γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ επιθυμεί, για γεωστρατηγικούς λόγους, επέμβαση στη Συρία. Η Αμερικανική Κοινή Γνώμη όχι. Η «κόκκινη γραμμή» που τέθηκε από τις ΗΠΑ - των Συριακών χημικών όπλων – δείχνει πως «δεν πιάνει». Τι έχει άραγε σειρά να χρησιμοποιηθεί ως «επικοινωνιακό όπλο» που θα πείσει τους Αμερικανούς Πολίτες να στηρίξουν μια επέμβαση στη Συρία – και κατ’ επέκταση στο Ιράν και στη Μέση Ανατολή;
Καιρό τώρα τρέχει το θέμα υπ’ αυτό το μοτίβο
«χρήση χημικών όπλων εκ μέρους της Συριακής κυβέρνησης εναντίον των αντικαθεστωτικών ανταρτών συνιστά κόκκινη γραμμή».
Σύμφωνα μ’ αυτό το απειλητικό, προειδοποιητικό «στρατιωτικό/επικοινωνιακό deadline», οι ΗΠΑ επιχείρησαν να «πείσουν διεθνώς» ότι προτίθενται να επέμβουν εάν όντως πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο.
Όμως, εντός των ΗΠΑ δημοσκοπήσεις οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα.
Όπως πχ η πρόσφατη (01/05/13) δημοσκόπηση του Reuters
όπου φαίνεται πως μόλις ένα 10% των Αμερικανών πολιτών θα επιθυμούσε μια πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Συριακό Μέτωπο.
Εξ’ ου προφανώς και η «χαμηλών τόνων» στάση των ΗΠΑ στο ζήτημα τόσο της Συρίας όσο και γενικότερα της Μέσης Ανατολής.
Οι ΗΠΑ λοιπόν αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή.
Ενώ το «βαθύ κράτος» τους επιθυμεί μια εισβολή στη Συρία, η κοινή γνώμη την αρνείται σθεναρά και δη με συντριπτική πλειοψηφία.
Ακόμη και η «κόκκινη γραμμή» που θέτει η Αμερικανική κυβέρνηση (χρήση χημικών όπλων από την Κυβέρνηση Άσαντ εναντίον των αντικαθεστωτικών ανταρτών) δεν είναι επαρκής για να κάνει την «σημαντική διαφορά». Για την ακρίβεια, ανεβάζει το σχετικό ποσοστό του «Ναι στην επέμβαση» (σε μια πιθανή μελλοντική τέτοια εξέλιξη) μόλις στο 27%.
Ποσοστό καθόλου ικανό βεβαίως να στηρίξει έναν επιθετικό Πόλεμο των ΗΠΑ σε ξένη χώρα.
Προφανώς, η πρόσφατη ιστορική εμπειρία των Μετώπων του Ιράκ και του Αφγανιστάν έχουν αφήσει «κοινωνικές αμυντικές παρακαταθήκες».
Λογικά λοιπόν αναμένεται «πύκνωση και ένταση» των επικοινωνιακών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ ώστε να ανεβάσουν αυτό το ποσοστό σε ένα επαρκές επίπεδο που θα τους επιτρέψει να γίνουν πιο «επιθετικοί», «αποφασιστικοί» και βεβαίως «πειστικοί» ως προς την πρόθεσή τους να «επέμβουν» στη Συρία.
Πειστικοί τόσο προς τους «αποδέκτες» της Μέσης Ανατολής όσο και προς το Διεθνές Περιβάλλον προκειμένου να διατηρήσουν εν τοις πράγμασι την Γεωπολιτική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ η οποία δοκιμάζεται όλο και πιο επίμονα από διάφορους διεκδικητές.
Να όμως που το χαρτί αυτό – Συριακά χημικά όπλα - απλά «δεν τους βγαίνει». Όσο κι αν «επιμένουν πεισματικά» σ’ αυτό.
Έπιασε κάποτε με το Ιράκ. Προφανώς, η Αμερικανική Κοινή Γνώμη δεν έχει σκοπό να ξαναδεχτεί αυτό το «επιχείρημα».
Είναι υποχρεωμένοι λοιπόν ν’ αναζητήσουν «άλλα χαρτιά». Άλλες επικοινωνιακές «ατραπούς».
Εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν θα διαπιστώσουμε ότι οι ΗΠΑ πάντα είχαν μια τάση «απομονωτισμού». Τουλάχιστον και κυρίως η Αμερικανική Κοινή Γνώμη.
Η οποία «τάση» ξεπερνιώνταν πάντα μέσα από ιστορικά καθοριστικά συμβάντα/καταλύτες τύπου Pearl Harbour.
