Ένας Έλληνας που φοράει μια κλασική φουστανέλα - 1870 |
Φουστανέλα
Η φουστανέλα ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια. Πρόκειται για μια κοντή πολύπτυχη λευκή φούστα.
Κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση. Τις πιό πολλές φορές η φουστανέλα κατασκευάζεται σε δύο ξεχωριστά τμήματα και δένει στη μέση δεξιά και αριστερά. Το γεγονός ότι οι παλιότερες φουστανέλες είχαν κορμί, ήταν λιγότερο πτυχωτές και μακριές ως τη μέση της γάμπας, κάνει πιο πιθανή την προέλευσή της από το πουκάμισο.[1]
Μέχρι την δεκαετία του 1890 φοριόταν και στην Ελλάδα, οπότε και αντικαταστήθηκε για λόγους μόδας από "τα φράγκικα", αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε παντελόνι.
Η προέλευση της ονομασίας
Όπως αναφέρει η λαογράφος και ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου, το όνομά της το παίρνει από ένα ύφασμα, το οποίο στις ημέρες μας στην Ιταλία σημαίνει΄΄Fustagno΄΄, δηλαδή βαμβαβακερό ύφασμα -απ΄όπου το Fustana, με υποκοριστικό το Fustanella- που στην ουσία προέρχεται από μια πόλη της Αιγύπτου, το Φουστάτ, που είναι προάστιο του Καΐρου. Εκεί κατασκευαζόταν ένα είδος τζιν, ένα δίμητο χοντρό ανθεκτικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιήται για πανιά στα καράβια, τις λεγόμενες ΄΄φούστες΄΄[2][3] Πάντως, η ενετική λέξη fustagno προήλθε από το υστερολατινικόfustaneum που ήταν λεξη κατασκευασμένη από τους Λατίνους για να αποδώσουν στη γλώσσα τους την ελληνιστική λέξη "ξύλινο", επειδή έτσι αποκοκαλούσαν οι Έλληνες το βαμβακερό και άλλα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν για φορεσιές. (Το λατινικό fustaneum προήλθε συγκεκριμένα από τη λέξη fustis που σήμαινε ξύλο)
Η προέλευση της Φουστανέλας
Θραύσματα αγγείων που δείχνουν Έλληνες πολεμιστές που φορούν Φουστανέλες, από τη 12ο αιώνα, Κόρινθος, Ελλάδα.[4] |
Μελετητές αναφέρουν σχετικά με την φουστανέλα πως προέρχεται από μια σειρά αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων, που έκαναν την εμφάνισή τους εκείνη την εποχή, όπως ο χιτώνας.[5][6]
Σε βυζαντινά όστρακα και αγγεία (κεραμική), πολεμιστές εμφανίζονται να φέρουν όπλα, φορώντας την βαριά πολύπτυχη φουστανέλα [7]
Ο Τσαρούχης θεωρούσε πως η καταγωγή της ήταν η Ινδία. Το λευκό ένδυμα των μαχαραγιάδων είναι κατασκευασμένο από βαμβακερή μουσελίνα και έχει φούστα από πολλά ισοσκελή τρίγωνα, προσαρμοσμένη σε μακρυμάνικο σταυρωτό μπούστο, που δένει στο πλάι. Οι φούστες που συντίθενται από ισοσκελή τρίγωνα είναι πολύ διαδεδομένες στην επαρχία Ράτζασταν στη Βορρειοδυτική Ινδία, σε άνδρες και γυναίκες και ονομάζονται ΄΄ghari΄΄. Στο παλάτι του Μαχαραγιά του Μπενάρες σώζεται σε ελεφαντόδοτο παράσταση με τελετουργική πομπή στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην παράσταση δεσπόζουν οι σπαχήδες, που δίνουν την εντύπωση ότι φορούν στολή με φουστανέλα, παρόμοια με των Ελλήνων του 1821. Ένας τέτοιος συσχετισμός είναι δύσκολο να γίνει δεκτός, επειδή η βασικότερη μεταξύ τους διαφορά είναι η κοπή των τριγώνων. Στην Ελλάδα έχουμε ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα που ενώνονται λοξό με ίσο (η υποτείνουσα του ενός τριγώνου με την κάθετη πλευρά του άλλου), για να μην ξεχειλώνει ο ποδόγυρος.[8]
Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι η φουστανέλα ήταν σε κοινή χρήση στην Ελλάδα ήδη από τον 12ο αιώνα.[4]
Σε βυζαντινά όστρακα και αγγεία (κεραμική), πολεμιστές εμφανίζονται να φέρουν όπλα, φορώντας την βαριά πολύπτυχη φουστανέλα [7]
Ο Τσαρούχης θεωρούσε πως η καταγωγή της ήταν η Ινδία. Το λευκό ένδυμα των μαχαραγιάδων είναι κατασκευασμένο από βαμβακερή μουσελίνα και έχει φούστα από πολλά ισοσκελή τρίγωνα, προσαρμοσμένη σε μακρυμάνικο σταυρωτό μπούστο, που δένει στο πλάι. Οι φούστες που συντίθενται από ισοσκελή τρίγωνα είναι πολύ διαδεδομένες στην επαρχία Ράτζασταν στη Βορρειοδυτική Ινδία, σε άνδρες και γυναίκες και ονομάζονται ΄΄ghari΄΄. Στο παλάτι του Μαχαραγιά του Μπενάρες σώζεται σε ελεφαντόδοτο παράσταση με τελετουργική πομπή στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην παράσταση δεσπόζουν οι σπαχήδες, που δίνουν την εντύπωση ότι φορούν στολή με φουστανέλα, παρόμοια με των Ελλήνων του 1821. Ένας τέτοιος συσχετισμός είναι δύσκολο να γίνει δεκτός, επειδή η βασικότερη μεταξύ τους διαφορά είναι η κοπή των τριγώνων. Στην Ελλάδα έχουμε ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα που ενώνονται λοξό με ίσο (η υποτείνουσα του ενός τριγώνου με την κάθετη πλευρά του άλλου), για να μην ξεχειλώνει ο ποδόγυρος.[8]
Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι η φουστανέλα ήταν σε κοινή χρήση στην Ελλάδα ήδη από τον 12ο αιώνα.[4]
Κατά τον Αντώνιο Κεραμόπουλο, η φουστανέλα κατάγεται από το ρωμαΐκό στρατιωτικό ένδυμα: το συγκεκριμένο ένδυμα φοριόταν από τους εκάστοτε μισθοφόρους των Ρωμαίων στον χώρο της Ηπείρου.[9]
Από ενδυματολογική άποψη, αν αφαιρεθούν τα πολύ νεώτερα επίρραφα χρυσοκεντήματα από εξαρτήματα όπως τα γιλέκα και οι περικνημίδες, μένει ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ένδυμα. Στοαρχαιολογικό μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ρωμαίου αξιωματούχου, όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μία φούστα πάνω από κοντό χιτώνα.[10][11] (Πηγή: εδώ)
Από ενδυματολογική άποψη, αν αφαιρεθούν τα πολύ νεώτερα επίρραφα χρυσοκεντήματα από εξαρτήματα όπως τα γιλέκα και οι περικνημίδες, μένει ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ένδυμα. Στοαρχαιολογικό μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ρωμαίου αξιωματούχου, όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μία φούστα πάνω από κοντό χιτώνα.[10][11] (Πηγή: εδώ)
Εύζωνες
Αλλαγή φρουράς Ευζώνων πρό του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη |
Οι Εύζωνες ('ευ'+'ζώνες'=οι καλά ζωσμένοι) είναι επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, ευρύτερα γνωστοί ωςτσολιάδες, μετά τον αναγραμματισμό που σημειώθηκε του ονόματος "στολιάδες" από τη "στολή" που καθιερώθηκε επίσημα από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδας που έφερε και ο ίδιος σε επίσημες εμφανίσεις.
Μέσα από την ιστορική δράση των ευζωνικών ταγμάτων, οι εύζωνες έχουν αναχθεί σε σύμβολα γενναιότητας για τον ελληνικό λαό. Στις μέρες μας, 'εύζωνες' καλούνται οι στρατιώτες της Προεδρικής Φρουράς, οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα, με κεντρική τη φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη.
