Ουδεμία δύναμις κατά τους Αιγυπτίους, είχε τόσον μεγάλην ισχύν, όσον ο λόγος. Εις την ικανότητα αυτού απεδίδετο η όλη δημιουργία. «Ο Ρα, λέγει το βιβλίον των Νεκρών, εσχημάτισε δια των ονομάτων του, τον κύκλον των δευτερευόντων θεών». «Είναι ο μεγαλώνυμος Θεός όστις ωνόμασε(εδημιούργησε τα μέλη του (τους θεούς)». «Ουδείς θεός υπήρχεν ακόμη, γράφει αλλαχού, δεν ήτο γνωστόν το όνομα ουδενός πράγματος». Ιδού ακόμη μια από τας προσφωνήσεις προς τον Δημιουργόν Ρα, εμπεριέχουσα σπουδαίαν μυητικήν σημασίαν: «Οι άνθρωποι εξέρχονται εκ των δύο θείων οφθαλμών σου, οι θεοί εκ του στόματός σου... Ο λόγος σου ουσία εστίν...»
Ευρισκόμεθα, ως βλέπει τις, εν πλήρει περί δημιουργού λόγου θεωρία, οίαν την συναντώμεν εις όλην την πλατωνικήν, νεοπλατωνικήν και σύγχρονον ακόμη φιλοσοφίαν. Δύναταί τις αδιστάκτως να υποθέση ότι επρόκειτο περί της μεγαλειτέρας Κλειδός, του μεγίστου απορρήτου της αιγυπτιακής φιλοσοφίας.
Θα ενθυμούμεθα την μονότονον επικλητικήν απαγγελίαν της Ίσιδος και Νέφθυος κατά την επικήδειον διανυκτέρευσιν παρά το πλευρόν του τεθνεώτος Οσίριδος. Πολλοί θα εξεπλάγησαν ωσαύτως με το μονότονον της εκτελέσεως των ψαλμωδών της καθ' ημάς βυζαντινής μουσικής. Γνωστόν ακόμη ότι οι ινδοί γιόγκι και οι φακίραι την μεγαλειτέραν ισχύν των στηρίζουσιν επί της γνώσεως ωρισμένων επωδών, ας εν τη σανσκριτική ονομάζουσι μάντραμ. Πάντα ταύτα ένα και μόνον σκοπόν έχουσι και επί μιας αρχής βασίζονται: επί της δυνάμεως των ήχων και γενικώτερον του λόγου.
Αποδίδειν περαιτέρω εις τι πράγμα εν όνομα, ισοδυναμεί κατά τους Αιγυπτίους προς την δημιουργίαν αιθερίας οντότητος, ατομικού Κα, αρρήκτως συνδεδεμένου προς το πράγμα τούτο, εις τρόπον ώστε ενεργών τις επ' αυτού να δύναται να επιδράση εμμέσως επί του υλικού αντικειμένου.
«Επίστευον», γράφει ο κ. Maxwell, εν τω έργω του «La Magie» (σελ. 41, Paris 1922), «ότι το όνομα, αυτό καθ' εαυτό είχε δύναμιν τινα, και ότι επετυγχάνετο η υλικοποίησις του αφηρημένου εκείνου δεσμού όστις συνδέει τα άτομα μετά του ονόματος των. Το τελευταίον τούτο καθίσταται μέρος αναπόσπαστον της οντότητος των, η δε γνώσις αυτού συνεπήγετο τον πρώτον όρον της επ' αυτών ενεργείας. Το πνεύμα ή ο θεός ήκουε το πραγματικόνόνομά του, όπως ο άνθρωπος ακούει και υπακούει όταν τον καλούν. Η προσοχή του διεγείρεται και έρχεται προς τον καλούντα αυτόν». Εν παράδειγμα αναφερει η στήλη του Metternich, εις το οποίον η δύναμις της επωδής ενισχύεται και υπό της φαντασίας. Εν άτομον απειλούμενον να δηχθή υπό όφεως, λαμβάνει την προσωπικότητα και το όνομα του Ώρου, και αντιτάσσεται προς το ερπετόν λέγων: «Ελθέ, πλησίασε δηλητηριώδες ζώον, πλησίασε και πέσε κατά γης. Ο Ώρος σοι ομιλεί, εξουδετερεί την δύναμίν σου, πτύει επί σου(1)» δεν δύνασαι να εγερθής πλέον, πίπτεις. Είσαι εξησθενισμένον πλέον, δεν έχεις δυνάμεις. Είσαι τυφλόν και δεν βλέπεις. Διότι είμαι ο Ώρος, ο μέγας μάγος».
