Από τον «ζωικό μαγνητισμό» του Μέσμερ μέχρι τη «νέα ύπνωση» του Μίλτον Έρικσον, ένα ταξίδι στην ιστορία ενός φαινομένου που δεν είναι τόσο μυστηριώδες όσο πιστεύουν κάποιοι.
Μύθοι και αλήθειες Συγγενεύει με τις τελετουργίες βουντού αλλά δεν είναι «μαγεία». Είναι μια αλλοίωση της συνείδησης που μας συμβαίνει καθημερινά, όταν είμαστε απορροφημένοι από σκέψεις. Χρησιμοποιεί μυστηριώδη τεχνάσματα για να ελέγξει τη θέληση των άλλων... Ερευνά το ασυνείδητο του ατόμου και ανακαλύπτει τα μυστικά του... Μπορεί να θεραπεύσει με μαγικό τρόπο κάθε είδος ασθένειας...Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι ο υπνωτισμός αποτελεί ένα είδος μαγείας. Λόγω της προσέγγισής του με φαινόμενα υποβολής και με τις τελετουργίες των βουντού και των σαμάνων (με τις οποίες στην πραγματικότητα συγγενεύει), συχνά ο υπνωτισμός αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και κατατάσσεται στις «ψευτοεπιστήμες».
Φυσικό φαινόμενο Και όμως αυτή η μέθοδος δεν έχει τίποτα παράξενο ή ανησυχητικό. Στην πραγματικότητα είναι μια φυσιολογική εμπειρία την οποία αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά. Για παράδειγμα, όταν παρακολουθούμε μια ταινία ή διαβάζουμε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, όταν παρακολουθούμε μια διάλεξη που μας ενδιαφέρει ή ακούμε τη μουσική που μας σαγηνεύει ή ακόμα όταν ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Κάθε φορά που η προσοχή μας επικεντρώνεται σε κάτι, όταν είμαστε απορροφημένοι, συνεπαρμένοι από κάτι που μας τραβά την προσοχή τόσο πολύ ώστε να αγνοούμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας και να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, τότε είμαστε «υπνωτισμένοι». Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αλλοίωσης της αντίληψης και της συνείδησης. Μια κατάσταση που δε στερείται χρησιμότητας, καθώς μας επιτρέπει να κινητοποιούμε και να ενεργοποιούμε δυνάμεις που διαφορετικά θα ήταν απρόσιτες. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε να βελτιώσουμε μια προσπάθεια ή να διευκολύνουμε την αποκατάσταση της ισορροπίας και της σωματικής και πνευματικής ευεξίας μας. Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα: καλλιτέχνες που φτάνουν σε αυτή την κατάσταση για να δημιουργήσουν τα έργα τους και ηθοποιοί (κυρίως όταν ακολουθούν την περίφημη «μέθοδο Στανισλάφσκι») που τη χρησιμοποιούν για να ταυτιστούν με μια προσωπικότητα ή για να παρασύρουν περισσότερο τους θεατές. Τι σχέση έχει, λοιπόν, ο υπνωτισμός με τη μαγεία; «Θεαματικό» ντεμπούτο Ο υπνωτισμός περιβλήθηκε από μυστήριο από την εποχή που τον επινόησε ο Φραντς Άντον Μέσμερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που έζησε το 18ο-19ο αιώνα. Επηρεασμένος από τις ανακαλύψεις της εποχής του (και ιδιαίτερα από τον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό, δηλαδή τις αόρατες δυνάμεις που ενεργούν πάνω στα υλικά σώματα), ο Μέσμερ διατύπωσε τη θεωρία της ύπαρξης ενός ζωικού ρευστού σε όλα τα έμβια όντα, το οποίο ονόμασε «ζωικό μαγνητισμό», σε αναλογία με την αόρατη δύναμη που έλκει δύο μαγνητισμένα αντικείμενα.
Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων του, ο Μέσμερ χρησιμοποιούσε περίπλοκες μεθόδους (από την εφαρμογή μαγνητών σε διάφορα μέρη του σώματος μέχρι την επίθεση των χεριών του για να διαχυθεί ευεργετική ενέργεια), κατορθώνοντας έτσι να προκαλέσει σε ορισμένα άτομα μια κατάσταση «τεχνητής υπνοβασίας» αλλά και σπασμούς, λιποθυμίες και προσωρινές παραλύσεις. Άλλες φορές πάλι οι «μεσμερισμένοι» μιλούσαν και απαντούσαν στις ερωτήσεις του, ενώ στη συνέχεια ξεχνούσαν εντελώς το συμβάν. Επρόκειτο συχνά για εντυπωσιακά θεάματα με τα οποία απέκτησε φήμη στους κύκλους των ευγενών και των μεγαλοαστών στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο υπνωτισμός των αρχών ήταν λοιπόν πολύ διαφορετικός από τον «σύγχρονο»: ήταν άμεσος, κυριαρχικός και απευθυνόταν σε άτομα που επηρεάζονταν εύκολα, ώστε να «γίνουν θέαμα». Μέσα στο κόλπο Έτσι ξεκίνησε ο λεγόμενος «υπνωτισμός της σκηνής», μια μορφή ψυχαγωγίας που έχει πάντα επιτυχία. Συνήθως λειτουργεί ως εξής: ο υπνωτιστής καλεί έναν εθελοντή από το κοινό, τον κοιτά κατευθείαν στα μάτια μιλώντας του με μονότονο και επαναλαμβανόμενο τρόπο, μέχρι που ο άτυχος χαμηλώνει τα βλέφαρα και πέφτει σε μια κατάσταση ύπνωσης. Σε αυτό το σημείο ο υπνωτισμένος φαίνεται ότι βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία των διαταγών του υπνωτιστή, που συχνά είναι παράλογες και δύσκολες. Στην πραγματικότητα τα άτομα που παίρνουν μέρος σε αυτές τις επιδείξεις είναι συνεργοί του υπνωτιστή ή θεατές που είναι «μέσα στο κόλπο». Επιλέγοντας τυχαία άτομα από το κοινό, ο υπνωτιστής θα διέτρεχε τον κίνδυνο να αποτύχει, γιατί είναι λίγοι οι άνθρωποι που υποβάλλονται εύκολα. Θα μπορούσε επίσης να καταγγελθεί για παράνομη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος: ο υπνωτισμός επιτρέπεται να ασκείται μόνο από γιατρούς και ψυχολόγους, γιατί, αν εφαρμόζεται σε ένα μη ελεγχόμενο περιβάλλον σε ορισμένα άτομα (ακριβώς τα πιο επιδεκτικά!), μπορεί να έχει ψυχοπαθολογικές συνέπειες. Εγκλήματα και απάτες Ένας άλλος μύθος που πρέπει να καταρριφθεί είναι η «ληστεία με ύπνωση». Σε αυτά τα επεισόδια, για τα οποία διαβάζουμε συχνά στις εφημερίδες, κάποια αμφιλεγόμενα πρόσωπα (συνήθως Ινδοί ή Άραβες) υπνωτίζουν άλλα άτομα, για να τα ληστέψουν. Δεν πρόκειται όμως για τίποτα παραπάνω από αστικούς μύθους. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να υπνωτιστεί χωρίς τη θέλησή του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρόκειται για υπνωτισμό αλλά για ένα επιτήδειο τέχνασμα, όπως είναι η τεχνική της «πρόκλησης σύγχυσης». Συχνά τα θύματα δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν εξαπατηθεί, έτσι προτιμούν (συνειδητά ή όχι) να πιστεύουν ότι τα είχαν υπνωτίσει. Εξίσου απίθανα είναι τα εγκλήματα που δήθεν έγιναν υπό την επήρεια εντολών του υπνωτιστή, όπως βλέπουμε συχνά στον κινηματογράφο. Δεν είναι πράγματι δυνατό να υποχρεώσουμε ένα άτομο να συμπεριφερθεί αντίθετα προς τις ηθικές αρχές του και ακόμα λιγότερο να διαπράξει εγκλήματα. Ψεύτικες αναμνήσειςΠρέπει επίσης να καταρρίψουμε τη δοξασία ότι ο υπνωτισμός επαναφέρει στη μνήμη ξεχασμένα γεγονότα, που θα ήταν χρήσιμα, για παράδειγμα, στην ανασύνθεση ενός εγκλήματος ή στη στήριξη κατηγοριών σε βάρος κάποιου ατόμου. Το φαινόμενο της «υπερμνησίας», δηλαδή της ενεργοποίησης των αναμνήσεων (το οποίο έχει εκμεταλλευθεί πολύ το σινεμά), είναι στην πραγματικότητα αμφισβητήσιμο. Στις