Ιστορία
Η ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκινά το 1867, με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανωτική δύναμη τεσσάρων λόχων. Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Το 1868 προστέθηκε σε κάθε τάγμα ευζώνων και πέμπτος λόχος. Η αρχική σύνθεση αυτών των ταγμάτων αποτελούνταν από εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, οι οποίοι συνήθως κατάγονταν από ορεινές περιοχές.
Η ένδοξη δράση των ευζωνικών ταγμάτων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε καταλυτική με αποτέλεσμα οι εύζωνες να λάβουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού την εικόνα ηρώων. Έντονη δράση είχαν τα ευζωνικά τάγματα και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων ένοπλων συγκρούσεων του 20ου αιώνα στις οποίες είχε εμπλακεί ο ελληνικός στρατός (Μικρασιατική Εκστρατεία, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος).
Από το 1914, ως ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων συγκροτείται η Ανακτορική Φρουρά. Ο τίτλος της έχει μετατραπεί αρκετές φορές από τότε (Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη, Βασιλική Φρουρά, Προεδρική Φρουρά). Η σημερινή της ονομασία είναι 'Προεδρική Φρουρά', η οποία της αποδόθηκε το 1974, μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας Παπαδόπουλου.
Ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στην ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατέχει το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κυρίως λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πέρα από την αποτελεσματικότητα του κατά τη διάρκεια των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Σύνταγμα αυτό απέκτησε φήμη για τη δράση του μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1922. Πιο συγκεκριμένα, κάτω από την καθοδήγηση του διοικητή του Νικόλαου Πλαστήρα, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έφτασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, από όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου.
Ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός οργάνωσε το 5/42 Σύνταγμα το 1942 για να εναντιωθεί στον φασίστα κατακτητή. Έδωσε πολλές ηρωικές μάχες στα βουνά της Στερεάς Ελλάδος εναντίον του κατακτητή και το Σύνταγμα για ακόμη μια φορά έγινε το «Ασκέρι του Διαβόλου».
Οι εύζωνες σήμερα
Οι σημερινοί εύζωνες εκτελούν μόνο αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Η πλέον γνωστή είναι η συμβολική φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην Βουλή των Ελλήνων. Σκοπιές όμως ευζώνων υπάρχουν και στο Προεδρικό Μέγαρο και στηνπύλη του στρατοπέδου της Προεδρικής Φρουράς, πρώην στρατόπεδο Βασιλέως Γεωργίου Β΄, που βρίσκεται στο ΒΑ. άκρο του Εθνικού Κήπου με είσοδο από την οδό Ηρώδου του Αττικού.
Άλλες υποχρεώσεις των ευζώνων είναι:
Η επίσημη έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Πραγματοποιείται κάθε Κυριακή.
Η απόδοση εθιμοτυπικών τιμών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε αρχηγούς ξένων κρατών.
Η απόδοση τιμών ομοίως στους πρεσβευτές ξένων κρατών κατά τη διάρκεια επίδοσης διαπιστευτηρίων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Εύζωνες επίσης συνοδεύουν κάθε χρόνο το Άγιο Φως, στη μεταφορά του από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Η συμμετοχή στη συνοδεία του Αγίου Φωτός θεωρείται η ύψιστη τιμή για έναν εύζωνα. Την 25η Μαρτίου κάθε έτους, τμήμα ευζώνων συμμετέχει εκτός της παρέλασης στην Αθήνα και στις εορταστικές εκδηλώσεις της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ, πραγματοποιώντας παρέλαση στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχουν στην επέτειο για την έξοδο του Μεσσολογίου συνοδεύοντας την εικόνα και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων κάνοντας παρέλαση στην κεντρική λεωφόρο της πόλης.
Η ευζωνική ενδυμασία
Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η φουστανέλασχεδιάστηκε ως στολή για την Ανακτορική παλιότερα και σήμερα Προεδρική Φρουρά.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400.Παρόλ' αυτά, οι φουστανέλες που φέρουν στις μέρες μας οι Εύζωνες, σπάνια έχουν ακριβώς 400 δίπλες.
Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή είναι:
Το 'φάριο' (ή 'φάρεο'). Είναι το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση. Παρομοιάζεται με τοτουρκικό φέσι, αν και για ευνόητους λόγους η ελληνική πλευρά αποφεύγει το συσχετισμό.
Το πουκάμισο. Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.
Η 'φέρμελη'. Είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά 'Χ' και'Ο', τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις 'χριστιανός' και 'ορθόδοξος'.
Οι κάλτσες. Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονομάζεται 'ανάσπαστος'.
Οι καλτσοδέτες. Είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.
Τα τσαρούχια. Είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία 'σώμα με σώμα' μάχη. Άλλη άποψη είναι ότι οι φούντες προστάτευαν τα δάχτυλα των ποδιών από το χιόνι και τα κρυοπαγήματα.
Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες.
Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή. Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στόλη μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά, τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες.(Πηγή: εδώ)
Θα είναι χρήσιμο να φρεσκάρουμε στη μνήμη μας ορισμένες λέξεις που έχουν συνδυαστεί με τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά δεν είναι ελληνικές...
Μια από αυτές είναι και η λέξη ''Τσολιάς''.
Προέρχεται από το τουρκικό çul (< αραβικό cull) και σημαίνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”. Κατά το λεξικό τουΜπαμπινιώτη: φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος. Η λέξη τσολιάς είναι ομόρριζη με τη λέξη τσόλι και τσούλι.
Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία “καθώς πρέπει” ονομασία γι' αυτό κατά το 1868 ανασύρθηκε η ομηρική λέξη “Εύζωνος”. Στην αρχαιότητα η λέξη αυτή προσδιόριζε είτε την κομψή γυναίκα (με λεπτή μέση), είτε τον ελαφριά οπλισμένο στρατιώτη. Το 1868 ιδρύθηκε για πρώτη φορά η προεδρική φρουρά και τότε πρωτοπαρουσιαστηκαν τα τάγματα των ευζώνων με την παραδοσιακή στολή. Την τιμημένη αυτή στολή φορούσαν και τα ένδοξα Τάγματα των Ευζώνων μας σε όλους του πολέμους του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (δυστυχώς τη φορούσαν και οι προδότες γερμανοτσολιάδες, κατά την Γερμανική κατοχή). Σήμερα μόνον οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς, φέρουν υπερήφανα την ίδια στολή.
Η λέξη τσαρούχια είναι και αυτή τουρκικής προέλευσης < çaruk και προσδιόριζε το σανδάλι με την πέτσινη σόλα. Στην πραγματικότητα το τούρκικο “Charoq” ήταν σανδάλι με δερμάτινη σόλα και μακριά λουριά, τα οποία δένονταν στο πόδι μέχρι το γόνατο.
Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού. Συγκεκριμένα, ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών, κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτό που σε ξαπλώνει, ή σε κοιμίζει» .
Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι περισσότεροι το Φέσι δεν είναι Τουρκικής προέλευσης. Η πρέλευση του είναι από την πόλη Φες (εξ ου και το όνομα) ή Φεζ (αραβ. فاس Fās, γαλλ. Fès) του Μαρόκου. Μέχρι το 19ο αιώνα, η πόλη Φες ήταν η μοναδική πηγή για τα παραδοσιακά καπέλα με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε το 1925. Ο ίδιος, ο Ατατούρκ, χαρακτήρισε το φέσι ως “παρακμιακό” και το κατήγγειλε ως “κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων”.
Η λέξη καριοφίλι, αντίθετα, είναι, μάλλον, Ιταλική. Στις αρχές του 1800 τα καλάσνικοφ της εποχής ήταν ταφημισμένα όπλα της Ιταλικής εταιρείας “Carlo e Figli” (= Κάρλο και υιοί). Αυτό το “Κάρλο ε φίλιοι”, οι Έλληνες το πρόφεραν ως καριοφίλι και έτσι και έμεινε στο ελληνικό λεξιλόγιο και υμνήθηκε από τη Δημοτική και Λόγια ποίηση.
