Ἑλληνικὴ γλῶσσα: «νικήτρα τοῦ θανάτου»
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: “ΝΙΚΗΤΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ” (Δ.Νατσιός)
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Διαβάστε καὶ ρουφῆξτε τὸ κατωτέρω ἄρθρο τοῦ Δημ. Νατσιοῦ. Καὶ σκιρτῆστε ποὺ ἀκόμα ὑπάρχουν ψυχωμένοι ἄνθρωποι στὴν Ἑλλάδα, λεβέντες καὶ ὄμορφοι στὴν ψυχή καὶ γενναῖοι στὸ φρόνημα. Καὶ ἀνυποχώρητοι στὶς ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΑΞΙΕΣ.
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος
Δάσκαλος
«…ὅλα γίνονται στὴν Ἑλλάδα σὰ νὰ μᾶς κινεῖ ἕνα θανάσιμο μίσος γιὰ τὴ λαλιά μας. Τὸ κακὸ εἶναι τόσο μεγάλο, ποὺ μόνο σὰν φαινόμενο ὁμαδικῆς ψυχοπάθειας θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ ἐξηγήσει».
(Γ. Σεφέρης)
(Γ. Σεφέρης)
. Εἶναι τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ ἡ φράση: «νικήτρα τοῦ θανάτου» ἡ γλῶσσα. Ὡραιότατη, μοσχοβολᾶ σὰν τοὺς στίχους τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν. «Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὣς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ (τὴν) φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε… καὶ μένει μαγιά». Ἡ φωτιστικὴ καὶ ἁλιστική της ἰδιότητα λάμπει εἰς τοὺς αἰῶνας.
. «Ὅπου γλώσσα πατρίς», ἔλεγε καὶ ὁ Ἐλύτης. Μεγάλη κουβέντα κι αὐτή. Εἶναι καταφύγιο ἡ γλῶσσα μας. «Κι ἂν εἶναι πλῆθος τ’ ἄσχημα κι ἂν εἶναι τ’ ἄδεια ἀφέντες» ἔχουμε παραμυθία τὴν γλῶσσα μας, ποὺ αἱματώνει καὶ νευρώνει τὸ ξέπνοο σῶμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
. Κι ἂν ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς συμπληγάδες πέτρες τῆς κρίσης καὶ καθαρίσει ὁ τόπος ἀπὸ τὰ βοσκηματώδη κομματικὰ ἀπολειφάδια, ἴσως καθίσει καὶ ἡ Παιδεία, ἡ καλλιέργεια τῆς γλώσσας, στὸν βασιλικό της θρόνο. «Τότε θὰ ἔχουμε μία πραγματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας θὰ εἶναι μεγάλο», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Σολωμοῦ.
. Ἐκεῖνος ὁ σχολαστικὸς Ἐπίκτητος, ἔλεγε στοὺς ἄρχοντες καί, εἰδικά, στοὺς ἐπὶ τῶν Δημοσίων Ἔργων: «Μὴ τοῖς ἐξ Εὐβοίας καὶ Σπάρτης λίθοις τοὺς τοίχους τῆς κατασκευῆς ποίκιλλε, ἀλλὰ γὰρ τῇ ἐκ τῆς Ἑλλάδος παιδείᾳ τὰ στέρνα τῶν πολιτῶν καὶ τῶν πολιτευομένων διακόσμει. Γνώμαις γὰρ ἀνδρῶν εὖ οἰκοῦνται πόλεις, ἀλλ’ οὐ λίθοις καὶ ξύλοις». Καὶ σὲ μετάφραση: «Μὴν πλουμίζεις τοὺς τοίχους τῆς πόλης μὲ πέτρες ἀπὸ τὴν Εὔβοια καὶ τὴν Σπάρτη, ἀλλὰ στόλιζε μὲ τὰ διδάγματα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Γιατί οἱ πόλεις εὐνομοῦνται μὲ τὴν σωστὴ κρίση τῶν ἀνθρώπων, κι ὄχι μὲ πέτρες καὶ ξύλα». (Στοβαίου, «Ἀνθολόγιον», Μϛ´ 82). Σοφότεροι ἐμεῖς, σπαταλήσαμε χρῆμα καὶ ἀνθρώπους, κοσμώντας τὴν πολιτεία μὲ δρόμους καὶ γέφυρες καὶ «μετρὸ» ποὺ δὲν τελειώνουν ποτέ, ἴσως, ἐπειδὴ ξέρουμε πόσο μηδαμινὰ εἶναι τὰ διδάγματα τῆς σημερινῆς «ἑλληνικῆς παιδείας» πού, κι αὐτή, ξύλα ἀπελέκητα συχνὰ κατασκευάζει…