Ή, όπως η 11η Σεπτεμβρίου να προσθέσουμε.
Πάντα ο «αντίπαλος» φρόντιζε – πολύ βολικά για το Αμερικανικό Βαθύ Κράτος – να παράσχει την «ικανή αφορμή».
Συνεπώς, μάλλον πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτό στο οποίο θα «εστιάσει» η Αμερικανική πολιτική ως προς αυτό το ζήτημα θα είναι η «τρομοκρατία» εναντίον των ΗΠΑ. Και κυρίως, εντός της Αμερικανικής Ενδοχώρας.
Αν μάλιστα υπήρχαν στοιχεία κιόλας που να συνέδεαν κάποια τέτοια τραγικά τρομοκρατικά περιστατικά με επίμαχα καθεστώτα όπως αυτά της Συρίας ή του Ιράν το πρόβλημα θα λυνόταν μεμιάς.Όπως πχ συνέβη κάποτε με τον Καντάφι και πολύ απλά λύθηκαν τα χέρια των ΗΠΑ για να βομβαρδίσουν τη Λιβύη.
Ή όπως όταν οι της Αλ Κάιντα τρομοκράτες της 11/09 συνδέθηκαν ευθέως με τους οικοδεσπότες τους Ταλιμπαν του Αφγανιστάν.
Κι ακολούθησε Αμερικανική εισβολή με την πλήρη συναίνεση της Αμερικανικής κοινωνίας.
«Υπέρτατη επικοινωνιακή Τύχη» λοιπόν μια τέτοια «αποδεδειγμένη διασύνδεση».
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει επίσης έναν ακόμη καλό λόγο για να βιάζεται να αποκτήσει ένα τέτοιο «επικοινωνιακό αβαντάζ». Έναν εξωτερικό πόλεμο δηλαδή, που θα έχει τη σύμφωνη γνώμη της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Εδώ θα πρέπει να επικαλεστούμε μια άλλη δημοσκόπηση που έτρεξε πρόσφατα στις ΗΠΑ (έρευνα του Πανεπιστημίου Fairleigh Dickinson στο Νιου Τζέρσεϊ) και έδειξε ότι ένα (μέσος όρος) 29% των Αμερικανών Πολιτών θα έβλεπε θετικά μια ένοπλη εξέγερση της Αμερικανικής κοινωνίας.
Για την ακρίβεια,
το 18% των Δημοκρατών, το 27% των Ανεξάρτητων και το 44% των Ρεπουμπλικανών συμφωνούν με την φράση «Στα επόμενα χρόνια μία ένοπλη επανάσταση μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου να προστατεύσουμε τις ελευθερίες μας».
Πιο ανησυχητικό βεβαίως για το Βαθύ Κράτος των ΗΠΑ είναι το τεράστιο ποσοστό (44%!!!) των Ρεπουμπλικάνων οι οποίοι θεωρούνται και το πλέον στρατιωτικοποιημένο τμήμα της Αμερικανικής κοινωνίας. Το ότι είναι και οι κατ’ εξοχήν υπέρμαχοι της ελεύθερης οπλοκατοχής δεν είναι τυχαίο.
Το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ λοιπόν έχει μπροστά του έναν αγώνα δρόμου.
Να προλάβει να στρέψει την «πολεμική αντιδραστική φλόγα» αυτού του μεγάλου τμήματος της Αμερικανικής κοινής γνώμης προς ένα «εξωτερικό πολεμικό μέτωπο» (ώστε να τονωθεί και το πνεύμα της κοινωνικής συνοχής, σύμπνοιας και ομοψυχίας) προτού προλάβει να φουντώσει και να ξεσπάσει εντός της Αμερικανικής κοινωνίας σε εσωτερική ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.
Πόσω μάλλον, που μετά από έρευνες σαν κι αυτή, η Αμερικανική Κυβέρνηση έχει ακόμη περισσότερους λόγους να προωθήσει την πολιτική «αφοπλισμού» των Αμερικανών Πολιτών. Συνεπώς, «καίγεται» στην κυριολεξία ν’ αποδείξει ότι η «εσωτερική τρομοκρατία» έχει ξεφύγει από το «κόκκινο» και πρέπει πάραυτα να «ελεγχθεί» με ιδιαιτέρως επαυξημένα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας.
Αυτό βεβαίως εμπεριέχει τον κίνδυνο να «συνδαυλίσει», να «επιταχύνει» κι εν τέλει να «φουντώσει» (αντί να «ξεφουσκώσει») το κοινωνικό τμήμα που επιλέγει την «ένοπλη εξέγερση για προστασία κοινωνικών ελευθεριών». Να μετατραπεί δηλαδή σε κάτι σαν «αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία».