Πάντως, ο Βαλαωρίτης δίνει μια διαφορετική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». ΟΛεβίδης, από την άλλη, το συσχετίζει με τη λέξη “φυλλοκάρδι”
Συμπληρώνοντας το αρχικό δημοσίευμα: Μια ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη είναι αυτή του Robert Elgood στο βιβίο του «Τα Όπλα της Ελλάδας και των Βαλκανικών γειτόνων της κατά την Οθωμανική περίοδο» κεφ. 11, σ. 175-177. Διαβάστε την όπως μας την έστειλε ο καθ. Βασίλης Στεφανης (τον οποίο ευχαριστούμε θερμά):
Το καριοφίλι: Το όπλο το οποίο κατασκευαζόταν σε αυτές τις πόλεις ήταν γνωστό στους ελληνόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων ως καριοφίλι (στα ελληνικά και αλβανικά), ένα μακρύκανο όπλο με δύο τύπους υποκόπανου, ιδιαίτερα δημοφιλές στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια. Η προέλευση της λέξης και ο χρόνος κατά τον οποίο εισήλθε στην ελληνική γλώσσα δεν είναι γνωστά και έχουν αποτελέσει το αντικείμενο ζωηρής διαμάχης στις ελληνικές εφημερίδες κατά το 1865 και ξανά κατά τη δεκαετία του 1960. Η δημοφιλέστερη ελληνική άποψη ισχυρίζεται ότι προέρχεται από την επωνυμία Carlo e figli (Carlo και υιοί). Τα όπλα «είχαν ένα ευφωνικό όνομα . . . καριοφίλια. Αυτή η παράξενη και μελωδική λέξη αποτελεί έναν άκομψο εξελληνισμό της επωνυμίας ενός ιταλικού οπλουργείου του οποίου τα προϊόντα ήταν περίφημα σε όλη την Ανατολή: Carlo e figli». Δεν υπάρχει κανένας καταγεγραμμένος κατασκευαστής όπλων με αυτό το όνομα, ούτε ο συγγραφέας κατάφερε να βρει κανέναν ο οποίος να υπέγραφε «e figli», παρόλο που οι πωλητές το συνηθίζουν και ένας Έλληνας έμπορος είπε στο συγγραφέα ότι ο πατέρας του του είχε πει ότι το όνομα προερχόταν από κάποιους έλληνες λιανοπωλητές της Τεργέστης. Είναι πιθανόν ένας ιταλός λιανοπωλητής να έδωσε το δικό του όνομα στα εμπορεύματά του.
Πιο πιθανή είναι η εκδοχή που μετέφερε στο συγγραφέα ο Κώστας Γεωργόπουλος, ο οποίος συνάντησε στα Ιωάννινα έναν αργυροχόο με το όνομα Γιάννης Καριοφίλης. Ο κύριος Καριοφίλης είπε στο συγγραφέα ότι πριν από πέντε γενιές, το 1780, ένας πρόγονός του ήταν διάσημος αργυροχόος και γνωστός κατασκευαστής μακρύκανων όπλων, γεννημένος στους Καλαρρύτες, ένα χωριό κοντά στα Ιωάννινα, φημισμένο για την παράδοσή του στην επεξεργασία του ασημιού και του χρυσού. Φυσικά το όνομα μπορεί να σχετίζεται με το επάγγελμά του και ο όρος να υπήρχε πολύ πριν τη γέννηση αυτού του ανθρώπου. Από το τέλος τουλάχιστον του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη για να δηλώσουν το όπλο, και σίγουρα δεν θα είχαν δανειστεί τον όρο από τους Έλληνες. Στα τουρκικά η λέξη karanfil σημαίνει γαρίφαλο, το όνομα ενός άνθους, και η λέξη με μικρές παραλλαγές έχει την ίδια σημασία στα αλβανικά και τα σέρβο-κροατικά. Στα ελληνικά η λέξη καριοφίλι, η οποία αναγνωρίζεται ότι αποτελεί δάνειο από άλλη γλώσσα σημαίνει επίσης γαρίφαλο. Κατά το δέκατο έκτο και στις αρχές του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα αυγού που θύμιζαν το μπουμπούκι του γαρίφαλου. Ορισμένοι προχωρούν την ψευδαίσθηση ένα βήμα παραπέρα χαράζοντας ανάγλυφα γαρίφαλα επάνω τους ή τοποθετώντας ένθετα μπρούντζινα γαρίφαλα, όπως σε ένα παράδειγμα του Stibbert. Το άνθος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στα πλακάκια του Isnik και σε υφάσματα του δεκάτου έκτου αιώνα. Οι ονομασίες των τουρκικών όπλων στα Βαλκάνια είναι συνήθως περιγραφικές και αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση της λέξης καριοφίλι. (Πηγή: εδώ)
Τσαρούχια
Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη φουστανέλα και με τη στολή των Ευζώνων.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.
Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τονχαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.
Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρόλ' αυτά, όταν οι εύζωνες αναφέρονται σε αυτό, χρησιμοποιούν τον όρο «τσαρούχι».
Εκφράσεις
Τα τσαρούχια, αν και χρησιμοποιούνται σήμερα επίσημα (στην Ελλάδα) μόνο από την Προεδρική Φρουρά, ή ως τουριστικά αναμνηστικά είδη (σουβενίρ), έχουν πάρει ήδη τη θέση τους σε δημώδεις εκφράσεις όπως:
«έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι», κάτι που υποδηλώνει ότι η γλώσσα έγινε σκληρή σαν τσαρούχι σε περιπτώσεις δίψας,
«μπήκε με τα τσαρούχια» σε προσωπικές επιτυχίες.
«θα σας πάρουμε με τα τσαρούχια», θα σας νικήσουμε κατά κράτος.
«κοιμάται με τα τσαρούχια», εκτός πραγματικότητας.
«βγήκε με τα τσαρούχια», παμψηφεί.
Παροιμίες
«Μικρός διάβολος τρανά τσαρούχια», περιοχή Βοΐου.
«Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ' την πίτα», Αρκαδία
«Ο χωριάτης κι αν πλουτίσει, το τσαρούχι δεν τ’ αφήνει»
«Μη θέλοντας ο ζωγράφος, μα θέλοντας ο βλάχος φόρησ’ ο Χριστός τσαρούχια»
Επίσης, στην αργκό των ευζώνων η έκφραση «σπάω το τσαρούχι» σημαίνει χτυπάω δυνατά το πόδι μου στο έδαφος, κατά τη διάρκεια του ευζωνικού βηματισμού. Στους δημοτικούς χορούς, η έκφραση «λύγισε τσαρούχι» ή «κάνε τσαρούχι» σημαίνει να λυγίσει κανείς το πέλμα του ποδιού προς τα επάνω (κατά το χαρακτηριστικό σχήμα του τσαρουχιού). Τέλος, στη περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 το τσαρούχι του Έλληνα τσολιά υπήρξε το πιο δημοφιλές θέμα τόσο στις γελοιογραφίες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις όσο και στα ευθυμογραφήματα. (Πηγή: εδώ)
Σημείωση: Αυτή την εικόνα έπλασε η λαϊκή φαντασία του ελληνορθόδοξου γένους μας..!! Ο Έλληνας αντιλαμβάνεται το Θείο Πάθος ως Ηρωϊκό δρώμενο και όχι ως μοιραία κατάληξη.. τιμά Μαρτύριο, Θυσία, μα και Ανάσταση..!!!
Ο Άγιος Γεώργιος με φουστανέλα στον Ναό της ''Αγίας Παρασκευής'' στην Περίκλεια Ν. Πέλλας (πρώτη φώτο) καθώς και στον ομώνυμο Ναό της Μηλόβιστας Πελαγονίας (δεύτερη φώτο):
Σημείωση: Αυτή την εικόνα έπλασε η λαϊκή φαντασία του ελληνορθόδοξου γένους μας..!! Ο Έλληνας αντιλαμβάνεται το Θείο Πάθος ως Ηρωϊκό δρώμενο και όχι ως μοιραία κατάληξη.. τιμά Μαρτύριο, Θυσία, μα και Ανάσταση..!!!