Εν τη δημιουργία ταύτη δια της σκέψεως αιθερίας οντότητος, αναγνωρίζει τις ευθύς αμέσως τας θεωρίας των αποκρυφιστών γενικώς, και ειδικώτερον των νεωτέρων θεοσόφων, περί των «μορφών – σκέψεων» (formes pensees). Η σκέψις είναι δημιουργική δύναμις, είναι μια ουσία λεπτοτάτης υφής αλλ' υλικής φύσεως. Η ουσία αύτη χειριζομένη δια θελήσεως εξησκημένης, συμπυκνουμένη και διευθυνομένη υπό της σκέψεως, οργανούται, λαμβάνει ατομικήν υπόστασιν και δρα προς ένα ωρισμένον σκοπόν. Είναι εκείνο το οποίον εν τη μαγεία καλείται δημιουργία ενός εγρηγορότος (egregore), ενός όντος συγκεντρούντος εν εαυτώ τεραστίας δυνάμεις, δανειζομένας, υπό του ενεργούντος αφ' ενός και υπό της φύσεως αφ' ετέρου.
Η θέλησις του ενεργούντος είναι πάντως μια σημαντική δύναμις, πλην ουχί απεριόριστος. Δια εναρμονίσεως όμως ταύτης προς την παγκόσμιον θέλησιν ήτοι προς τους νόμους και ρυθμούς της φύσεως, λαμβάνει αύτη τεραστίας διαστάσεις εν χώρω και χρόνω και δύναται να επιτελέση τα υπερσυνήθη εκείνα αποτελέσματα άτινα καλούμεν απλώς «θαύματα». Δια της Επιστήμης λοιπόν των Ρυθμών η αρχική δόνησις πολλαπλασιάζεται, ενισχύεται και αναπτύσσεται.
Η αρχική όμως δόνησις ήτις δίδεται υπό της θελήσεως του μύστου, εκφράζεται, λαμβάνει ούτως ειπείν πραγματικήν υπόστασιν αφ' ης στιγμής διατυπωθή δια ζώσης φωνής, δια του λόγου εν γνώσει των νόμων των διεπόντων την δια της επιθυμίας του μύστου διατυπουμένην πράξιν. Δεν αρκεί να διατυπωθή μια επιθυμία εική και ως έτυχε. Η διατύπωση αύτη πρέπει να εξωτερικευθή, να βασισθή επί του λόγου, ο λόγος ούτος να τεθή εις αρμονίαν προς τους κοσμικούς ρυθμούς της φύσεως, δια χρησιμοποιήσεως καταλλήλου τόνου φωνής δι' ήχου, και να εκφερθή εις κατάλληλον κοσμικήν στιγμήν αρμονικήν προς την φύσιν του προσδοκωμένου αποτελέσματος.
Το σημείον τούτο ήτο το σημαντικώτερον και λεπτότερον της μυήσεως. Η γνώσις και εφαρμογή των ανωτέρων δυναμικοτήτων της φύσεως προς επιτέλεσιν ενός εκ των προτέρων καθωρισμένου αποτελέσματος ήτο το εχέγγυον της Παντοδυναμίας του Μύστου, το κατ' εξοχήν Απόρρητον των μυσταγωγικών Σχολών.
