“Να προσέλθει ο μάρτυρας, παρακαλώ. Πείτε μας, τι γνωρίζετε σχετικά με την υπόθεση; Ποιες είναι οι σχέσεις σας με το ζευγάρι; Από πότε βρίσκονται σε διάσταση; Είμαστε οικογενειακοί φίλοι. Μένουν μαζί αλλά δεν κοιμούνται μαζί. Ναι. Για χάρη των παιδιών. Η σύζυγος επιλέγει τον καναπέ. Ο σύζυγος την κρεβατοκάμαρα. Πολλές φορές το αντίθετο. Συχνά παίρνει από ένα παιδί ο καθένας. Ναι, σαν αρκουδάκι για πιο ήρεμο ύπνο”. Βαρέθηκα να ακούω πια αυτές τις διαδικαστικές και περιττές ερωταπαντήσεις.
Νομίζω ότι και η πρόεδρος του Δικαστηρίου το ίδιο κατά βάθος νιώθει. Το βλέπω στους μορφασμούς του προσώπου της, που προδίδουν ότι θέλει να ξεμπερδεύει γρήγορα με ακόμα έναν αποτυχημένο γάμο. Πολύ πιθανόν και η ίδια να έχει κρύψει κάπου βαθιά μέσα στα συρτάρια της μερικές ληγμένες ληξιαρχικές πράξεις πλάι σε κολλημένους φακέλους ιδιόχειρων ευχών και να μη θέλει να επηρεαστεί η δίκαιη κρίση της.
Να ζήσετε. Να είστε ευτυχισμένοι. Βίον ανθόσπαρτο. Να κάνετε μια χαρούμενη οικογένεια. Ο γάμος δεν φέρνει την ευτυχία, η ευτυχία φέρνει το γάμο. Φράσεις ατακαριστές, πάντα ίδιες, που ξεστομίζονται από χιλιάδες ίδια στόματα με την ίδια εκφορά λέξεων διαρκώς, λες και πρόκειται για δοκιμασμένους τίτλους εφημερίδων, που προκαλούν σίγουρες αντιδράσεις στον αναγνώστη. “Θεωρείτε ότι υπάρχει προοπτική επανασύνδεσης; Τι να σας πω. Όλο λένε ότι προσπαθούνε αλλά στο τέλος καταλήγουν να ακούγονται σε ολόκληρη τη γειτονιά. Νομίζω ότι πια η συμβίωσή τους είναι, πως το λέτε, αφόρητη”. Αφόρητη. Σαν τη ζέστη εντός της δικαστικής αίθουσας. “Συζητείται”.
Ποτέ μου δεν περίμενα ότι μερικά πράγματα θα μπαίνανε υπό συζήτηση. Νόμιζα ότι θα μείνουν έτσι, για πάντα ξεκάθαρα και ακλόνητα. Σαν τις μοντέρνες μας τις ηλεκτρικές τις συσκευές που εξ αρχής πήρανε τη θέση τους εδώ μέσα και κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να τις μετακινήσει. Είναι σαν να απέκτησαν τη δική τους μονιμότητα, λες κι έχουν πια τα δικά τους δικαιώματα στο χώρο. Και ακόμα κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με τα σωστά και τα στραβά τους.