Ο Άγιος Γεώργιος με φουστανέλα στον Ναό της ''Αγίας Παρασκευής'' στην Περίκλεια Ν. Πέλλας (πρώτη φώτο) καθώς και στον ομώνυμο Ναό της Μηλόβιστας Πελαγονίας (δεύτερη φώτο):
Τσαρουχοποιός
Για να φτιαχτούν τα τσαρούχια, οι τσαρουχοποιοί έπαιρναν το αποτύπωμα του δεξιού ποδιού του πελάτη, βάζοντας ένα χαρτί στο πάτωμα και ακουμπούσαν το πόδι πάνω σε αυτό. Με το μολύβι έκαναν το περίγραμμα του πέλματος και στη συνέχεια με τη μεζούρα μετρούσαν το μήκος και το φάρδος του ποδιού στα δάχτυλα και στο κουτουπιέ.
Στη συνέχεια ετοιμάζανε το καλοπόδι, όπου για τα τσαρούχια ήταν ειδικά, μπροστά στα δάχτυλα είχαν ένα μικρό βαθούλωμα και η μύτη ήταν γυριστή προς τα επάνω. Κόβανε πάνω στο καλοπόδι τον πάτο, όπου ήταν από χοντρό δέρμα. Μουσκεύανε τον πάτο μέσα σε ένα κουβά με νερό για δέκα λεπτά περίπου, το βγάζανε και το στραγγίζανε καλά. Στη συνέχεια το καρφώνανε κάτω από το πέλμα του καλοποδιού. Αν περίσσευε χρησιμοποιούσαν τη φαλτσέτα και το φέρνανε ίσα με το καλοπόδι. Μετά βγάζανε σε χαρτί το στάμπο, δηλαδή το πατρόν. Σύμφωνα με το στάμπο κόβανε στη συνέχεια σκληρή βακέτα και με τη μανταριστική τανάλια, τη μοντάρανε επάνω στο καλοπόδι, πιάνοντάς την από κάτω με καρφιά.
Για να στερεωθεί καλά ο πάτος, κόβανε μια λεπτή λουρίδα από δέρμα δυο πόντους φάρδος και τη στερεώνανε γύρω γύρω από τον πάτο με ξυλόπροκες. Στη συνέχεια παίρνανε διάφορα κομμάτια από δέρμα και γέμιζαν τη γούβα που είχε δημιουργηθεί στον πάτο. Τα καρφώνανε και αυτά με ξυλόπροκα και τα φέρνανε σε μια ευθεία.
Μετά ακολουθούσε η κατασκευή της σόλας. Κόβανε πάλι με χαρτί ένα στάμπο σύμφωνα με το πέλμα του πελάτη και πάνω σε αυτό κόβανε τη σόλα από χοντρό δέρμα. Τη βάζανε για ένα τέταρτο στο νερό να μουσκέψει και αφού τη στραγγίζανε καλά, φτιάχνανε πρώτα με τον κατσαπρόκο (ένα κοντό σουβλί) τρύπες ολόγυρα στο πέλμα και ύστερα τη στερεώνανε στο πέλμα του καλοποδιού με ξυλόπροκες. Αφήνανε τα τσαρούχια κανά δυο ώρες να στεγνώσουν και ύστερα άρχιζε η κατασκευή των τακουνιών.
Τα τακούνια φτιάχνονται και αυτά με κομμάτια δέρμα που τα καρφώνανε πάλι με ξυλόπροκες. Από έξω βάζουνε ένα μονοκόμματο δέρμα που το καρφώνουνε με μεταλλικά μυτάκια πλατυκέφαλα.
Στη συνέχεια φτιάχνανε το μπροστινό μέρος του τσαρουχιού όπου κόβανε ένα σκληρό δέρμα και αφού το βρέχανε πρώτα, το μοντάρανε στη μύτη δημιουργώντας μια κυκλική καμπύλη.
Καθώς αφήνανε τα τσαρούχια να στεγνώσουν, ετοίμαζαν τη φούντα. Η φούντα ήταν από μάλλινα νήματα, τη ράβανε πάνω στο τσαρούχι με τσαρουχόραμμα (χοντρό σπάγκο) και με το ψαλίδι την ψαλίδιζαν για να της δώσουν ωραίο σχήμα.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