Δι' αποκτήσεως των γνώσεων τούτων ο μεμυημένος καθίστατο «εις θεός ούτινος οι λόγοι εκτελούνται» (βιβλ. των νεκρών, κεφ. CXXX), εγίνετο «φοβερός ενώπιον των θεών» (κεφ. CXLVIII), διότι είχε «φωνήν αρέσκουσαν τω Θεώ» (ma Khroou).
Ο μεμυημένος επικαλείται τας ανωτέρας δυνάμεις, αλλά τας επικαλείται ουχί κατά φαντασίαν και τυχαίως. Αποδίδει εις εκάστην εξ αυτών το αρμόζον αυτή όνομα, όνομα μη δυνάμενον να κατανοηθή ειμή μόνον υπό των μεμυημένων. Οι σοφοί αιγυπτιολόγοι δεν ευρίσκουσιν εν τοις ονόμασι τούτοις ειμή παράδοξον και απρόφερτον συνδυασμόν γραμμάτων. Διότι δεν αρκεί να γνωρίζη τις το πως γράφεται εν όνομα, δια να δυνηθή να επιτελέση θαύματα. Δέον εκτός τούτου να γνωρίζη τον ρυθμόν, τον τόνον και τας διακυμάνσεις της φωνής προς προφοράν αυτού. Το μυστικόν τούτο εδιδάσκετο εις τους ναούς.
Αλλ' η δια μαγικών μέσων προφύλαξις ατόμου τινος δύναται να επιτελεσθή και εξ' αποστάσεως υπό του ενδεδειγμένου μάγου, δι' επικλήσεως ωρισμένων δυνάμεων, ας προηγουμένως έχει καθυποτάξει εις την θέλησίν του. Ο κ. Moret δίδει εν προκειμένω εν γενικαίς γραμμαίς το σύνολον της χρησιμοποιουμένης τελετουργίας. Υπομιμνήσκει ωσαύτως την κλασσικήν μέθοδον της πλαγγόνος.
Ωρισμέναι τινες λέξεις και ονόματα, ιδίως θεών, ενείχον επικλητικάς ικανότητας των θεών αυτών, προς προστατευτικούς σκοπούς. Ούτως ομιλών περί του θεού Άμμωνος ο Πλούταρχος(2) λέγει τα ακόλουθα: «Ίδιον παρ' Αιγυπτίοις, όνομα Διός, είναι το Αμούν. Εκαταίος δε ο Αβδιρίτης φησί τούτω και προς αλλήλους τω ρήματι χρήσθαι τους Αιγυπτίους, όταν τινα προσκαλούνται. Προσκλητικήν γαρ είναι την φωνήν. Διό τον πρώτον θεόν, ον τω παντί τον αυτόν νομίζουσιν, ως αφανή και κεκρυμμένον όντα, προσκαλούμενοι και παρακαλούμενοι εμφανή γενέσθαι και δήλον αυτοίς «Αμούν» λέγουσιν. Η μεν ουν ευλάωεια της περί τα θεία σοφίας Αιγυπτίων, τοσαύτη ην».
Ως δε εκ παραλλήλου μνημονεύει ο Naville «επεκαλούντο τον Θευθ, ούτινος ο λόγοςείχε μαγικήν τινα ικανότητα».
Εξ όσων μέχρι τούδε είπομεν περί ονόματος είναι εύκολον να αναμένη τις την συνήθειαν εκείνην των Αιγυπτίων καθ' ην εθεώρουν λίαν επικίνδυνον να γνωρίσουν εις το κοινόν το κύριον αυτών όνομα. Ιδού μια παράγραφος του κ. Hartland εν προκειμένω: «Εν κύριον όνομα, γράφει, εθεωρείτο ως αδιαχώριστον του κατόχου του, οι δε άγριοι λαμβάνουν την πρόνοιαν να κρύπτωσιν επιμελώς το πραγματικόν των όνομα, αντικαθιστώντες αυτό υπο ψευδωνύμων. Ο λόγος είναι ότι το να γνωρίζη τις το πραγματικόν όνομα ενός άλλου, είναι ίσον προς το να έχη επ' αυτού εξουσίαν ακατανίκητον, και να δύναται να την χρησιμοποιήση όπως θέλει». Ο δε κ. Moret, προσθέτει ότι «δίδειν το πραγματικόν όνομα ενός όντος, ισοδυναμεί προς το σχηματίζειν την πνευματικήν του εικόνα (επί της οποίας είτα δύναται να επιδράση κατά βούλησιν). Γράφειν δε το όνομα αντιστοιχεί προς το διαγράφειν την φυσικήν του εικόνα».
