Εύα να έχει τη δυνατότητα να υπερβεί, με τη δύναμη της λογικής της, το στενό της συμφέρον. Και, τρίτον, ο Θεός να εμφυσήσει μια έννοια λογικής στην Εύα που να είναι εύπλαστη και στο χέρι της Εύας να τη δημιουργεί, όπως δημιουργεί και την υπόλοιπη ζωή της – όχι υποδυόμενη έναν προκαθορισμένο ρόλο, αλλά προσωποποιώντας και δημιουργώντας τον εαυτό της.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