ΗΠΑ ιδρύθηκε ακόμα και μια οργάνωση, η False Memory Syndrome Foundation, που προστατεύει τα θύματα από ψεύτικες αναμνήσεις (συνήθως γονείς υποτιθέμενους βιαστές). Δεν είναι σίγουρο ότι ο υπνωτιζόμενος ανακαλεί γεγονότα που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα, γιατί οι αναμνήσεις πάντα αλλοιώνονται από τη φαντασία. Ένα άτομο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, μπορεί να προσθέσει σκηνές που έχει απλώς φανταστεί και να πιστεύει ότι τις έχει ζήσει στ’ αλήθεια. Έτσι εξηγείται άλλωστε η «επιστροφή στην προηγούμενη ζωή» που γίνεται μέσω του υπνωτισμού: πρόκειται απλώς για ένα ταξίδι σε υποθετικές φαντασιώσεις. Από τη «μίμηση» στη «σύγχυση» Ορισμένες από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα για να επιτευχθεί η έκσταση. Μίμηση: ο υπνωτιστής μιμείται το άτομο που θα υπνωτίσει (χωρίς εκείνο να το αντιλαμβάνεται) τόσο στη γλώσσα (προφορά, τόνος φωνής, παύσεις και ταχύτητα της γλώσσας) όσο και στις κινήσεις και τη συμπεριφορά. Τεχνική της σύγχυσης: είναι η σκόπιμη χρήση ασυνάρτητων ή εξαιρετικά σύνθετων φράσεων και λογικών παράδοξων, με σκοπό να υπερφορτιστεί το αριστερό ημισφαίριο (της λογικής) αφήνοντας ελεύθερη την πρόσβαση στο δεξιό ημισφαίριο («πιστεύεις πραγματικά σε αυτό που νόμιζες ότι γνώριζες;»). Αυταπόδεικτες αλήθειες: προφανείς δηλώσεις ή περιγραφές όσων κάνει το άτομο («Διαβάζεις τις σελίδες μιας εφημερίδας. Βλέπεις τις λέξεις να τρέχουν, αισθάνεσαι την επαφή των σελίδων στα χέρια σου. Οι φράσεις που διαβάζεις κινούν την περιέργειά σου, αναρωτιέσαι τι πρόκειται να ανακαλύψεις...»). Υποθέσεις και ψευδαίσθηση επιλογής: θεωρούνται δεδομένα κάποια γεγονότα που όμως δεν είναι, όπως την έκσταση («Δε γνωρίζω αν θα μπεις σε μια επιφανειακή ή σε μια βαθιά έκσταση...»). Πλεονασμός: οι επαναλαμβανόμενες φράσεις «μαγεύουν», όπως στην ποίηση και τη μουσική. Η θεραπευτική ύπνωση Εμπνέεται από τη δουλειά του Μίλτον Έρικσον, του μεγαλύτερου υπνωτιστή όλων των εποχών. Αν βγάλουμε τους μύθους, τους θρύλους και τις ακατάλληλες χρήσεις του υπνωτισμού, τι μένει; Ένα λιγότερο θεατρικό εργαλείο, που σέβεται περισσότερο το άτομο, η λεγόμενη «νέα ύπνωση», την οποία εισήγαγε ο Αμερικανός ψυχίατρος Μίλτον Έρικσον τον περασμένο αιώνα. Οι θεωρητικές βάσεις Στόχος της ύπνωσης είναι να προσεγγίσει το ασυνείδητο του ατόμου, όπου συγκεντρώνονται οι εμπειρίες και οι πληροφορίες που λαμβάνει στη διάρκεια της ζωής του (τις οποίες συχνά δε συνειδητοποιεί). Οι μελετητές τοποθετούν συμβατικά το υποσυνείδητο στο δεξιό ημισφαίριο του εγκέφαλου. Υποστηρίζουν ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι η έδρα των αναλυτικών και ορθολογικών ικανοτήτων, αυτών που κυριαρχούν όταν είμαστε ξύπνιοι. Το δεξιό ημισφαίριο, που είναι ενεργό κυρίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, αποτελεί την έδρα της δημιουργικότητας, της φαντασίας και της έμπνευσης και αντιμετωπίζει τα πράγματα συνολικά. Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης ο θεραπευτής μιλά στη δεξιά πλευρά, η οποία θεωρείται ότι συνδέεται κατευθείαν με το υποθαλάμιο σύστημα, τη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ εγκέφαλου και σώματος. Πράγματι ο υποθάλαμος συνδέεται με την υπόφυση, που μετατρέπει τα νευρικά ερεθίσματα σε ορμονικά μηνύματα. Ακριβώς γι’ αυτό η ύπνωση μπορεί να «ενθαρρύνει» τους μηχανισμούς της αυτοΐασης και να ενεργοποιήσει πόρους τους οποίους αγνοούμε. «Είναι πολύ σημαντικό», έλεγε ο Έρικσον, «τα άτομα να γνωρίζουν ότι το ασυνείδητό τους είναι πολύ πιο έξυπνο από αυτούς». Η υπνωτική επαγωγή Ο υπνωτισμός δεν είναι δύσκολος όταν ο υπνωτιζόμενος συνεργάζεται. Το πρώτο βήμα είναι η απομάκρυνση από την πραγματικότητα. Ο υπνωτιστής, με μονότονη φωνή, επαναλαμβάνει πολλές φορές λέξεις και έννοιες, καλώντας το άτομο να χαλαρώσει και να επικεντρώσει την προσοχή του σε ένα αντικείμενο (κάποτε ήταν ένα μικρό εκκρεμές, σήμερα συχνά είναι ένα μέρος του σώματος: «Το χέρι σου γίνεται όλο και πιο βαρύ» ή «όλο και πιο ζεστό»). Αυτό το τέχνασμα βοηθά το άτομο να απομονωθεί από την εξωτερική πραγματικότητα και να στρέψει την προσοχή του στο εσωτερικό μέχρι να νιώσει απομακρυσμένος από το σώμα, με μια βαθιά εντύπωση ηρεμίας. Σε αυτό το σημείο ο υπνωτισμένος μετατρέπεται δυνητικά σε οτιδήποτε. Η έννοια του χρόνου εξαφανίζεται και ο ίδιος ο υπνωτιστής χάνει την ταυτότητά του, μετατρέπεται μόνο σε φωνή (διάσημη η φράση του Έρικσον: «Η φωνή μου θα σε συνοδεύει...»). Σε έκσταση Μέσω της ύπνωσης αρχίζει η «έκσταση», μια ιδιαίτερη κατάσταση μεταξύ ύπνου και αγρυπνίας. Το άτομο είναι συνήθως ακίνητο, καθισμένο ή ξαπλωμένο. Η αναπνοή και ο καρδιακός παλμός επιβραδύνονται. Τα μάτια είναι κλειστά ή μισόκλειστα. Αν είναι ανοιχτά, δεν τρεμοπαίζουν (δηλαδή απουσιάζουν οι αντανακλαστικές κινήσεις των βλεφάρων). Η φωνή έχει διαφορετικό τόνο, η ομιλία επιβραδύνεται. Η κατάποση είναι σπάνια. Η ανταπόκριση στα εξωτερικά ερεθίσματα (ακόμα και τα επώδυνα) μειώνεται.
Η αναζήτηση της έκστασης χαρακτηρίζει πολλούς πολιτισμούς. Ορισμένοι φτάνουν σε αυτή με την επανάληψη λίγων λέξεων (οι μοναχοί του Θιβέτ), άλλοι με μονότονους και επαναλαμβανόμενους ρυθμούς (οι χοροί των αφρικανικών φυλών αλλά και των δυτικών ντισκοτέκ). Η θεραπευτική επέμβαση Όταν επιτευχτεί η έκσταση, ο υπνωτιστής έχει απέναντί του ένα άτομο που δεν είναι πια φυλακισμένο στα άκαμπτα πλαίσια της πραγματικότητας, που δέχεται πλέον τα μηνύματα από το περιβάλλον χωρίς τη συνηθισμένη διαδικασία της ανάλυσης και της κριτικής. Σε αυτό το στάδιο ο υπνωτιστής μπορεί να προσφέρει στον ασθενή χρήσιμες υποδείξεις (για παράδειγμα «στο αεροπλάνο θα είσαι χαλαρός» ή «το κάπνισμα από εδώ και στο εξής θα έχει άσχημη γεύση»). Δεν υπάρχουν καθορισμένες τεχνικές ή σενάρια για αντιγραφή. Ο ίδιος ο Έρικσον καλούσε τους μαθητές του να δίνουν διέξοδο στη φαντασία τους, εμπνεόμενοι από το εκάστοτε άτομο.
Μπορούν όλοι να υπνωτιστούν; Θεωρητικά ναι, όμως γνωρίζουμε ότι ορισμένα άτομα είναι ιδιαίτερα αρνητικά. Συνήθως είναι όσοι ασκούν στον εαυτό τους συνεχή έλεγχο (με άλλα λόγια όποιος αρνείται γενικά να «χαλαρώσει»), όποιος αντιτίθεται εκούσια ή όποιος βάζει υποσυνείδητα «αντιστάσεις». Χωρίς έκσταση Για να παρακάμψουμε τις «λογικές» αντιστάσεις, η έκσταση δεν είναι αναγκαστικά απαραίτητη. Η «ύπνωση χωρίς έκσταση» είναι μια πειστική γλώσσα που ξεπερνά τις λογικο-κριτικές ικανότητες. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας λέγεται επίσης «γλώσσα του δεξιού ημισφαιρίου» και χρησιμοποιεί ευρέως εικόνες, μεταφορές, αφορισμούς, παιχνίδια λέξεων, ειρωνικά χτυπήματα και θετικά σχήματα λόγου (για το δεξιό ημισφαίριο δεν υπάρχει η άρνηση. Το μήνυμα «μη φοβάσαι» επιτυγχάνει το αντίθετο αποτέλεσμα - πολύ καλύτερο είναι το «κάνε κουράγιο»). Οι ίδιες στρατηγικές επικοινωνίας χρησιμοποιούνται επίσης από καλούς ομιλητές αλλά και ικανούς πωλητές. |