Το πιο σύγχρονο πλυντήριο, με όλα τα πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του, που όσο κι αν διαφήμιζε ότι πλένει όλους τους λεκέδες, δεν κατάφερε τελικά να ξεπλύνει τη βρωμιά από τα λάθη μας. Η σκούπα που ρουφούσε τη σκόνη σε κλάσματα δευτερολέπτων αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει μέχρι τη φθορά μας, να την τραβήξει κι αυτήν αθόρυβα, πριν γεμίσουν τα στήθη μας με τους κόκκους της στασιμότητας. Το ψυγείο που παραήταν τελικά ισχυρό, τόσο που είναι λες και η ψύξη του διέρρευσε και εξαπλώθηκε σε όλο το σπίτι, τόση παγωμάρα που αισθάνεσαι να πιέζει το σβέρκο σου, καθώς πας από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Τα κρεβατάκια τα πολύχρωμα, το ένα πάνω από το άλλο. Σαν να βλέπω εμένα κι εσένα, μωρά παιδιά, να κοιμόμαστε πάνω στα ίδια απαλά στρώματα, πριν χρόνια, ανασαίνοντας αργά, με αγαλλίαση, μακριά από τα φοβερά άγχη, που πρόσθεσαν βάρος στα πνευμόνια μας και ραγίσαν την καρδιά μας. Τότε που λέγαμε ότι δεν θα μας χωρίσει τίποτα και ότι όλα όσα κάνουμε δεν θα μπορούν ποτέ να διαιρεθούν. Εξ αδιαιρέτου.
Μετά, είναι κι αυτές οι ατέλειωτες φωτογραφίες μας που με κοιτάζουν διαπεραστικά, έτσι όπως μοιράζονται στους διαφορετικούς τους τοίχους. Και είναι όλες τους κοινές, γιατί έχουν αποτυπώσει στιγμές που τις βιώσαμε από κοινού, δεν είναι μόνο το ότι ποζάραμε αγκαλιά για να χωρέσουμε κι οι δυο σε μια οποιαδήποτε κορνίζα. Γι’ αυτό και όλα μας τα τοπία εναλλάσσονται στο παρασκήνιο κάθε μας πόζας. Είναι για να θυμίζουν τις συνεχόμενες σκηνές από τα γυρίσματα της ζωής μας. Σε νησιά, την ώρα που πίναμε ήλιο γαλανό, σε πλατείες που λες ότι τα πλακόστρωτά τους σχηματίζανε το όνομά μας, σε ταξίδια κοσμοπολίτικα, ευρωπαϊκά, που πάντα ανανεώνανε τις ανάσες μας.
Και θέλαμε να μη θυμίζουμε τις πόζες των άλλων, προσπαθούσαμε να πετύχουμε βλέμματα κινηματογραφικά, με φόντο χρώματα που δεν θα έχουν ανάγκη από φίλτρα φωτογραφικά για να δείξουν τη λάμψη τους. Όπως το σπιτικό μας, που οι περαστικοί κοντοστεκόντουσαν και έλεγαν ότι ήταν λες και έβρεχε φως γύρω του, ότι έμοιαζε με κοιτίδα μέσα στην οποία πήγαινε και κούρνιαζε η φροντίδα και η κατανόηση. Χωρίς εφέ. Χωρίς επιτήδευση. Που θέλανε να το φωτογραφίσουν για να το δείχνουν σε όσους λέγανε ότι τέτοια ευτυχία δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει.
Η δυσκολότερη όλων είναι αυτή η ασπρόμαυρη μεγάλη αφίσα που παραγγείλαμε και βάλαμε πάνω από το κεφαλάρι μας. Με τα μάτια σου προσηλωμένα να καθρεφτίζουν τη λάμψη της βέρας μου. Πως είναι δυνατόν να διαιρεθούν τα κλειδωμένα δάχτυλα, πως είναι δυνατόν να σχιστούν στη μέση οι φωτογραφίες;
Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω πολλά από όσα έκανες και είπες αλλά τούτο δεν χωνεύεται με τίποτα. Μα να πας και να λιώσεις τις βέρες; Να πουλήσεις το χρυσάφι τους για μερικά λερωμένα χαρτονομίσματα; Όλο λες ότι είχες οικονομικές δυσκολίες και ότι δεν μπορούσες να στηριχτείς πάνω μου πια και ότι δεν είχες λεφτά ούτε για τα απαραίτητα και ότι έχουν ανοίξει τελευταία πολλά τέτοια εργαστήρια που παίρνουν το μέταλλο της ευτυχίας και το εξαργυρώνουν. Στο χέρι. Τοις μετρητοίς. Άμεσα. Αξιόπιστα. Με εχεμύθεια και διακριτικότητα. Στο χώρο σας.