Εάν εντέλλει προχωρήσει μια τέτοια πολιτική, θα θεωρηθεί προφανώς ως «Μονόδρομος», «αναγκαίο ρίσκο» και θα επιχειρηθεί να «μειωθούν οι παράπλευρες απώλειες» σε επίπεδο πολιτικοκοινωνικής αντίδρασης.
Εδώ, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα περιστατικά «Βοστώνης» και «Τέξας» δεν έχουν «αξιοποιηθεί» ακόμη επαρκώς επικοινωνιακά. Ούτε σε επίπεδο θεσμικό (αύξηση μέτρων εσωτερικής ασφάλειας), ούτε σε τυχόν επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, πολύ περισσότερο, με σκλήρυνση της Πολεμικής Στάσης των ΗΠΑ.
Αφέθηκαν να θεωρηθούν απλώς «τυχαία γεγονότα» και δεν έγινε καμία απολύτως απόπειρα «αξιοποίησής» τους.
Για την ακρίβεια, ιδίως στο θέμα «έκρηξη του εργοστασίου λιπασμάτων στο Τέξας» δεν έχουν δώσει ακόμη (δημόσια) την αναμενόμενη αναλυτική έκταση υπό την οπτική μιας «πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης» και εξίσου πιθανής «υπεξαίρεσης ιδιαιτέρως μεγάλων ποσοτήτων εκρηκτικών υλών».
Εάν μάλιστα αποδειχθεί στο τέλος ότι όχι μόνον ήταν τρομοκρατική πράξη η έκρηξη του εργοστασίου, όχι μόνον εκλάπησαν τερατώδεις ποσότητες εκρηκτικών υλών (270 τόνοι Νιτρικής Αμμωνίας) αλλά και πως συνεργάστηκαν δυνάμεις της Μέσης Ανατολής με εγχώριους Αμερικανούς «ένοπλους» θα είναι η «ιδανική συνταγή» προκειμένου να θεωρήσουν ότι αυτές οι ξένες δυνάμεις όχι μόνον διαπράττουν τρομοκρατικές πράξεις εντός της Αμερικανικής επικράτειας αλλά στηρίζουν κι από πάνω ένοπλα εγχώρια αμερικανικά εξεγερτικά στοιχεία, πράγμα ακόμη χειρότερο για την Εθνική Ασφάλεια των ΗΠΑ.
Άκρως «αξιοποιήσιμη επικοινωνιακά φόρμουλα» βεβαίως.
Το ανησυχητικό είναι πως πάντα ο αντίπαλος (ή μάλλον ο «καλοθελητής») που θέλει να εμπλέξει τον άλλον σε πόλεμο, φροντίζει να του δίνει την «κατάλληλη αφορμή» για να «ξεπεράσει τον απομονωτισμό» του.
Τούτου δοθέντος και βάση ιστορικής στατιστικής, το πιο πιθανό – αφού τα δύο περιστατικά, Βοστώνη και Τέξας δεν στάθηκαν «επαρκή» - είναι πως κάποιοι «καλοθελητές» θα φροντίσουν, δυστυχώς, να δώσουν στις ΗΠΑ την «επαρκή αφορμή» για εμπλοκή της στη Συρία.
Τουτέστιν, μια σφοδρότατη και πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση – με «άρωμα Μέσης Ανατολής» - μέσα στο έδαφός της που θα εξοργίσει την Αμερικανική – και όχι μόνον – Κοινή Γνώμη και θα την στρέψει υπέρ της «άμεσης εμπλοκής».
Άλλωστε, μην το λησμονούμε, πλησιάζει και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν στο «δικό τους κόκκινο deadline».
Κι αυτό γεννάει πρόσθετη «φόρτιση».
Πολύ πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της Συρίας.
Άλλωστε το «πεδίον Συρία» είναι απλώς το απαραίτητο προγεφύρωμα για το «πεδίον Ιράν».
Στενεύουν χρονικά λοιπόν τα περιθώρια για κινήσεις προετοιμασίας.
Συνεπώς, η (όποια) «κλιμάκωση» θα είναι μάλλον «ραγδαία».
Αναμένεται με ανησυχητικό ενδιαφέρον η επόμενη κίνηση...
Ένθεν και ένθεν...
Που αν κρίνουμε από την τωρινή «υποτονική στάση των ΗΠΑ» (η οποία μοιάζει με την «ηρεμία πριν από την καταιγίδα») μάλλον θα είναι, επιεικώς... «αρκούντως εντυπωσιακή»...
Γιώργος Ανεστόπουλος
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