Η συνήθεια αύτη απεδίδετο και εις αυτούς έτι τους θεούς. Ούτω κατά τινα παράδοσιν αναγεγραμμένην επί του παπύρου του Τουρίνου, ο θεός Ρα-Ήλιος ομολογεί ότι «το όνομά μου, προεφέρθη υπό τους πατρός μου και της μητρός μου, είτα δε απεκρύβη εις τους κόλπους μου υπό της τεκούσης με, δια να μην υποπέσω εις την εξουσίαν γόητος τινος, ότε δε εδήχθη υπό όφεως, και έπρεπε δια της δυνάμεως του αληθούς του ονόματος να καταπολεμήση την ενέργειαν του δηλητηρίου, υπεβλήθη εις λεπτομερή έρευναν εκ μέρους της Ίσιδος, οπότε αύτη ανευρούσα αυτό έγινε κυηρία της δυνάμεως και της ψυχής του θεού Ρα».
Θεωρούμεν περιττόν να υπομνήσωμεν ότι πάντα ταύτα ενέχουσι συμβολικόν χαρακτήρα. Ενθυμούμεθα την εν τω πρώτω μέρει αναγραφείσαν προειδοποίησιν του Πλουτάρχου προς την ιέρειαν Κλέαν: «Όταν ουν ακούσης, α μυθολογούσιν Αιγύπτιοι περί θεών... δει μηδέν οίεσθαι τούτων λέγεσθαι γεγονός, ούτω και πεπραγμένον». Ούτω ο κ. Lefebure εκ τη προεκτεθείση αλληγορία, αναγνωρίζει την παράδοσιν της Ίσιδος = Εύας, αποκτούσης την υπερτάτην γνώσιν και δύναμιν του θεού Ρα-Ηλίου, δια της ενεργείας του όφεως.
_____________________
1.Πτύω επί σου, λέγει ο Ώρος, προς καταπολέμησιν του όφεως. Η πολλαπλή ικανότης του σιέλου απαντάται εις πλείστους λαούς και παρά τοις αρχαίοις συγγραφεύσι: η ενέργειά του διακρίνεται εις θεραπευτικήν και θανατωτικήν. Ο Θεόφραστος, Αιλιανός, Γαληνός, Πλίνιος κ.α., πολλάκις ομιλούσι περίς της πρώτης ιδιότητος. Εκ παραλλήλου ο Πλίνιος αναφέρει ότι σκολόπενδραι, φρύνοι κ.α. ζώα δύνανται να θανατωθώσι υπό του πτυέλου νήστεως ιδία ανθρώπου. Ο Διοσκουρίδης διατείνεται ότι εάν μασήση τις το φυτόν άγχουσα και αποπτήση αυτό εις το στόμα εχίδνης, το ζώον θέλει πάραυτα θανατωθή. Ο δε Γαληνός βεβαιοί ότι «σκορπίω τις πτύσας δις ή τρις νήστις ευθέως αναιρεί το ζώον». Αλλαχού δε αναγράφει περιπτώσεις θανατώσεως σκορπίων, δια καταπτύσεως αυτών. Ομοίας περιπτώσεις δύναται τις να ανεύρει εν τω άρθρω του καθηγητού κ. Πεζοπούλου, δημοσιευθέν εν «Επιστ. Ηχώ» 1923, σελ. 184
2.Περί Ίσιδος ΙΧ.
ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
Η ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΑΙΓΥΠΤΟΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