. Εἶναι γεγονὸς ἀναμφίλεκτο ὅτι ἡ ἐκπαίδευση τὰ τελευταῖα χρόνια-κυρίως ἀπὸ τὸ «σκοτεινὸ» ’81 καὶ ἐντεῦθεν-ἀντὶ νὰ εἶναι θύλακας ἀντιστάσεως στὴν γλωσσικὴ ἐκβαρβάρωση, ἀπέβη συντελεστής της. Καὶ αὐτὸ μὲ διάφορους τρόπους. Πρῶτα πρῶτα μὲ τὰ γλωσσικὰ ἐγχειρίδια. Ἐλλιπέστατα, ἀκαλαίσθητα, ἐπικίνδυνα κυριολεκτικὰ γιὰ τοὺς μαθητές, χρήσιμα μόνο γιὰ τὴν ἀνακύκλωση. Κι αὐτό, ἀρκετοὶ δάσκαλοι τὸ ἔχουν ἤδη καταλάβει-ἄλλοι ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄλλοι καθ’ ὁδὸν- καὶ προσπαθώντας νὰ περισώσουν ὅ,τι μπορεῖ νὰ περισωθεῖ, φροντίζουν νὰ διδάσκουν κείμενα τῶν κορυφαίων μαϊστόρων τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας καὶ ὄχι τὶς βλακώδεις «συνταγὲς μαγειρικῆς» τῶν «περιοδικῶν ποικίλης ὕλης», ὅπως ἀνενδοίαστα ὀνομάζω τὰ τάχα καὶ «βιβλία γλώσσας»· νὰ διδάσκουν τὴν παραδοσιακὴ γραμματική, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, πού, παρὰ τὶς σχετικὲς συστάσεις καὶ ἀπαγορεύσεις, δὲν παύουν νὰ δίνουν κατ’ οἶκον σχολικὴ ἐργασία καὶ μελέτη, νὰ ἐπιμένουν στὴν ὀρθογραφία καὶ στὴν καλλιγραφία (οἱ ὁποῖες καταργήθηκαν, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περιρρέουσα ἀφιλοκαλία), διορθώνοντας τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη-ἀκόμη καὶ μὲ κόκκινο στυλό· τί ἔγκλημα!-νὰ διατηροῦν τὸ μάθημα τῆς ἔκθεσης κι αὐτὸ εἶναι ποὺ κάπως σώζει ἀκόμη τὴν κατάσταση.
. Ὁ δεύτερος παράγων ποὺ ἄγει σὲ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἐμμονὴ στὸν λεγόμενο γλωσσοπολιτικὸ δογματισμό, κυρίως ἀπὸ «δευτεροβάθμιους» ἐκπαιδευτικούς. Πολλοὶ γιὰ νὰ μὴ στιγματιστοῦν σὰν ἀντιδραστικοὶ καὶ «πισωγυριστές», θεωροῦν «καθῆκον τους ἀγωνιστικὸ νὰ ἀποστειρώνουν αὐστηρὰ τὴν γλωσσα τοῦ λαοῦ ἀπὸ κάθε λογιότροπο στοιχεῖο, γιὰ νὰ τοῦ τὴν παραδώσουν κάποτε φτωχὴ ἀλλὰ πεντακάθαρη, ἀποκατεστημένη στὴν πληβειακὴ της γνησιότητα». (Γ. Καλιόρη, «Γλωσσικά», ἔκδ. «Ἑξάντας», σελ. 26). Παράδειγμα. Μοῦ κατήγγειλε μαθητὴς Γυμνασίου ὅτι ἡ προκομμένη, «προοδευτικιὰ» φιλόλογός του, διόρθωσε σὰν λάθος σὲ γραπτό του, τὴν κατάληξη-εως (πόλεως), τῆς φάνηκε συντηρητική, ἐνῶ, στὴν Β´ Γυμνασίου, ἡ κόρη μου, ἂν καὶ καταγόμενη ἀπὸ ὅμορη περιοχή, δὲν μποροῦσε, ὅπως καὶ οἱ συμμαθητές της, νὰ ἀπαντήσει στὴν ἐρώτηση «ποῦ βρίσκεται τὸ Δίο». (Ἔτσι τὸ γράφει καὶ τὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο Ἱστορίας). Δίο χωρὶς τὸ τελικὸ «ν», προφανῶς γιατί κάποιο ἀσπόνδυλο, ἡμιμαθὲς «σαΐνι» τοῦ πρώην Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, ἐξέλαβε τὸ «ν» ὡς καθαρευουσιάνικο κατάλοιπο καὶ φρόντισε νὰ ἀφήσει τὰ διαπιστευτήρια τοῦ «προοδευτικοῦ» του ναυαγίου, τυραννώντας τοὺς μαθητές. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν κορυφὴ τὸ ξεβρώμισμα, προτοῦ ἐπεκταθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ ψάρι-ἂν δὲν ἐπεκτάθηκε ἤδη.