Πήρες τις υποσχέσεις μιας ζωής στα κρυφά και τις έβαλες στη ζυγαριά ενός εμπόρου τοκογλύφου και απογοητεύτηκες γιατί σου είπε ότι ύστερα από τόσα χρόνια δεν πιάνουν και πολλά στην πιάτσα. Ότι εξανεμίστηκαν τα χρυσάφια μαζί με τις υποσχέσεις. Τις προάλλες σε είδα να χτυπιέσαι στο στρώμα και να μου ουρλιάζεις και να λες διάφορες ακατανόητες φράσεις και να τινάζεις τα σεντόνια και να λες ότι πάψανε να βγαίνουν κρυμμένα πενηντάευρα από κάτω. Ότι φαγωθήκανε όλα του γάμου τα λεφτά, ότι δεν κράτησες τίποτα για τον εαυτό σου και ότι θυσίασες την καλύτερη φάση της ζωής σου, ότι χαθήκανε τα νιάτα σου, ότι μου έδωσες προίκα τη χαρά και σου την αντάλλαξα με πίκρα.
Άσε με να πω μια κουβέντα έστω. Δεν σε αναγνωρίζω. Πως έγινες έτσι. Πως γίναμε έτσι. Δώσε μου το δικαίωμα να απαντήσω. Έστω να απολογηθώ. Πάντα πίστευα ότι οι πράξεις μας είχαν το τεκμήριο της αγάπης. Άκου με κι ας μη μ’ αγαπάς πια.
όνειρά σου κόκκινα. Τα όνειρά μου άσπρα. Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ. Παίζει κι αυτό το αναθεματισμένο ραδιόφωνο τα χειρότερα τραγούδια στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Δεν μπορώ και να περάσω έτσι που έχεις αραδιάσει τα πράγματά μας, μοιρασμένα. Όλες αυτές οι σακούλες με τα ρούχα μοιάζουν συμπληγάδες πέτρες στο διάβα του χωρισμού. Τα μπλουζάκια που μου είχες πάρει δώρο στις χαρούμενες ονομαστικές γιορτές, τα καλοδιαλεγμένα πουκάμισα, με εκείνα τα καρουδένια γιακαδάκια που πάντα ήθελες να μου διορθώνεις, καθώς με πρόσεχες και με έντυνες για να σου αρέσω.
Μπλέχτηκαν τόσα πολλά πράγματα εδώ πέρα μαζί με αναμνήσεις, έτσι καθώς στοιβάζονται και πνίγονται μέσα στο ιδρωμένο νάιλον. Τα φρόντισες όλα προσεχτικά για να με ξεπροβοδίσεις, την ώρα που θα λείπεις. Για να καταλάβω ότι ήρθε το τέλος. Ότι γυρισμό δεν έχει. Ότι πήραμε τη ζωή μας λάθος. Ότι πρέπει να αλλάξουμε ζωή. Ότι οι βέρες λιώσαν. Ότι οι ημέρες της ευτυχίας τελειώσαν. Ότι το χρυσάφι της αγάπης μας πουλήθηκε. Ότι οι φωτογραφίες τελικά μπορούν και να σχιστούν και να μην έχουν μεγάλη διαφορά και ας μένει η κορνίζα έτσι μισοάδεια. Ότι σε έναν φάκελο μέσα έχεις βάλει όλα τα σημειώματα, τα στιχάκια, τις κάρτες με τις ευχές, τα ποιήματα που σου έγραφα. Μέσα σε άλλους, μικρότερους φακέλους, χρωματιστούς, σαν τις χρωματιστές μας τις στιγμές που πια ξεθωριάσαν. Ένα από αυτά εξέχει και φαίνονται τα γράμματά μου, με κόκκινο στυλό, σε σχήμα καλλιγραφικό.
Αν μ’ αγαπάς, τίποτε άλλο δεν χρειάζεται.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