. Τρίτον: (μὲ «ν» γιατί εἶναι εὐφωνικό. Σιγὰ-σιγὰ θὰ τὸ κόψουν καὶ ἀπὸ τὸ «μεῖον» καὶ τὸ «πλήν», γιὰ νὰ γελᾶ κάθε πικραμένος). Ὅσο κι ἂν κόπτονται περὶ τοῦ ἀντιθέτου, συνεχίζεται ἡ ἐπιδεικτικὴ ἀπαξίωση τῆς ἀρχαίας γλώσσας, ποὺ εἶναι τροφὸς τῆς νεοελληνικῆς καὶ προϋπόθεση γιὰ τὴν εἰς βάθος οἰκείωσή της. Καὶ ἐλπίζουμε, ὅταν ἔλθουν καινούργιοι ἄνθρωποι σὲ τοῦτο τὸν τόπο καὶ «συνοδεύσουν τὴν βλακεία στὴν τελευταία της κατοικία», νὰ κατανοήσουν ὅτι τὰ ἀρχαῖα πρέπει νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο.
. Ἔβαλαν τὰ ἀγγλικὰ ἀπὸ τὴν Α´ δημοτικοῦ. Γιὰ ποιό λόγο; Κανεὶς δὲν μᾶς τὸ ἐξήγησε. Τὸ ἔχω ξαναγράψει. Εἶναι ἐγκληματικὸ νὰ βραχυκυκλώνεις, νὰ συσκοτίζεις τὰ παιδιὰ-ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων-μὲ τὴν ἐκμάθηση μίας ξένης γλώσσας, πρὶν ἀκόμη προσλάβουν καὶ διδαχτοῦν τοὺς μηχανισμοὺς τῆς μητρικῆς τους γλώσσας. Ἂν ἀγαποῦσαν τὴν πατρίδα, τιμοῦσαν τὴν ἱστορία της καὶ νοιάζονταν γιὰ τὸ μέλλον της, ἂς ἔβαζαν ἀρχαῖα, τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Δ´ δημοτικοῦ. Θὰ πεῖ κάποιος “ποιὸς θὰ τὰ διδάξει”; Ἀπάντηση: Μὲ ἕνα κατάλληλο βιβλίο ὅλοι μποροῦν. Κι ἂν δὲν μποροῦν οἱ δάσκαλοι, ἂς διορίσει τὸ ὑπουργεῖο φιλολόγους καὶ στὸ δημοτικό. Προσωπικὰ (καὶ χωρὶς καμμιὰ καύχηση «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν εἰμὶ») διδάσκω ἐδῶ καὶ χρόνια μία ὥρα τὴν ἑβδομάδα ἀρχαια, κατὰ παράβασιν τοῦ ἀναλυτικοῦ προγράμματος καὶ τῶν ἄνωθεν ἐντολῶν.
. Τί κάνω; Δίνω στὰ παιδιὰ σὲ φωτοτυπία ἕνα ἀρχαῖο κείμενο. Κυρίως τοὺς διδακτικότατους μύθους τοῦ Αἰσώπου ἢ μία εὐαγγελικὴ περικοπή. Πρῶτα τὸ ἀντιγράφουν γιὰ νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὴν ἀρτιμελῆ μορφὴ τῆς γλώσσας, τὸ λεγόμενο πολυτονικό. Στὴν συνέχεια τὸ διαβάζουν γιὰ νὰ «σπάσει» καὶ ἡ γλώσσα. Κατόπιν ὑπογραμμίζουν λέξεις ποὺ ἀναγνωρίζουν, γιὰ νὰ κατανοήσουν τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Μετὰ ἔρχεται τὸ ὡραιότερο. Ἡ πάντερπνη ἐτυμολογία. Παιχνίδισμα μὲ τὶς λέξεις. Ὕστερα «ὁμοθυμαδόν», ὅλοι μαζί, τὴν μετάφραση στὸν πίνακα καὶ ἀντιγραφὴ τῶν παιδιῶν στὸ «τετράδιο ἀρχαίων». Ἐδῶ «περνοῦν» καὶ τὰ ἠθικὰ διδάγματα, γιατί Παιδεία σημαίνει πρωτίστως καλλιέργεια χαρακτήρα καὶ μόρφωση ἑδραία. Ἡ καλὴ παιδεία «…μόνους τοὺς παιδευθέντας ἐλευθέρους εἶναι», μόνη αὐτὴ κάνεις τοὺς ἀνθρώπους ἐλεύθερους (Ἐπίκτητος, «Διατριβαί», 11α, 21-22), «μαθαίνει στὸν πολίτη νὰ ἄρχει καὶ νὰ ἄρχεται μὲ δικαιοσύνη» («τὸν πολίτη… ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι μετὰ δίκης», γράφει ὁ Πλάτων στὸ 643ε τῶν «Νόμων» του).
. Αὐτὰ τὰ ξεχάσαμε καὶ ἀκοῦμε μόνο τὶς ἐκκωφαντικὲς τσιρίδες καὶ τὶς ἀερόπλαστες κενολογίες περὶ «Νέου Σχολείου» καὶ «πρῶτα ὁ μαθητής», ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν ποῦ «πᾶν τὰ τέσσερα», ὅπως λέει θυμόσοφα καὶ ὁ λαός.
. Μετὰ τὴν ἐτυμολογικὴ περιήγηση, ἔρχεται καὶ ἡ σειρὰ τῆς Γραμματικῆς. Ἁπλὰ πράγματα τὸ κατὰ δύναμιν, μὲ συγκατάβαση, κανόνες τονισμοῦ, δύο-τρεῖς κλίσεις οὐσιαστικῶν καὶ ρημάτων καί… τὸ κουδούνι προσκαλεῖ γιὰ τὴν αὔλειο ξεκούραση.
. Σημειωτέον ὅτι τὴν ὥρα τῶν ἀρχαίων τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦν σχεδὸν μὲ εὐλάβεια. «Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή». Γιατί; Παράδειγμα. Ὅταν τοὺς ζητᾶς νὰ γράψουν τὴν λέξη «ὑγρὸς» πρέπει νὰ σκεφτοῦν δύο κανόνες. Ὅτι ἡ λέξη, ἐφ’ ὅσον ἀρχίζει μὲ «ὕψιλον» δασύνεται καὶ ἡ βραχύχρονη συλλαβὴ «-γρὸς» παίρνει ὀξεία. Ὁ νοῦς τους, δηλαδή, δὲν «ἀλητεύει» ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλὰ ἀναζητᾶ καὶ ὑπακούει σὲ κανόνες. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν πειθαρχία τοῦ νοός, φτάνουμε στὴν πειθαρχία τοῦ σώματος. («Πάντων νοῦς κρατεῖ» ἔλεγε ὁ Ἀναξαγόρας). Καὶ κυρίως, γιατί τοὺς ἐξηγεῖς τὸ μονάκριβο, παγκοσμίως, προνόμιό τους, νὰ διαβάζουν τὴν γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ κατανοοῦν τὶς περισσότερες λέξεις. [ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ΚΟΛΟΚΥΘΟΝΟΕΣ καὶ ΛΙΠΟΚΑΡΔΟΥΣ τῆς μεταφραστικῆς τῶν Λειτουργικῶν κειμένων Ἐργολαβίας, ποὺ δὲν ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ!]Καμαρώνουν τὰ παιδιά, πράγμα ποὺ τόσο τὸ ἔχουμε ἀνάγκη σήμερα.
. Εἰλικρινά, τὰ γράφω αὐτὰ καὶ «καπνίζουν τὰ μάτια μου». Ἔχουμε στὰ χέρια μας θησαυρὸ ἀειλαμπῆ καὶ ἀδαπάνητο, ποὺ ξεδίψασε καὶ ξεδιψᾶ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ ἐμεῖς ποτίζουμε τὰ παιδιὰ μὲ σάπια, μολυσμένα νερά. Ὁμιλοῦμε (τί ὡραία λέξη!) γλώσσα «νικήτρα τοῦ θανάτου» καὶ θανατώνουμε τὰ παιδιὰ «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες».
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